Γράφει ο Κώστας Γ. Τσικνάκης*
Η ζέστη είναι ανυπόφορη τις τελευταίες μέρες στον νότο της Κρήτης. Από το πρωί, λίγη ώρα αφότου ξεμυτίσει ο ήλιος, δεινοπαθείς. Κάποια στιγμή, βρίσκεις ξεκούραση στον ίσκιο μιας πλατύφυλλης μουριάς. Η λύση, ύστερα από λίγη ώρα, αποδεικνύεται προσωρινή. Σπεύδεις να μπεις μέσα στο σπίτι. Ευτυχώς έχει πέτρινους τοίχους, κεραμίδια στη σκεπή και τα πράγματα καλυτερεύουν αισθητά. Παίρνεις βαθιές ανάσες ανακούφισης. Η κατάσταση χειροτερεύει τις μεσημεριανές ώρες, Ο ιδρώτας τρέχει ποτάμι στο σώμα σου και δεν μπορείς να κλείσεις μάτι. Αναζητάς, μάταια, λίγη δροσιά.
Σε μια τέτοια στιγμή απόγνωσης, σήμερα, κατέβηκα από τις σκάλες του σπιτιού και κατευθύνθηκα προς την κουζίνα για να πιω νερό και να συνεφέρω κάπως.
Από το μισάνοιχτο παράθυρο, χωρίς να το θέλω, άκουγα τη συνομιλία της γειτόνισσάς μου. Η εγγονή της ήθελε να βγει έξω από το σπίτι, μέσα σε αυτό το λιοπύρι, και εκείνη προσπαθούσε να την πείσει ότι δεν θα έπρεπε. Οι συμβουλές της δεν εισακούονταν. Κάποια στιγμή, είπε τη φοβέρα:
«Μη βγεις όξω γιατί θα σε πάρει ο μεσημεράς».
Η απειλή της, αν κρίνω από το ότι σταμάτησε η συζήτηση και επικράτησε ησυχία, φαίνεται πως έδρασε καταλυτικά.
Χαμογέλασα μόλις άκουσα τις λέξεις. Με τα ίδια ακριβώς λόγια, όταν ήμασταν παιδιά, μας φοβέριζαν οι μανάδες μας. Είχαν την ελπίδα ότι θα κατάφερναν να μας συνετίσουν για να μη βγούμε από το σπίτι μεσημεριάτικα. Πολλές φορές, οι φοβέρες τους έπιαναν τόπο. Άλλες, κρατούσαν λίγη μόνο ώρα.
Με την πρώτη ευκαιρία, πατώντας στις άκρες των ποδιών μας, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι δεν θα γινόμασταν αντιληπτά, βγαίναμε στον δρόμο και ξεκινούσαμε το παιχνίδι σε άλλη γειτονιά. Το παιχνίδι, συνεχιζόταν αργότερα στον κάμπο ή στους λόφους του χωριού. Κρατούσε, ώσπου να νυχτώσει και να μη βλέπουμε πλέον μπροστά μας. Τότε μόνο, γυρνούσαμε στο σπίτι, ευτυχισμένα από το παιχνίδι.
Πάντα, όμως, προσέχαμε μήπως συναντήσουμε τον μεσημερά. Τον φανταζόμασταν να είναι μαυριδερός και να φορά κουρελιασμένα ρούχα. Αν μας πλησίαζε απειλητικά, είχαν συμβουλεύσει οι μητέρες όλα τα παιδιά, έπρεπε να απομακρυνθούμε το ταχύτερο δυνατό και να γυρίσουμε στο σπίτι. Σε καμία περίπτωση να μην επιχειρήσουμε να συνομιλήσουμε μαζί του. Κινδυνεύαμε να χάσουμε τα λογικά μας.
Θυμήθηκα ότι με τη λέξη «μεσημεράς» ασχολήθηκε πρώτη φορά, όσο γνωρίζω, ο Αριστείδης Μ. Ταταράκης. Καταγόταν, πιθανότατα, από οικογένεια κρητικών προσφύγων, που είχε βρει καταφύγιο στη Μήλο τον 19ο αιώνα.
Στις αρχές του 1872 δημοσίευσε σύντομο άρθρο του, με τον τίτλο «Οι βρουκόλακες», στο περιοδικό «Νεοελληνικά Ανάλεκτα, περιοδικώς εκδιδόμενα υπό του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός».
