Του Γιώργου Καλογεράκη*
Συμπληρώνονται σήμερα ακριβώς 76 χρόνια από το σαμποτάζ της Δαμάστας το οποίο πραγματοποίησαν στις 8 Αυγούστου 1944 άντρες της Ανεξάρτητης Ομάδος Ανωγείων Α.Ο.Α. έξι Ρώσοι και ο Άγγλος υπολοχαγός Στάνλεϋ Μος. Στις 2 και στις 16 Φλεβάρη 2003 ο Μανόλης Σπιθούρης-Νταμπακομανόλης διηγείται ο ίδιος την επιχείρηση της 8ης Αυγούστου. Κάνει μια περιγραφή του τραυματισμού του στο σαμποτάζ της Δαμάστας, της περιπέτειάς του που ακολούθησε καταφεύγοντας από σπήλιο σε σπήλιο στις πλαγιές του Ψηλορείτη και της διάσωσής του. με ένα χειμαρρώδη λόγο στην γλώσσα του Νταμπακομανόλη, σ’εκείνη την μοναδική ντοπιολαλιά των Ανωγειανών, περιγράφεται το σαμποτάζ της Δαμάστας, το οποίο ήταν και ένας από τους λόγους που ισοπεδώθηκαν τα Ανώγεια σύμφωνα με τη διαταγή του Γερμανού διοικητή στρατηγού Μίλερ.
Αφήγηση Μανόλη Σπιθούρη – Νταμπακομανόλη
…στην ενέδρα που στέσαμε στη Δαμάστα, ήμουνα με τον Γιώργη Τυράκη δίπλα . Επέρασε ένα γερμανικό αμάξι, το σαμποτάραμε.
Τοσε βάλαμε και στ’αμάξι απάνω ήτανε οι σκοτωμένοι κι επιάσαμε αιχμαλώτους τσι υπόλοιπους. Με τσι πρώτους πυροβολισμούς εσκοτοθήκανε μερικοί Γερμανοί και οι άλλοι εγκρεμίζουντανε και εμπαίνανε στο αμάξι αποκάτω.
Επήγε ένας χωριανός μου, (ο Κοντόκαλος), να τσι σκοτώσει και του φώνιαξα να μη τσι σκοτώσει μόνο να τσι πιάσομε αιχμαλώτους. Θα περνούνε οι Γερμανοί να τσι θωρούνε σκοτωμένους. Ήντα να τσι κάνομε εμείς τσι σκοτωμένους. Να τσι θάψομέ θελε; Και δε τσι σκότωσε.
Εκάτσαμε στη θέση αυτή λιγάκι και μια στιγμή προβαίρνει ένα τεθωρακισμένο τανκς. Μας έβαλε πυρά. Ο Άγγλος είπε ότι τα πυρά ήτανε από μυδραλιοβόλο. Μας έβαλε πυρά και πήγαμε λίγο προς τα πάνω για να καλυφτούμε.
Από τη πάνω μεριά είχαμε αφήσει τσι Δαμαστιανούς ανθρώπους που είχαμε σταματήσει το πρωί που πιάσαμε τσι θέσεις και δε τσι φήκαμε να πάνε στσι περιουσίες τους.
Τσι στέσαμε εκια δα για να χτυπήσομε εμείς τσι Γερμανούς.
Τότες εβρέθηκα εγώ με τον Τυράκη κοντά κοντά. Μας έβαλε το τανκς συνέχεια. Μου λέει ο Τυράκης ότι πρέπει να καλυφτούμε. Επαδέ δεν είμαστε καλυμμένοι, μου λέει ο Τυρογιώργης. Βάλε μια δεσμίδα στο όπλο να τηνε ρίξεις στο τανκς. Αυτό βέβαια δεν το περνούνε οι σφαίρες. Μόλις παίξεις τη δεσμίδα, μου λέει, θα κάμομε το άλμα προς τα πίσω. Ο Τυράκης θα’παιζε μετά με το δικό του ταχυβόλο στο τανκς. Μόλις ακούσεις το ταχυβόλο, να’ρθεις επαδέ οπίσω που θαν είμαι εγώ. Ετσά το’καμα. Και τον καιρό που εσηκώθηκα να γυρίσω απάνω, παίρνω το βλήμα στην κοιλιά.
