Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης*
Αυτό που λες ”ξαλάφρωσα”, εγώ το λέω ”γράφω”.
Ετούτες τις αράδες τις έγραψα, γιατί ήθελα να ξαλαφρώσω.
Θέλω να τα πω, για να μη πλαντάξω…
Είναι φίλος μου. Ένας από τους πολλούς που έχω.
Είμαι φίλος του. Ο μοναδικός που έχει.
Ήτανε νοικοκύρης δαχτυλοδειχτούμενος στο χωριό του και σ’ ολόκληρη τη Μεσσαρα. Με πολλά καλιμέντα, γινομένα με το σωστό τρόπο.
Μέχρι που πόθανε η γυναίκα του. Ξορκισμένος είπανε οι γιατροί του Μεγάλου Κάστρου. Δεν επρόκαμε να τη γιατροπορέψει στην Αθήνα, γιατί ο Χάρος βιαζότανε να τελέψει τη δουλειά του.
Κοπέλια δεν είχανε.
Οι χωριανοί του μου ‘πανε πως ο χαροκαμένος φίλος μου, μήτε μιά μέρα δεν άντεξε το κακό που τον βρήκε.
”Σάλεψε ο νους του” μου ‘πε ο παπάς.
Και αφού ”σάλεψε ο νους του”, διαγράφτηκε από τα κιτάπια των νοικοκυραίων, διαγράφτηκε κι απ’ αυτά των συγγενών, διαγράφτηκε και από τ’ άλλα των φίλων και συγχωριανών.
Έπαψαν οι άθρωποι ν’ ασχολούνται μαζί του. Δεν του μιλούσανε, μήτε τον ξανοίγανε. Πρώτοι και βιαστικότεροι, εκείνοι που πολλά του χρωστούσανε.
Γνωριστήκαμε και γενήκαμε φίλοι στο πρώτο κι όλας αντάμωμα μας, λίγο όξω από το χωριό του.
Τον είδα να παλεύει να κρυφτεί πίσω από μια νιοφύτευτη ελιά, που δε μπορούσε να κρύψει μήτε ατσέλεγα.
Έκατσα στην άκρη του χωματόδρομου, ξέροντας πως θα ‘ρχότανε σιμά μου.
Και ήρθε, γιατί ήξερε πως τον περίμενα.
Εξέσυρα κάνοντας του τόπο να κάτσει στο χαράκι που καθόμουνα.
Δε μου μίλησε. Μόνο με ξάνοιγε. Ένοιωθα το βλέμα του να καρφώνεται στη θωριά μου κι απο κει να χώνεται στα τρίσβαθα μου, σαν το αστροπελέκι.
Με τα χίλια ζόρια ανταλλάξαμε πέντε κουβέντες.
Περσότερες δεν χρειαζόμουν για να καταλάβω πως ο άθρωπος αυτός ήτανε κατασκέπαστος από αβάσταχτο πόνο, που δεν άφηνε μήτε χαραμάδα λεύτερο τόπο για να φυτρώσει ζωή.
Από το σημείο όπου καθόμασταν, περάσανε πέντε έξι χωριανοί, μα σημασία δε μας έδωσαν. Μήτε χαιρετισμό. Ένα κοπέλι που πέρασε καβάλα στο μηχανάκι του, κοντοστάθηκε για να μου δώσει την εξήγηση αυτής της καταφρόνιας. ”Βρήκε ο γύφτος τη γενιά του” είπε και χασκογέλασε, μαρσάροντας πάλι το μηχανάκι του.
Λίγα σκόρπια λόγια συγκράτησα από κείνη την πρώτη κουβέντα μας. ”Εγώ δεν είμαι μεσκίνης”…”με ποβγάλανε οι χωριανοί από το νεκροταφείο”…”να καθαρίσω κι από μέσα ήθελα”…
Εξαναπήγα κι εξαναπήγα στο χωριό έκτοτε.
Και κάθε φορά που επήγαινα, εύρισκα το φίλο μου να με ανιμένει στον πόρο του χωριού. Λες και εκάτεχε πως θα πήγαινα και ήθελε να με προφυλλάξει από τους χωριανούς του. Από τους ”λογικούς”.
Σε μια επίσκεψή μου τον πήρα να κάτσει μαζί μου στο τραπεζάκι που καθόμουνα στην άκρη της αυλής του μοναδικού καφενείου του χωριού.
