Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης*
Θα μου πεις, το ΠΑΣΟΚ ήτανε κουβέρνο όταν ο Στέλιος Παπαθεμελής εσκέφτηκε, αποφάσισε και διέταξε να κλείνουνε τα κάθε λογής ξενυχτάδικα δύο ώρες μετά τα μεσάνυχτα, με αποτέλεσμα να ξεσηκωθούνε και οι πέτρες και να προσπαθούνε να πέσουνε όλες στην κεφαλή του, για να τονε ξεκαυκαλώσουνε.
Τελικά, μήτε χαλίκι δεν επέπεσε επί του ανωκαυκάλου του, όχι επειδή οι ξενυχτολάγνοι Έλληνες συνεμορφώθηκαν προς τας υποδείξεις του υπουργού Δημόσιας Τάξης, αλλά διότι πρίχου στεγνώξει το μελάνι της υπογραφής του Στέλιου στο φιρμάνι του, οι παμπονητότατοι Έλληνες είχαμε βρει (βεβαίως και τον απατό μου βάζω μέσα, καθότι από τους πρώτους ήμουνα) χίλιους μύριους τρόπους να κάνουμε σκόνη και μπούρμπερη τις κυβερνητικές εντολές.
Χαμογελώ, και ανοίγει η καρδιά μου σαν αφήνω το νου μου λεύτερο να πισωγυρίσει σ’ εκείνους τους χρόνους και να ξανασουλατσάρει στα καταδικά μας στέκια της παρανομίας και της έμπρακτης αντίστασης στη βούληση του Στέλιου Παπαθεμελή, όστις ναι μεν ήταν στενός φίλος μου, πλην όμως οι μοναδικές φορές που αργούσε να πέσει στο κρεβάτι του ήταν όταν είχε ολονυχτία μετά παρακλητικού κανόνος κάποια εκκλησία της Σαλονίκης.
Από την ανακοίνωση της απόφασης του Στέλιου, που λες, και πριν ο σχετικός νόμος πάρει σάρκα και οστά, είχανε ξεφυτρώσει στη Σαλονίκη ένα κάρο παράνομα ξενυχτάδικα, σε τόπους που όχι ο υπουργός, μα μήτε μια διμοιρία λοκατζήδων δε μπορούσανε να τ’ ανακαλύψουνε.
Από τη Θέρμη μέχρι το Ελευθέριο Κορδελιό, από τα Διαβατά μέχρι τον παλιό δρόμο για Κιλκίς, από τα τσιμεντάδικα μέχρι το Λαγκαδά, από τη Λαχαναγορά μέχρι τη Λητή από το Δερβένι μέχρι του βουγιού το κέρατο, ξεφυτρώσανε, εν ριπή οφθαλμού ξενυχτάδικα, με τα όλα τους.
Φυσικά, φωτεινές ταμπέλες δεν υπήρχανε, τσιλιαδόροι υπήρχανε μη τυχόν και σκάγανε μύτη τα παιδάκια με τα ροπαλάκια, τα μεγάφωνα ίσα ίσα που ακουγότανε, λες και ήτανε σε γιάφκα της 17 Νοέμβρη, ορχηστράρες κάτσε καλά, που άλλο τραγούδι έπαιζε το μπουζούκι, άλλο το αρμόνιο, άλλο τραγουδούσε ο τραγουδιστής και άλλο τραγουδούσαμε εμείς οι από κάτω.
Το ρεπερτόριο, το ίδιο σ’ όλα τα μαγαζά.
Στο πρώτο πρόγραμμα, που άρχιζε στις 3 μετά τα μεσάνυχτα, κυριαρχούσαν τα άσματα «Χασίσι ήπιε κι ο Θεός και έπλασε την πλάση», «Πέντ’ Έλληνες στον Άδη ανταμώσαν ένα βράδυ», «Σα βγαίνει ο χότζας στο τζαμί» και άλλα ανάλογα ελαφρά τραγούδια, που τα έλεγες και του νέου κύματος.
Σ’ αυτό το πρόγραμμα έκαναν την εμφάνιση τους, συνήθως, κοπελιές που είχανε τόση σχέση με το τραγούδι, όση είχα εγώ με τη στυτική δυσλειτουργία των κολεοπτέρων. Όμως, διέθεταν άλλα προσόντα, που μπορεί να μη παρείχαν τέρψιν εις τα ώττα, πλην όμως υπόσχονταν ουράνιες τέρψεις εις άλλα μέλη του σώματος των φιλόμουσων θαμώνων, οίτινες τις παρακολουθούσαν με τόση έκσταση, λες και παρακολουθούσαν παράσταση στη λυρική σκηνή.
Στο δεύτερο πρόγραμμα τα πράγματα άρχισαν ν’ αγριεύουν, καθώς τα ελαφρολαϊκά άσματα παραχωρούσαν τη θέση τους σε άλλα, μεσοβαρολαϊκά, όπως «Γύρω μου οχιές φαρμακερές, δε σ’ είδα ψες ούτε προψές», «Χριστέ μου αξυπόλητε σου κλέψαν τα σαντάλια», «Και στα τρύπια μου τακούνια ηρωίνη ως τα μπούνια» και άλλα της ιδίας συνομοταξίας που απευθυνόντουσαν στους λάτρεις της κλασικής μουσικής.