Ένα βλήμα από το πολυβόλο του τανκς που ήτανε μυδράλιο και ήσκανε το βλήμα όπου έπεφτε. Όντε με χτύπησε ήσκασε και στην κοιλιά μου. Το κατάλαβα και του φωνάζω του Τυρογιώργη, εβάρηκα! του λέω. Και εβρήκα μπροστά μου ένα βαγγάκι κι εμπήκα μέσα και καλύφτηκα.
Σε λίγη ώρα εσηκώθηκα και πήγα με τον Τυράκη και τον Κουντόκωστα παραπάνω, εκια δεν ήτονε πολλά πυρά. Ήρθε ο Μος και έβγαλε ένα επίδεσμο τετράγωνο, σα μια πλάκα σαπούνι και μου τονε βάνει στην πληγή. Με σύρνει μαζί με τον Κώστα τον Κεφαλογιάννη και πήγαμε παραπέρα σε ένα πρινάρι. Από κάτω ήτανε αίγες γιατί η κάψα ήτανε μεγάλη. Έκατσα εγώ στον ασκιανό, στο πρινάρι. Εκουβεντιάζαμε με τον Κώστα και του’λεγα :
– Σήκω φύγε, εμένα η υπόθεσή μου έληξε, μόνο να μου χαιρετάς τσι αρχηγούς μας και να πεις στο σπίτι μας στσι δικούς μου να μην στενοχωρούνται, διότι εγώ είμαι τυχερός γιατί χάνομαι για την πατρίδα.
Αυτές τσι κουβέντες είπα του Κουντόκωστα να πει. Έκατσα εκια πέρα και εφέρανε οι δικοί μας ένα γάιδαρο να με φορτώσουνε να με πάρουνε από κια. Μόλις με βάλανε απάνω στο ζώο τοσε λέω να με κατεβάσουνε κάτω γιατί απάνω στο γάιδαρο εκαταχτύπανε η πληγή και δεν μπορούσα να κάτσω καθόλου. Ο γάιδαρος ήτανε ενός Μαυράκη Ιωάννη από την Δαμάστα. Με κατεβάσανε από το γάιδαρο και με αφήκανε εκιά. Μου δώκανε ένα παγούρι νερό και με αφήκανε στο πρίνο. Οι δικοί μας ελέγανε ότι θα ποθάνω και η πληγή μου ήτονε μεγάλη και οι Ρώσοι και ο Μος ελέγανε ότι δεν την βγάνω. Την πληγή μου την επίδεσε ο Μος και ύστερα με σκεπάσανε με κλαδιά κι εφύγανε.
Επήγανε στο λημέρι στην Μύθια και ετραβούσανε και τσι αιχμαλώτους. Οι αιχμάλωτοι ήτανε και Γερμανοί και Ιταλοί. Όταν εφτάσανε στο λημέρι και είπανε του Χριστομιχάλη τα γεγονότα τοσε βγάνει φασαρία γιατί δεν με πήρανε μαζί τους. Είπε ο Χριστομιχάλης ότι έπρεπε να τονε φέρετε να τον εθάψομε επαέ σαν τον άνθρωπο. Εγύρισε πάλι ο Κουντόκωστας με δικούς μας από το λημέρι γιατί αυτός ήξερε που με αφήσανε, να με πάρουνε. Θυμούμαι πως ήρθε κι ο Θανάσης ο Μαυρόκωστας και ο Πολογιώργης. Όντε μ’αφήσανε οι αντάρτες και φύγανε εζήτηξα το μαντήλι του Κουντόκωστα να το βάλω στην κεφαλή μου γιατί είχε πολύ ήλιο. Εγώ του’δωκα μια ταμπακέρα γεμάτη καπνό.
Στα πυρά που βάλαμε στο πρώτο Γερμανικό αυτοκίνητο εσπάσανε δυο Γερμανοί πέρα προς τη Δαμάστα και τσι πήρε από πίσω ο Κουντόκωστας με το Μος. Εκλούθουνα κι εγώ αλλά αυτοί ήσανε πιο νέικοι και επηγαίνανε πιο μπροστά.
Στο δρόμο που έτρεχα εσυνάντησα ένα Λιβαδιώτη, Παπά Μαρή τονε λέγανε, δεν ήτανε παπάς αλλά τον ελέγανε ετσά.