Εστραβομουτσούνιασαν ο καφετζής και όσοι καθόντουσαν στο καφενείο, μα σαν άρχισα τα κεράσματα κάνανε πως δε μας έβλεπαν.
Εντακάραμε τις ρακές. Οι δύο μας. Αμίλητοι.
Και οι δυό μας ήπιαμε πολλή ρακή. Οκαθένας μας για τους δικούς του λόγους.
Μα και οι δυό μας επίναμε για τον ίδιο σκοπό. Θέλαμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο κι αφού δε μπορούσαμε, επίναμε ρακή για να τον δούμε αλλαγμένο.
”Μπα…μπα..,ίντα θωρώ, σε ευθυμία ο κύριος Στρατάκης κι εμέθυσε πάλι ο κουζουλός” ακούστηκε η φωνή του καφετζή.
Δεν απάντησα, επλήρωσα το λογαριασμό και πήρα από το μπράτσο το φίλο μου.
”Πού θες να σε πάω;” τον ρώτηξα.
Έκαμε ώρα να μου απαντήσει. Τελικά, με μισοσβισμένη φωνή με ρώτηξε ”στο νεκροταφείο θέλω να πάω, μα θα με ποβγάλουνε πάλι. Θα με πας;”
Δε μπορούσα να πω όχι μπροστά στο σπαραγμό της φωνής του. Βοηθούσε και η ρακή. Ξανάρθανε στο νου μου και οι πρώτες κουβέντες του στο πρώτο αντάμωμα μας. Και ροβολήσαμε μαζί κατά την ανηφοριά του νεκροταφείου.
Σαββατόβραδο ήτανε και στον ίδιο θλιμένο τόπο πηγαίνανε κι άλλοι χωριανοί και χωριανές, για το χρέος απέναντι στους ποθαμένους του.
Στην αυλόπορτα του νεκροταφείου μας πλησίασε ένας κακοτερένιος άντρας και μου ‘βαλε τις φωνές. ”Εσύ θα μπεις, ο κουζουλός δε μπαίνει”, μου ανακοίνωσε την αμετάκλητη απόφαση του.
”Και γιάντα δε μπαίνει ο άθρωπος;” ρώτηξα έτοιμος για καυγά.
”Γιάντα; Γιατί θέλει ν’ ανοίξει το μνήμα τση μακαρίτισσας του και να τον πλύνει, λέει, κι από μέσα” μου απάντησε ο κακοτερένιος χωριανός και συμπλήρωσε ”εκειά τον έχει βγάλει η τρέλα, μα επαέ είναι νεκροταφείο”.
Εξάνοιξα το φίλο μου μ’ έναν τρόπο που μαρτυρούσε πως τον ρωτούσα αν ήταν αλήθεια.
Έβαλε τα κλάματα.
”Δε θα τον ανοίξω, δεν θα τον πλύνω από μέσα, ξέρω πως ο Άη Κωνσταντίνος τονε πλύνει από μέσα, αφού δε μ’ αφήνουνε να τον πλύνω εγώ” είπε ανάμεσα σε λυγμούς.
”Κι ίντα θα κάμεις;” τον ρώτηξα.
”Πράμα. Μόνο να χαϊδέψω θέλω την πλάκα, για να τη ζεστάνω με τη χέρα μου” μου ‘πε.
Ο κακοτερένιος, μαλάκωσε. ”Αντέστε μέσα και οι δυό σας” είπε κάνοντας στό πλάι για να περάσουμε.
Ήτανε η πρώτη φορά που ο φίλος μου επισκεφτότανε το μνήμα της γυναίκας του.
Όμως, δεν αρκέστηκε μόνο να χαϊδέψει την πλάκα. Την έπλυνε κι όλας με τα δάκρυά του.
Και με λίγα δικά μου που έσταξαν στην ταφόπλακα.
Και μ’ ένα δάκρυ του κακοτερένιου, που δεν κατάφερε να το κρατήσει φυλακισμένο στα σώψυχά του.
Κάθε φορά που πάω στο χωριό, κάθε φορά που αγκαλιάζω το φίλο μου, μου ‘ρχεται να κλάψω πάνω από τον τάφο που ο ίδιος είναι.
Πάνω από τον τάφο της ”λογικής” που ‘ναι θαμμένη εντός του.
* Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος από τις Γκαγκάλες της Μεσαράς