Έφυγε από τη ζωή και κηδεύτηκε ο Γαλιανός λαουτιέρης Αλέκος Φανουράκης.
Ένας άνθρωπος που πάνω από μισό αιώνα διασκέδασε με το λαούτο του τη Γαλιά, μα και όλη τη Μεσαρά.
Πάνω από τον τάφο του σήμερα τον αποχαιρέτησαν με λύρες, λαούτα και μαντολίνα και με το σκοπό του άλλου μεγάλου Γαλιανού καλλιτέχνη, του Λευτέρη Μανασάκη (Γαλιανού).
Δείτε το βίντεο του Δημήτρη Ορφανουδάκη, από την ταφή του αείμνηστου Αλέκου Φανουράκη σήμερα.
Πριν λίγο καιρό ο Γιώργος Χουστυουλάκης, ο Γαλιανός ερευνητής, δημοσίευσε ένα κείμενο – βιογραφία για τον αείμνηστο λαουτιέρη, που βασίστηκε σε πληροφορίες που του έδωσε ο ίδιος ο Αλέκος Φανουράκης.
Δικές του είναι και οι φωτογραφίες που δημοσιεύουμε:
Αν και πλησιάζει τα 87, είναι ακόμα κεφάτος, έχει ισχυρή μνήμη, και θυμάται πολύ καλά την ωραία ζωή που πέρασε παίζοντας δίπλα στον Ανδρέα τον άλλοτε σπουδαίο Γαλιανό λυράρη. Θυμάται επίσης τον Λευτέρη τον Γαλιανό που σαν ήταν παιδί, και έχει κρατήσει μάλιστα στο μυαλό του πολλά από τα ακούσματα του.
Ο Λευτέρης έμενε κοντά στο σπίτι του, αφού το σπίτι του Αλέκο ήταν δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, και του Λευτέρη λίγο πιο κάτω.
Όταν ο Λευτέρης έπιανε τη λύρα του, ο Αλέκος πήγαινε κοντά στο σπίτι τους και τον άκουγε. Πολλές φορές τον άκουγε επίσης, και όταν ανέβαινε και έπαιζε στην ταράτσα τους.
Μάλιστα ο Αλέκος συνήθιζε σαν παιδάκι να γονατίζει δίπλα στην καρέκλα που καθόταν ο μεγάλος Λευτέρης, και όπως ήταν γλυκύ το παίξιμο του Λευτέρη, καμία φορά τον Αλέκο τον έπαιρνε γλυκά ο ύπνος!
Έτσι μια μέρα η μάνα του τον έχασε! Ψάχνοντας εδώ και εκεί και ρωτούσε τις γειτονιές, και τελικά της είπαν από του Λευτέρη:
-Έντονε, εκειέ κοιμάται δίπλα στη καρέκλα του Λευτέρη!
Γιός του Δημήτρη Φανουράκη η Κανόνη και της Κυριακής, ήταν από μικρός φύση περίεργη, και ήθελε να επεξεργάζεται οτιδήποτε του έκανε εντύπωση, όπως το παλιό ασβεστοκάμινο, που ήταν λίγο κάτω από το σημερινό σπίτι του, και λίγο πιο πάνω από το νεκροταφείο του χωριού.
15 χρόνων πρωτόπαιξε το πρώτο του όργανο, που ήταν ένα μπουζούκι, που όπως λέει ο ίδιος, το έχει ο Μανώλης Μαραγκάκης γιος του Μαραγκομιχάλη.
Όταν πήγε στο στρατό, το μπουζούκι του το κράτησε ο Λεωνίδης του Καψαλόκωστα, ο οποίος εκείνο τον καιρό είχε καφενείο στο χωριά στη Γαλιά, στο σημείο που τώρα έχει το μπακάλικο ο εγγονός του ο Στεφανής.
Στο καφενείο αυτό έπαιζε συχνά και ο Αλέκος, και μάθαινε παράλληλα τραγούδι και χορό, και πολύ ωραία πράγματα , όπως μου είχε πει.
Παίζανε η παρέα του για ώρες, και όταν νύχτωνε, κανονίζανε και μια συνάντηση για τη νυχτερινή τους καντάδα, αφού ήταν τότε της μόδας και τους τις δίδαξε ο Λευτέρης.