Με ρώτηξε ήντα τρέχει Μανόλη και του’πα ότι ζυγώνομε δυο Γερμανούς. Μου λέει άντε να σου δώσω μια ταμπακιέρα καπνό κι έφυγε. Ο Κουντόκωστας με τον Μος επήγανε στη Δαμάστα κι επιάσανε τσι δυο Γερμανούς και τσι γυρίσανε οπίσω. Εκεινιά τη ταμπακιέρα ήδωκα στο Κουντόκωστα.
Ήρθε να με πάρει ο Κουντόκωστας αλλά εγώ είχα μετακουνήσει από και που μ’αφήκανε. Εσυνήλθα και μού’δωκε ο ήλιος και σύρθηκα με τη πλάτη σε άλλο τόπο για να βρω ασκιανό. Εκατάστρεψα και τη ταυτότητά μου για να μη τηνε βρούνε οι Γερμανοί, να μάθουνε ποιος είμαι.
Είχανε έρθει οι χωριανοί μας και πολλοί Δαμαστιανοί να με πάρουνε. Με γυρεύγανε αλλά δε με βρίσκανε. Ο τόπος ήτανε γεμάτος κλαδιά και δε με βλέπανε. Εγώ τσι θώρουνα αλλά δεν μπορούσα να βγάλω φωνή. Έβγαλα το μαντήλι του Κουντόκωστα και το κούνησα και τότες μ’είδανε. Ο δρόμος ήτανε ανώμαλος, όλο χαράκια, δεν είχενε δρόμο.
Τος είπα ότι εγώ σε χτήμα δε καθίζω, μόνο θα σας επώ πως θα το κάνετε να με βγάλετε από δω. Πολλοί ανθρώποι θα μονιάσετε και εγώ δα πιάσω από κάθα μπάντα ένα. Θα με σηκώνετε δυο από τα χέρια και δυο από τα πόδια. Να μην μπερδένουνε τα πόδια μου εις τα κλαδιά και στα χαράκια. Να με σηκώνετε στον αέρα.
Ετσά το κάμανε και εβγάλασί με απάνω. Με πήγανε σε ένα σπήλιο που τονε λέμε Αχερόσπηλιο στο Αηδονοχώρι κοντά.
Ήρθενε εκιά ένας γιατρός από τη Δαμάστα, ο Μαρούσης. Καλός γιατρός. Ομπρός, μέχρι να’ρθει ο γιατρός, με επίδεσε ένας από το Αστυράκι που μού’λεγε ότι στον πόλεμο στην Αλβανία ήτονε νοσοκόμος. Μού’δινε θάρρος και μού’λεγε να μη φοβούμαι. Ήρθε μετά ο Μαρούσης ο γιατρός και με ξαναδένει και μου λέει να μη φοβούμαι και καλά πάει το τραύμα. Ωστόσο κατεβαίνει και ένας γιατρός χωριανός μας, ο Μανούσος, του Κεφαλογιάννη γαμπρός. Ήρθε και μια δασκάλα Περράκη τη λέγανε και του γιατρού του Μανούσο η γυναίκα η Ειρήνη. Η Ειρήνη ήτανε του Κουντόκωστα η αδερφή. Πιάνουνε οι γυναίκες και μου βάνουνε δυο μαξελάρια όφκαιρα και με επιδέσανε σφιχτά. Όφκαιρα μαξελάρια κι είχανε μόνο το πανί. Μόλις με επιδέσανε συνήλθα αμέσως. Κι οι δυο γιατροί ήρθανε από πάνω μου ύστερα και κουβεντιάζανε για την κατάστασή μου. Ο χωριανός μου ο Μανούσος είπε στον Μαρούση να ανοίξει λίγο το τραύμα να το δει. Και ανοίγει το τραύμα και το θωρεί ο χωριανός μου γιατρός. Ο χωριανός μου φοβήθηκε ότι δεν γλιτώνω και θα πεθάνω. Ο Μαρούσης έλεγε ότι το βλήμα δεν έχει περάσει το περιτόνιο και θα ζήσω. Εγώ επίστεψα του Μαρούση.
Με βάλανε ύστερα σε ένα φορείο και με πήγανε στο Αηδονοχώρι και με βάλανε στο σκολειό μέσα. Εφέρανε οι δασκάλοι και οι δασκάλες βιόλες και μου βάνανε στ’αυτιά.