Σ’ αυτό το πρόγραμμα έβγαιναν οι άντριδοι, με λαμέ σακάκι, οπωσδήποτε γρεβάντα και τζιν πατελόνι και τα δίνανε όλα.
Πανδαισία μουσικής.
Λες και τα όργανα αλληλογρονθοκοπιοούντανε συναμετάξυ τους κι ύστερα ορμούσανε όλα μαζί και πλακώνανε στα κλωτσίδια τον τραγουδιστή.
Εδώ, όποιος έκανε κέφι, μπορούσε και να χορέψει.
Ζεμπέκικο έπαιζε η ορχήστρα; Τσιφτετέλι εχόρευε αυτός.
Τσιφτετέλι έπαιζε η ορχήστρα; Μπόσα νόβα εχόρευε αυτός.
Κι άμα τον εστραβοξάνοιγε και κανείς, ανέβαζε στην πίστα και την δικιά του, την έπαιρνε αγκαλιά μετά κεφαλοκλειδώματος και χορεύανε ταγκό, όταν ο τραγουδιστής εδολοφονούσε το «Τρίτη Πέμπτη μακαρόνια, φάτε μάγκες βγάλτε χρόνια».
Ωραίο ήτανε και το δεύτερο πρόγραμμα και κόντευε να ξημερώσει με όλους εμάς να διερωτώματε ακριβώς το ίδιο πράμα «Τι στο διάολο γυρεύουμε εδώ;».
Κάθε βράδυ, την ίδια απορία είχαμε.
Και την επαναδιατυπώναμε το επόμενο βράδυ, σε κάποιο άλλο παράνομο αντιπαπαθεμελιακό ξενυχτάδικο, που αποδεικνυότανε χειρότερο από το προηγούμενο.
Το τρίτο πρόγραμμα, άρχιζε όταν οι πρώτες αχτίνες του ήλιου ξεπρόβερναν.
Σ’ αυτό, κουμάντο έκανε μόνο η φίρμα του μαγαζού.
Και κάτσε καλά φίρμα.
Ατημέλητο ντύσιμο, με μπλουζάκι που μπορούσε να ‘γραφε στην πλάτη «Σκαλωσιές ο Κρόνος», με λουστρίνι παπούτσι, τριζάτο και οπωσδήποτε με χρυσές αλυσίδες, από το Δενδροπόταμο, στο λαιμό και στα δυό χέρια.
Μια φορά είδα κι έναν που φόραγε δυό ρολόγια, ένα στο κάθε χέρι.
Η φίρμα, λοιπόν, πρώτα έλεγε τις δικές του πετυχίες, που όμως καμιά δε θυμούμαι γιατί από τότε οι γνώσεις μου γύρω από τις άριες ήτανε ανύπαρκτες.
Ένα μόνο θυμάμαι, που έλεγε «Το σκυλί σου με γαυγίζει κάνει πως δε με γνωρίζει, μάζεψε το ρε καριόλα γιατί θα του ρίξω φόλα».
Κι ακλουθούσαν τα τραγούδια του κλασικού επαναστατικού ρεπερτορίου, που μιλούσανε για φυλακές, για αμπάρες, για Γεντί Κουλέ, για τ’ Ανάπλι, για δικαστές και ένορκους και για τον Καπετανάκη που ‘χει ντούγκλα στο μουστάκι.
Ανεβαστικά άσματα. Που σε κάνανε να βλαστημάς την ώρα και τη στιγμή που εγεννήθηκες. Κι αφού εβλαστήμας, έλεγες «Αφού γεννήθηκα που γεννήθηκα, δε θ’ αφήσω τον Παπαθεμελή να κάνει κουμάντο στη ζωή μου. Κι αύριο εδώ θα ‘μαι».
Κι αύριο, εκεί ξαναβρισκόμασταν, συνεχίζοντας τη μάχη μας ενάντια στον ξενέρωτο υπουργό, που σώνει και καλά είχε βαλθεί να μας στερήσει το δικαίωμα να μορφωθούμε και να μάθουμε από πρώτο χέρι, και πάνω απ’ όλα έγκυρα ότι στου παράδεισου την πόρτα, κάποιος φύτεψε δυό χόρτα.
Ξεκινώντας να γράφω τούτο εδώ το κείμενο, ούτε που περνούσε από το νου μου η υποψία πως δεν θα το ολοκλήρωνα.
Δυστυχώς (για εσάς), ήτανε να μην ανοίξω τα πορτοπαράθυρα των αναμνήσεων μου, από εκείνη την ονειρεμένη εποχή.
Έχω πολλά ακόμη να θυμηθώ και να σας δηγηθώ, γιαυτό θα συνεχίσω.
Για να ξαναθυμηθούνε οι παλιοί και για να μάθουν οι νέοι, πως τότε δεν μασάγαμε από κυβερνητικά ραπόρτα και απαγορεύσεις.
Τότε ζούσαμε, δεν επιβιώναμε απλά όπως τώρα.
* Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος από τις Γκαγκάλες της Μεσαράς