Η συνάντηση ήταν συνήθως στο παλιό σκολιό, και από κει πίνανε προς στο πέρα Μετόχι, κι από κει ως στην πάνω μπάντα του χωριού! Εννοείται οτι δεν θα παρέλειπαν να πάνε εκεί όπου είχε ο κάθε ένας τους τις ”συμπάθειες” του, και είχαν κάποια κρυφή αγάπη!
Μετά την καντάδα, η παρέα διέλυε, και την επ’ αύριο συνήθως άρεσε στις κοπελιές, και ρωτούσαν η μια την άλλη:
-Εκούσετε μπρε σεις την καντάδα οψες αργά τη νύχτα;
Ναί εκούσαμε τηνε! Και μα ήντα ωραίες μαντινάδες απου είπανε!
Ε αυτή τη καλή εντύπωση των κοριτσιών, ήταν που τους άρεσε πολύ στην παρέα!
Μετά το μπουζούκι ο Αλέκος αγόρασε μια μάντολα.
Ένας ερασιτεχνικό θίασος ήρθε μια μέρα στη Γαλιά, και έπαιξε θέατρο στο παλιό σχόλιό.
Στη παρέα τους ήταν και ένας από τους Κισσούς, που έπαιζε την μάντολα αυτή.
Το όργανο αυτό εντυπωσίασε ιδιαίτερα τον Αλέκο, και μετά το πέρας της παράστασης, πλησίασε τον άνθρωπο αυτό και τον ρώτησε:
-Την πουλάς τη μαντόλα;
Ε άμα τη θες πολύ, θα το κανονίσουμε! του απαντά ο άλλος.
Έτσι μετά από λίγες μέρες πήγε και τον βρήκε στους Κισσούς, και ο πόθος του Αλέκο επί τέλους έγινε πραγματικότητα!
Την είχε για αρκετά χρόνια, και με αυτήν έπαιζε και στο στρατό.
Μετά από κάμποσα χρόνια ήρθε και τον βρήκε ο άνθρωπος που του είχε πουλήσει την μαντόλα, και τον παρακάλεσε αν θέλει να του τη δώσει πίσω, και να την κάνουν τράμπα με ένα καλό μαντολίνο, αφού πληρώσει πρώτα τη διαφορά. Έτσι την κάνανε πράγματι τράμπα, και πήρε τελικά το περιβόητο μαντολίνο του, που το είχε για χρόνια.
Κάποτε κάποιος έμαθε οτι είχε την μαντόλα, που ήταν κατασκευαστής μουσικών οργάνων, και την ήθελε για να κατασκευάσει ο ίδιος μια.
Δεν την είχε όμως πια ο Αλέκος, και τότε του έδειξε μια φωτογραφία.
Πράγματι από την φωτογραφία κατάφερε ο άνθρωπος αυτός, και έφτιαξε μια νέα μαντόλα!
Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, έπαιζε δίπλα στον μεγάλο Ανδρέα Νικολούδη, περίπου για 18 χρόνια, ώσπου ο Ανδρέας αρρώστησε και πέθανε.
Σταδιακά και ο Αλέκος αραιώστε τα παιξίματά του, ώσπου σταμάτησε τελείως.
Δεν ξέχνα πάντα να λέει τα καλύτερα λόγια για τον Ανδρέα, για την τιμιότητα του και την καλοσύνη του.
Ο Αλέκος είναι ένα φορητό βιβλίο από μνήμες των χρόνων που δεν ζήσαμε, της κατοχής με τους αγώνες, τη καλή ζωή των μερακλήδων και γενικά των Γαλιανών, και ήταν πρόθυμος να θυμηθεί και να σου πει πολλά σε οτι γνωρίζει και όσα άκουσε.
Ο Αλέκος παντρεύτηκε την κόρη του Κανάκη, αλλά πέθανε νωρίς, και παντρεύτηκε αργότερα με την Κλειώ, που του έκανε δυο αγόρια και μια κόρη.
Πανευτυχής ο παππούς Αλέκος, καμάρωνε για τα παιδιά και τα εγγόνια του που έχει ήδη εφτά, ζωή να ‘χουνε!
Ρεπορτάζ – επεξεργασία κειμένου – φωτο: Γεώργιος Χουστουλάκης
Αφήγηση ιστορικού Αλέκος Φανουράκης