Στο σκολειό εξόμεινα μια βραδιά. Το πρωί με παίρνουνε και με πάνε στον Καμαριώτη. Στον Καμαριώτη ήρθανε από το χωριό μερικοί χωριανοί και έπεψε και ο Χριστομιχάλης Ξυλούρης κι άλλους. Οι χωριανοί με πήρανε από τον Καμαριώτη και με φέρανε στα Ανώγεια στο σπίτι μας κι έθεκα. Ήτανε κατεβασμένοι οι καπετάνιοι να με δούνε αλλά ήντα να με κάνουνε εδά εμένα; Είχανε και το φόβο πως ήθελα ’ρθούνε οι Γερμανοί να κάψουνε το χωριό. Με ρωτούνε εμένα ο Δραμουντάνης ο Γιώργης ή Στεφανογιώργης:
– Που να σε πάμε; Να σ’αφήσομε επαέ, που θες να σε πάμε;
– Εκιά που θαν είστε εσείς θα με πάτε κι εμένα, τος είπα.
Με πήρανε με το φορείο και με βγάλανε απάνω στο λημέρι στη Μύθια. Ο καιρός έκαμε μια τσίκνη κι έβρεξε και με βάλανε μέσα στο μοναστηράκι, στην εκκλησία του Αγίου Μάμα. Εκιά είδα και τσι Ρώσους που είμαστε μαζί στο σαμποτάζ στη Δαμάστα. Ήτανε και οι αντάρτες, ο παπά-Γιάννης, ο Χριστομιχάλης και όλοι. Ξαφνικά έρχεται μια είδηση ότι γίνεται μπλόκο από 5000 Γερμανούς. Ελέγανε όλοι ήντα να κάνομε τον τραυματία, εμένα δηλαδή.
Πιο πέρα ήτανε μια τρύπα, 10 μέτρα βάθος και τοσε λέω να μπω στη τρύπα. Με βάλανε μέσα. Επόμεινε η αδερφή μου η Μαρία, η αξαδέρφη μου η Κατίνα η Καδενιάδαινα, η Φροσύνη και η Κατίνα η Ξυλούρη να με προσέχουνε. Τέσσερις γυναίκες επομείνανε να με προσέχουνε. Μέσα στην τρύπα κι εγώ κι αυτές. Οι αντάρτες εφύγανε και οι Γερμανοί αποπάνω μας. Ο αδερφός μου ο Μιχάλης μου κλούθανε αλλά εγώ τον έδιωξα. Αυτός ήθελε να μπει στο σπήλιο μέσα. Ο Δραμουντάνης ο Γιώργης και ο Μιχάλης ο Ξυλούρης δεν τον αφήκανε. Ετουτοσές δεν έχει ζωή του’πανε. Καλλιά να ποθάνει ένας παρά δυο. Και ο Σταυρακάκης ο γιατρός το’πε. Θα τονε πιάσει πνευμονικό σε μια ώρα και θα ποθάνει. Οι αντάρτες επήγανε στσι Αραβάνες στο Αρκάδι. Έφυγε και ο αδερφός μου με τσι αντάρτες και επόμεινα εγώ στην τρύπα με τσι 4 γυναίκες. Μέσα στη τρύπα εκοιμούμουνε αλλά εγροίκουνα κιόλας. Και τα ζάλα των Γερμανών εγροίκουνα. Η τρύπα από πάνω είχε κλαδιά αλλά φαίνεται σα το πηγάδι. Αν δε κατέχεις φαίνεται σα πηγάδι. Ήρχουντανε κάθα μέρα δυο πέρδικες και κακαρίζανε από πάνω από τη τρύπα. Στα χείλια τσι τρύπας. Επέτουνα πέτρες να φύγουνε γιατί λέω να τσι δούνε οι Γερμανοί να τσι σκοτώσουνε να ρθούνε να τσι γυρεύγουνε να με βρούνε. Εγώ εμπορούσα να σηκωθώ και δυο τρεις φορές εβγήκα απάνω κι έκατσα, τη νύχτα. Την ημέρα που φύγανε οι Γερμανοί από τη Μύθια εγώ τσ’είδα.
