Κάποτε ο Όσιος Εφραίμ ο Σύρος πήγαινε στην Αλεξάνδρεια, όμως νύχτωσε και δεν πρόλαβε να μπει στην πόλη. Αναγκάστηκε έτσι να διανυκτερεύσει λίγο έξω από την πόλη, σε ένα ποιμενοστάσιο ενός βοσκού, ο οποίος ήταν γνωστός του.
Το βράδυ όμως, ήρθαν κλέφτες και έκλεψαν τα πρόβατα του βοσκού και το πρωί, όταν ήρθε η αστυνομία, κατηγόρησαν τον Άγιο ότι πήγε εκεί με σκοπό να απασχολήσει τον βοσκό και να βρουν έτσι την ευκαιρία οι κλέφτες να επιτελέσουν το έργο τους. Έτσι φυλακίστηκε ο Όσιος, παρόλο που δεν έκανε τίποτα.
Στο κελί που τον βάλανε, υπήρχαν άλλοι 2 συγκρατούμενοι. Αυτοί ρώτησαν τον Όσιο, τί έκανε και τον έφεραν εδώ.
– Τίποτα δεν έκανα, απάντησε αυτός.
– Δεν μπορεί, επέμεναν αυτοί. Κάτι θα έχεις κάνει.
Ο Όσιος Εφραίμ όμως ήταν κατηγορηματικός, αρνείτο τα πάντα. Και του λένε μετά οι δύο συγκρατούμενοί του:
– Δηλαδή, ο Θεός είναι άδικος, ώστε επέτρεψε να σε βάλουν φυλακή, χωρίς να έχεις κάνει το παραμικρό; Και ακόμα φοράς το ράσο και δεν το έχεις ήδη πετάξει, με όλα αυτά που σου συμβαίνουν;
Ο Όσιος δεν τους απάντησε πάνω σε αυτό, αλλά τους ρώτησε, για ποιό λόγο ήταν και αυτοί φυλακισμένοι.
– Και οι δυο μας καταδικαστήκαμε για φόνο χωρίς να τον έχουμε διαπράξει, απάντησαν. Είμαστε και εμείς άδικα εδώ μέσα, όπως και εσύ! Πού είναι ο Θεός, πού είναι η δικαιοσύνη Του;
Εύλογες ήταν οι ερωτήσεις των κρατουμένων, αλλά ο Όσιος δεν τους απάντησε. Το βράδυ, όταν οι δύο συγκρατούμενοι του αποκοιμήθηκαν, άρχισε ο Όσιος Έφραίμ να προσεύχεται και να παρακαλεί τον Χριστό να του αποκαλύψει τί ακριβώς συμβαίνει.
Εκεί που προσευχότανε, του παρουσιάζεται άγγελος Κυρίου και του λέει:
– Τί κάνεις γέροντα εδώ;
– Προσεύχομαι στον Κύριο, για να μου αποκαλύψει πώς έχουν τα θέματα και βρισκόμαστε εδώ μέσα.
Και του αποκαλύπτει ο άγγελος Κυρίου:
– Άκουσε να μάθεις, ότι ο Θεός δεν είναι άδικος, αλλά δίκαιος. Ο ένας κρατούμενος -και τον έδειξε με το χέρι του- είχε πάει με τον φίλο του στο ποτάμι, για να κόψουν ξύλα, και ο άλλος γλίστρυσε και έπεσε στο ποτάμι. Και του φώναξε να τον βοηθήσει, αλλά αυτός αδιαφόρησε, φοβούμενος μήπως πέσει και αυτός στο ποτάμι. Ο φίλος του τελικά πνίγηκε. Χρεώθηκε, λοιπόν, τον θάνατο αυτόν και αυτό πληρώνει.
Ο άλλος συγκρατούμενος σου είχε κάποτε κάποιες διαφορές με έναν προύχοντα του χωριού του. Δυνατός άνθρωπος ο προύχοντας και διότι δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μαζί του, αφού δεν ήταν το χεριού του, του συκοφάντησε το κορίτσι του ως ανήθικο. Το κορίτσι εκείνο με τις κατηγορίες εκείνες, δεν μπόρεσε τελικά να παντρευτεί. Αυτή η πράξη του συγκρατούμενού σου, θεωρείται από το Θεό φόνος ηθικός και πληρώνει τώρα αυτήν την πράξη του.
Εσύ πάλι όταν ήσουν μικρός, 10-11 ετών, εκεί που έπαιζες, έλυσες μια μοσχάρα μιας χήρας και έφυγε η μοσχάρα και ακόμα η χήρα την κλαίει. Αυτήν σου την πράξη πληρώνεις τώρα.
– Μα εγώ μοιράσα όλα όσα είχα και τα έδωσα στους φτωχούς και χρωστάω την μοσχάρα;, ρώτησε ο Όσιος.
– Εκείνα τα έδωσες ελεημοσύνη, τα χάρισες, ενώ η αμαρτία σου είναι χρέος, δεν σβήνει και την πληρώνεις με την φυλάκισή σου.
Αυτά είπε ο άγγελος και έγινε άφαντος.
Να μην αδικούμε λοιπόν κανέναν, διότι διαφορετικά, αργά ή γρήγορα, θα την πληρώσουμε την αδικία αυτήν, εκτός και αν την τακτοποιήσουμε με την εξομολόγηση.
Δημήτριος Παναγόπουλος Ιεροκήρυκας †