Σε κάποιο σημείο του κειμένου του, αναφερόμενος στους στοιχειωμένους αρχαίους τόπους της Μήλου, γράφει: «εις την θέσιν Κλίμα όπου υπάρχουσι τα ερείπια της αρχαίας πόλεως υπάρχουσι “στοιχειά”, εκείθεν δεν πρέπει να διέλθη τις νύκτα ούτε κατά το μεσημέριον ακριβώς, μάλιστα κατά την εποχήν των κυνικών καυμάτων, διότι τότε γυρίζουν οι “Μεσημεργιάται”, είδος τι φαντασμάτων ούτω καλούμενον. Όστις διέλθη κατά τας ώρας ταύτας εκείθεν “λαβόνεται”». Σε υποσημείωση, η λέξη «λαβόνομαι», ερμηνεύεται ως εξής: «εις την Μηλίαν διάλεκτον σημαίνει προσβάλλομαι υπό φαντασμάτων, βρουκολάκων και των τοιούτων “ο δείνα έχει λάβωμα” λέγουσι· δηλ. προσεβλήθη υπό φαντάσματος ή Ανεραΐδος τινός.»
Λίγους μήνες αργότερα, ο ίδιος λόγιος δημοσίευσε άλλο άρθρο του, με τον τίτλο «Μήλιον γλωσσάριον», στο γνωστό περιοδικό «Εφημερίς των Φιλομαθών». Σε αυτό, μεταξύ των άλλων λέξεων του νησιού, καταγράφει τη λέξη «μεσημεράς ή μεσημεργιάτης», σημειώνοντας: «φάντασμα περιερχόμενον κατά την μεσημβρίαν κατά τα κυνικά καύματα».
Ο θεμελιωτής της ελληνικής λαογραφικής επιστήμης Νικόλαος Γ. Πολίτης (1852-1921), στο βιβλίο του «Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού. Παραδόσεις Β΄» (Αθήνα, Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου, 1904), αφιέρωσε στο ζήτημα πολλές σελίδες.
Με αφετηρία τα δύο άρθρα του Αριστείδη Μ. Ταταράκη για τη Μήλο, θεωρεί ότι οι «μεσημεριάτες» είναι τα δαιμόνια, που εμφανίζονται τις μεσημεριανές ώρες και προκαλούν βλάβη σε όσους απαντούν στον δρόμο τους. Το μεσημέρι, σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, είναι όπως τα μεσάνυκτα. Τότε κάνουν την εμφάνισή τους στην επιφάνεια οι δαίμονες. Η συγκεκριμένη λαϊκή δοξασία επιβιώνει, με διάφορες μορφές σε αρκετές περιοχές του ελληνικού χώρου (Αράχωβα, Αττική, Ζάκυνθο, Κεφαλονιά, Κρήτη, Λέσβο, Μήλο και αλλού). Αυτή, όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας, έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα. Από πολλούς αρχαίους συγγραφείς γίνεται αναφορά στους κινδύνους που ελλόχευαν το μεσημέρι. Κατά τις ώρες εκείνες, σύμφωνα με τις τότε λαϊκές δοξασίες, εμφανίζονταν στην επιφάνεια οι θεοί. Κι ακόμη, ο Πάνας, οι Νύμφες, οι Σάτυροι και οι Σειρήνες.
Η ίδια αντίληψη κυριαρχούσε και στη βυζαντινή περίοδο. Συχνά οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς αναφέρονται στα κείμενά τους στα δαιμόνια του μεσημεριού. Το ίδιο γίνεται στο «Ψαλτήριον». Αλλά και σε όλους σχεδόν τους λαούς της δυτικής και της κεντρικής Ευρώπης επιβιώνουν λαϊκές δοξασίες σχετικά με την εμφάνιση δαιμόνων τις ώρες του μεσημεριού.
Η λαϊκή δοξασία, σύμφωνα με τον Νικόλαο Πολίτη, προήλθε από το γεγονός ότι η ησυχία του μεσημεριού, κυρίως τους καλοκαιρινούς μήνες, αλλά και τα μεσάνυχτα, οπότε η καρδιά των ανθρώπων γέμιζε από θρησκευτικό δέος, ήταν πρόσφορη στην εμφάνιση υπερανθρώπων όντων. Τις ώρες εκείνες, που τα νερά κοιμόντουσαν, κυριαρχούσαν σε αυτά οι Νεράιδες. Όσοι τάρασσαν την ησυχία τους κινδύνευαν να υποστούν τις συνέπειες της αφροσύνης τους.
