Γράφει ο Κώστας Γ. Τσικνάκης
Για όσους θέλουν να αποφύγουν τη φουρτουνιασμένη θάλασσα, συνηθισμένο φαινόμενο τους καλοκαιρινούς μήνες στις νότιες ακτές της Κρήτης, οι Καλοί Λιμένες αποτελούν ιδανικό προορισμό.
Οι δυσκολίες προσέγγισής τους, καθώς χρειάζεται μέσα από στενούς και ανηφορικούς δρόμους να διασχίσεις τα απόκρημνα βουνά των Αστερουσίων, γρήγορα ξεχνιούνται. Βυθίζεσαι στο κρύο νερό και αμέσως αναζωογονείσαι.
Μέσα σε ένα ιδανικό περιβάλλον, που κινδυνεύει ωστόσο να καταστραφεί από τις αστοχίες ορισμένων ντόπιων, οι οποίοι συνηθίζουν να εγκαθιστούν πρόχειρες σκηνές πάνω σχεδόν στην αμμουδιά, απολαμβάνεις όλα τα θέλγητρα της θάλασσας. Όταν πια δύει ο ήλιος, αποχωρείς από την ακτή με δυσθυμία.
Οι Καλοί Λιμένες έχουν μακρά ιστορία. Σε κοντινή απόσταση, ανατολικά της ακτής, υπήρχε η αρχαία πόλη Λασαία. Πολλές πληροφορίες σώζονται για τον χώρο σε διάφορες χρονικές περιόδους.
Στο απάνεμο λιμάνι, κατά τη βενετική περίοδο, άραζαν κάθε είδους πλοία. Τα πληρώματά τους, αποβιβάζονταν με ευχέρεια στην ακτή, όπου και παρέμεναν όσο διάστημα έκριναν σκόπιμο. Στη συνέχεια, αφού προμηθεύονταν νερό και τα απαραίτητα τρόφιμα από τους ντόπιους, συνέχιζαν το ταξίδι τους προς άλλα λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου.
Ο έλεγχος της περιοχής από την εξουσία, εξαιτίας του δυσπρόσιτου εδάφους, ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτος. Το γεγονός, εκμεταλλεύονταν ποικιλώνυμοι πειρατές. Συχνότατα η περιοχή υφίστατο τις επιδρομές τους. Οι κάτοικοι των κοντινών χωριών υπέφεραν από τις καταστροφές και συνεχώς διαμαρτύρονταν.
Για την αντιμετώπιση της κατάστασης, γύρω στις αρχές του 17ου αιώνα, η βενετική διοίκηση της Κρήτης σκέφτηκε να κατασκευάσει μικρό οχυρό, κοντά στην ακτή. Σε αυτό θα έδρευε στρατιωτική φρουρά. Στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες κατέφθασαν στην περιοχή, αποτύπωσαν τον χώρο και πρότειναν συγκεκριμένη λύση. Γρήγορα, ωστόσο, εγκαταλείφθηκε η προσπάθεια. Μάλλον, θεωρήθηκε υπερβολικό το οικονομικό κόστος.
Δεν έλειπαν όμως και τα πρόσωπα εκείνα που όριζαν σαν σκοπό της ζωής τους την επίσκεψη του συγκεκριμένου μέρους. Επιδίωκαν να βρεθούν, έστω και λίγο, στον χώρο όπου αποβιβάστηκε ο Απόστολος Παύλος ταξιδεύοντας σιδηροδέσμιος για τη Ρώμη. Είχαν διαβάσει το σχετικό απόσπασμα από τις «Πράξεις των Αποστόλων» (27, 7-8):
«ἐν ἱκαναῖς δὲ ἡμέραις βραδυπλοοῦντες καὶ μόλις γενόμενοι κατὰ τὴν Κνίδον, μὴ προσεῶντος ἡμᾶς τοῦ ἀνέμου, ὑπεπλεύσαμεν τὴν Κρήτην κατὰ Σαλμώνην, μόλις τε παραλεγόμενοι αὐτὴν ἤλθομεν εἰς τόπον τινὰ καλούμενον Καλοὺς λιμένας ᾧ ἐγγὺς πόλις ἦν Λασαία.»
Στόχος της τελευταίας κατηγορίας επισκεπτών του χώρου ήταν η αναβάπτισή τους στις χριστιανικές ιδέες. Ο προσκυνηματικός τουρισμός σε εμβρυακή μορφή.
Ο λόγιος γιατρός από τη Βιτσέντζα της Ιταλίας Ονόριο Μπέλλι αποτελούσε μια ξεχωριστή περίπτωση. Αναθρεμμένος μέσα στο αναγεννησιακό κλίμα που συγκλόνιζε τον ιταλικό χώρο, βρέθηκε στην Κρήτη το 1583, ακολουθώντας ως προσωπικός γιατρός τον τότε βενετό γενικό προνοητή του νησιού Αλβίζε Γκριμάνι. Μόλις ολοκλήρωσε ο τελευταίος τη θητεία του δεν επέστρεψε μαζί του στην Ιταλία αλλά επέλεξε να μείνει και να δραστηριοποιηθεί στην Κρήτη. Εγκαταστάθηκε, μαζί με τη γυναίκα του και την κόρη του, στα Χανιά. Κατά το διάστημα της δεκαεξαετούς παραμονής του στην Κρήτη επιδόθηκε σε λεπτομερείς αρχαιολογικές και βοτανολογικές έρευνες. Στα πορίσματά τους οφείλει πολλά η σημερινή επιστήμη. Η μοίρα στάθηκε ωστόσο άδικη για τον φιλόδοξο επιστήμονα αφού έχασε απρόσμενα τη γυναίκα του. Απογοητευμένος από την εξέλιξη, επέστρεψε στις αρχές του 1600 στη γενέτειρά του, όπου και πέθανε το 1604.