Λέω των γυναικών : -Ανεβαστάξετέ μου να βγω απάνω να κάτσω λίγο. Ξεραμένος από τη δίψα. Και τσ’είδα όντε φεύγανε. Την πρώτη μέρα που μπήκαμε στη τρύπα είχαμε ένα μπουκάλι νερό και ένα κομμάτι κρέας. Το κρέας το’φαγα γω οι γυναίκες δεν ετρώγανε πράμα. Είχαμε και ένα μπουκάλι μεγάλο τσάι, βρασμένο. Επίναμε μια σταλιά πότε πότε. Οι γυναίκες επορίζανε τη νύχτα. Τα κλαδιά που είναι εκιά γύρω κάνουνε ένα σόι καρπό σα το στάρι. Μαύρο σα την ελιά. Τότεσας είναι η εποχή του κι είναι γινωμένος. Το καρπό αυτό τονε τρώνε τα οζά βέβαια. Τα ρίφια, τα στείρα, όλα. Επήγαινε η αδερφή μου τη νύχτα κι έβανε την μπολίδα τσι και εχτύπανε τη λουτσά με ένα ξυλαράκι κι έπεφτενε ο λουτσόκαρπος και τονε μάζευε. Μου τον έφερνε, αλλά είχενε φύλλα μέσα και δεν εμπόρουνα να τονε φάω με τα φύλλα. Μέσα στην τρύπα τονε διαλέγαμε με τσι γυναίκες, και έτρωγά τονε, μού’κανε καλό. Επονούσα πότε πότε πολύ αλλά μου δίνανε οι γυναίκες κουράγιο. Δεν εμπορούσα να τονε πω να φύγουνε γιατί ήθελα να τσι πιάσουνε οι Γερμανοί. Όντεν είδαμε τσι Γερμανούς να φεύγουνε, τος είπα να πάνε στο χωριό να δούνε ήντα γίνεται. Από κάτω από την τοποθεσία «Κορίτσι» τσ’είδαμε να φεύγουνε. Την τοποθεσία των Μανουράδων. Εκιά στο Κορίτσι επηγαινόρχουντανε οι Γερμανοί. Είπα των γυναικών να με βγάλουνε να ξαπλώσω στον ήλιο και αποκοιμήθηκα. Ή που κοιμήθηκα ή ελιγομαριάστηκα. Γροικώ την αδερφή μου κι έλεγε των αλλονών γυναικών :
– Επόθανε ο αδερφός μου μανά μου !
Εγώ την άκουσα και εσκέφτηκα : Η αδερφή μου θαρρεί πως επόθανα ! Τσι λέω ότι δεν επόθανα μόνο μη με κλαις, μόνο θέλω νερό !
– Εγώ θα σου φέρω άμα βραδιάσει, μου’πε.
Και επήγε το βράδυ και μού’φερε νερό από την πηγή.
Οι γυναίκες μετά που μου φέρανε το νερό εφύγανε στο χωριό. Εγώ αφού είχα νερό δε μ’ένοιαζε που επόμεινα αμοναχός. Επήγανε να φέρουνε φαγητό γιατί επεινάσαμε πολύ τσι 8 μέρες που εκάμαμε στην τρύπα. Εγυρίσανε και εφέρανε το πηχτό γάλα του κουτιού, ήτανε και οζά και επιάσαμε μια κατσίκα και εσφάξαμέ τη. Ο αδερφός μου ήρθε και την έσφαξε ο Γιάννης ο Σπιθούρης. Η αίγα ήτονε του Μπαμπακονικόλα. Ετότες μού’πανε οι γυναίκες ότι οι Γερμανοί εκάψανε τα Ανώγεια και τα σπίτια μας, όλα.
Εγώ εστενοχωρήθηκα. Εκατό χρονώ σπίτι ήτανε το σπίτι μας και το κάψανε.