Με το ζήτημα, ασχολήθηκε και ο Γεώργιος Χατζιδάκις, που είχε γεννηθεί στον Μύρθιο του Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνου το 1848. Ξεκινώντας πάμφτωχος από το χωριό του, ήλθε για σπουδές στην Αθήνα. Χάρη στο πείσμα του και στη δουλειά του αναδείχθηκε σε κορυφαίο επιστήμονα. Στις αρχές του 20ού αιώνα διέθετε αυξημένο κύρος στον ευρωπαϊκό επιστημονικό χώρο. Υπήρξε ο θεμελιωτής της Γλωσσολογίας στην Ελλάδα. Πέθανε το 1941.
Ο Γεώργιος Χατζιδάκις, ανακαλώντας στη μνήμη του τα μεσημέρια των παιδικών του χρόνων στο μικρό χωριό του και τις φοβέρες της μητέρας του, είχε γράψει άρθρο με τον τίτλο «Μεσημεράς και μεσημεριάτης». Δημοσιεύτηκε στον ένατο τόμο του επιστημονικού περιοδικού «Επιστημονική Επετηρίς», που κυκλοφόρησε τα χρόνια 1912-1913. Το άρθρο, αναδημοσιεύτηκε στον πρώτο τόμο του δίτομου έργου του «Γλωσσολογικαί Έρευναι» (Αθήνα, Τυπογραφείο Βιτσικουνάκη, 1934), που ανατυπώθηκε το 1980 από το Κέντρον Συντάξεως του Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών.
Η λέξη «μεσημεράς», όπως σημειώνει ο Γεώργιος Χατζιδάκης, ονομάζεται, κατ’ αρχάς, όποιος ταράζει την ησυχία του μεσημεριού. Στην Κρήτη, ειδικότερα, δηλώνει τον ακατάστατο, τον ασύνετο, τον σχεδόν διεφθαρμένο άνθρωπο. Σε άλλα μέρη, δηλώνει τα φαντάσματα του μεσημεριού. Επιχειρώντας να διερευνήσει τους λόγους, για τους οποίους οι ασχολίες που γίνονται στις μεσημβρινές ώρες θεωρούνται κακές, καταλήγει στη διαπίστωση ότι συνδέονται άμεσα με τις λαϊκές δοξασίες που επιβίωναν από την αρχαιότητα, τις οποίες είχε αναλυτικά περιγράψει ο Νικόλαος Πολίτης. Η λέξη «μεσημεριάτης» θεωρεί ότι δηλώνει τον ανήσυχο κατά το μεσημέρι άνθρωπο, ο οποίος ενοχλεί τα πνεύματα, που εκείνες τις ώρες ησυχάζουν.
Αυτές είναι, σε γενικές γραμμές, οι απόψεις που έχουν κατατεθεί ως προς τον «μεσημερά» και τους «μεσημεράδες». Μεταγενέστερα, και άλλοι μελετητές έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα, χωρίς ωστόσο να διαφοροποιούνται αισθητά, από όσα προαναφέρθηκαν.
Το γεγονός ότι η παράδοση για τους μεσημεράδες συνδέθηκε με τα αρχαία ερείπια δεν είναι τυχαίο. Έχει άμεση σχέση με τις αντιλήψεις που επικρατούν από τα μεσαιωνικά χρόνια για τον αρχαίο κόσμο και σε ό,τι αυτός εκπροσωπούσε.
Προκαλεί εντύπωση ότι αρκετές διηγήσεις για τον «μεσημερά» και τους «μεσημεράδες» έχουν καταγραφεί σε χωριά της Μεσαράς και των νοτιοανατολικών περιοχών του Ρεθύμνου. Εξηγείται, ωστόσο, αν λάβουμε υπόψη ότι στον χώρο βρίσκονται τα ερείπια γνωστών, αρχαίων πόλεων, όπως της Φαιστού και της Γόρτυνας.
Ένα άλλο, συμπληρωματικό, στοιχείο πρέπει να ληφθεί υπόψη. Στις παραπάνω περιοχές, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, είναι αυξημένη η ηλιοφάνεια. Η απειλή των μεσημεράδων δρούσε, ορισμένες φορές, ανασταλτικά στις παιδικές εξόδους τις μεσημεριανές ώρες. Κατά τον τρόπο αυτό προστατεύονταν οι μικροί και οι μικρές από την πολύωρη έκθεσή τους στον ήλιο.
* Ο Κώστας Γ. Τσικνάκης είναι Φιλόλογος και Ιστορικός και εργάζεται στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ), κατάγεται δε από το Πετροκεφάλι της Μεσαράς