Ανάμεσα στα περιοχές του νησιού που επισκέφθηκε ο Ονόριο Μπέλλι κατά τη μακρά διαμονή του στην Κρήτη, στην προσπάθειά του να συγκεντρώσει στοιχεία για την έρευνά του, ήταν και οι Καλοί Λιμένες. Την παρουσία του στην περιοχή, όπου είχε αποβιβαστεί πολλούς αιώνες πριν ο Απόστολος Παύλος, συνδύασε με την περιπλάνησή του στην κοντινή, αρχαία πόλη της Λασαίας.
Τις εντυπώσεις του από την επίσκεψή του, που πραγματοποίησε το καλοκαίρι του 1586, κατέγραψε δύο φορές.
Την πρώτη, σε επιστολή που έστειλε στον θείο του Βαλέριο Μπαρμπαράνο στις 11 (21 κατά το Γρηγοριανό ημερολόγιο) Oκτωβρίου 1586, ανέφερε πως το όνομα Λασαία επιβίωνε ακόμη. Η αρχαία πόλη, όμως, είχε τελείως καταστραφεί και δεν υπήρχε άλλη κατοικία εκεί.
Λίγο αναλυτικότερος, ήταν στην «Γεωγραφική περιγραφή της Κρήτης», που συνέταξε το 1591 και απευθυνόταν στον Αλβίζε Γκριμάνι, Σύνδικο της Ανατολής και ανιψιό του παλιού πάτρωνά του. Στο σπουδαίο για την έρευνα αυτό κείμενο συνόψιζε τα συμπεράσματά του από τις πολύχρονες περιηγήσεις του, αρχαιολογικού κυρίως χαρακτήρα, σε όλη την Κρήτη.
Εκεί έγραφε, λοιπόν, πως ένα από τα μεγάλα λιμάνια που είχε η Kρήτη κατά την αρχαιότητα ήταν οι Kαλοί Λιμένες. Αποτελούσε το μοναδικό που υπήρχε στη θάλασσα του νότου. Ο ίδιος, όμως, δεν το βρήκε πολύ ευρύχωρο. Βρισκόταν στο μέσον σχεδόν της απόστασης μεταξύ Λεβήνας και Mατάλων. Σε κοντινή απόσταση, σώζονταν τα ερείπια της Λασαίας, όπου αποβιβάστηκε ο Aπόστολος Παύλος κατά το ταξίδι του προς τη Pώμη. Την επισκέφθηκε και περιηγήθηκε για λίγες ώρες στα ερείπιά της. H πόλη, όπως διαπίστωσε, ήταν μικρή και ήσσονος σημασίας. Επιβίωνε ώς τότε το αρχαίο όνομά της.
Ιδιαίτερα αποκαλυπτικά, ως προς τις μετέπειτα κινήσεις του, είναι όσα γράφει ο Ονόριο Μπέλλι στην επιστολή του προς τον θείο του Βαλέριο Μπαρμπαράνο.
Αποχωρώντας, μάλλον απογοητευμένος από την εικόνα εγκατάλειψης που εμφάνιζε η περιοχή των Καλών Λιμένων, ο ιταλός λόγιος συνέχισε την πορεία του προς βορρά.
Η ανάβασή του, διαμέσου ξηρών και απότομων λόφων, αποδείχτηκε ωστόσο ιδιαίτερα επώδυνη. Ο καυτός ήλιος δυσκόλευε υπερβολικά το βάδισμά του. Δεν υπήρχε κάποιος κατοικημένος τόπος ώστε να ξαποστάσει για λίγο.
Τελικά, σε απόσταση σε απόσταση τεσσάρων ή πέντε μιλίων, πάνω στα ψηλά βουνά, εντόπισε ένα μοναστήρι. Ήταν το αντρικό μοναστήρι των Aπεζανών. Βρισκόταν σε μια θέση πανέμορφη και απολαυστική. Κουρασμένος από την πολύωρο βάδισμα κατέλυσε με ανακούφιση στον φιλόξενο χώρο του. Οι καλόγηροι του επιφύλαξαν θερμή υποδοχή. Φαίνεται πως παρέμεινε εκεί κάμποσες μέρες. Κατά το διάστημα αυτό είχε τη δυνατότητα να περιηγηθεί στους χώρους του.
Το μοναστήρι, όπως γράφει, έδειχνε πως είχε πλούτο. Το ετήσιο εισόδημά του ανερχόταν στα 2.000 δουκάτα. Οι καλόγηροί του τον φίλεψαν με κρασί δικής τους παραγωγής. Ο ιταλός λόγιος, καλός γνώστης των ποτών, εντυπωσιάστηκε από τη γεύση του. Αποτελούσε, όπως αποφαίνεται, το καλύτερο κρασί του κόσμου. Η ακριβής έκφραση που χρησιμοποιεί για τον χαρακτηρισμό της ποιότητάς του είναι: «Il miglior vino del mondo».
Αφού ξεκουράστηκε λίγες μέρες στο μοναστήρι και απόλαυσε την εγκάρδια φιλοξενία των μοναχών ο λόγιος γιατρός από τη Βιτσέντζα συνέχισε το ταξίδι του σε άλλες αρχαιολογικές θέσεις της Δυτικής Μεσαράς. Η Γόρτυνα, ήταν μία από αυτές.