Εγυρίσανε κι οι αντάρτες ύστερα από τσι Αραβάνες και με βάλανε στην εκκλησία, στον Άγιο Μάμα. Ανάψανε φωτιά και εμαγερεύγανε. Ήτανε και ο Κάββος ερχομένος από την Μέση Ανατολή και δυο τρεις χωροφύλακες σκοποί. Μια μέρα θωρούνε οι σκοποί Γερμανούς. Ο Κάββος εφώναξε ότι οι Γερμανοί είναι μια μικρά δύναμη. Τον τραυματία να πάρετε ! φωνάζει. Οι Γερμανοί μας εβάλανε πυρά. Επέσανε τα πυρά στα πόδια μας ! Όλμοι ήσανε κι είχανε φτερά και εχτυπούσανε τα καψούλια και δεν εσκούσανε. Εμένα με σήκωνε ο Κίκης ο Σκουλάς με τέσσερις άλλους στο φορείο και εγυρίσαμε την άλλη μπάντα του βουνού να μη μας χτυπούνε οι όλμοι. Επέσανε δυο τρεις όλμοι στα πόδια μας και δεν εσκάσανε.
Από την πίσω μπάντα του βουνού με σήκωσε μοναχός του ο Καλλέργης ο Νικηφόρος στους ώμους του και μαζί με τον Βρέντζο τον Τηγανίτη με πήγανε σε μια άλλη τρύπα στον Κάστελλο στην Ασφενταμιά. Την τρύπα την εκάτεχε ο Τηγανίτης. Ήρθενε πάλι η αδερφή μου με την Μαρία τσι Φωτεινιάς και εκάμαμε εκιά μια μέρα.
Ήρθε και ο αδερφός μου ο Μιχάλης και μας είπε να κάτσουμε και αυτός θα πάει στα Ζωνιανά να βρει αθρώπους να’ρθούνε να με πάρουνε. Ο αδερφός μου επήγε στα Ζωνιανά, και βρίσκει τσι Ζωνιανούς και ναλώνει τσι και βγήκανε πολλοί. Με πήρανε και με κατεβάσανε στα Ζωνιανά. Δε μ’αφήκανε στο χωριό αλλά με πήγανε στου Σφεντόνη την τρύπα. Σε άλλο σπήλιο με βάλανε. Από τρύπα σε τρύπα με πηγαίνανε. Ο σπήλιος είναι μεγάλος και έχει κρούσταλλα μέσα. O καιρός ήτονε καλός και επόριζα στον ήλιο. Κάτω-κάτω ήτονε μια βρύση κι έτρεχε καλό νερό και με πήγανε και πλύνομαι και πίνω νερό. Από και με μεταφέρανε στου Σφυρή το Μετόχι στη Λιβάδα, δίπλα στσι Χαλέπας το μοναστήρι. Έφαγα κιοφτέρια ένα πιάτο κι αρρώστησα. Επήγανε και φέρανε το γιατρό από το μοναστήρι τσι Χαλέπας. Ο Δακανάλης ο χωριανός μας. Μου’κανε καλό. Είπε να με βάλουνε σε ένα χτήμα να με πάνε στο μοναστήρι.
Ο ηγούμενος, Δακανάλης κι αυτός, με περιποιήθηκε. Έμεινα πέντε έξι μέρες κι εγίνηκα καλά. Εσηκώθηκα και η οικογένειά μας ήτονε κατεβασμένη στο χωριό την Αξό. Στην Αξό είχαμε γνωστούς και τσι κονέψανε εκιά μετά που κάψανε οι Γερμανοί το χωριό. Επήγα στην Αξό και εβρήκα τσι δικούς μου. Μετά που φύγανε οι Γερμανοί επήγα στο Ηράκλειο να δω ένα συγγενή μου που ήτονε στην κλινική του Γιαμαλάκη. Τον ελέγανε Σπιθουρομανόλη. Πιάνει και με χαιρέτανε ο Σπιθουρομανόλης. Μου λέει :
– Ήντά’χεις επαδέ στο χέρι ;
Είχα ένα γρομπαλάκι. Του λέω όντε μου βαρήκανε οι Γερμανοί με πήρε ένα βλήμα και στο χέρι μα δε με πειράζει. Ο συγγενής μου λέει ότι πρέπει να το βγάλομε. Φωνάζει του Γιαμαλάκη και του δείχνει το χέρι μου με το βλήμα. Ο Γιαμαλάκης έπιασε και μου το’σκισε και το’βγαλε.
Ακόμη φαίνεται η ψαλιδιά μα’γω δε φέγγω να την ιδώ.
Θυμούμαι η αδερφή μου που είχενε τάξει στον Άγιο Μάμα ένα μανουάλι για τα κεριά να με κάνει καλά. Το πήγαμε στην εκκλησία κι είναι τώρα εκειδά…
Πηγή: anogi.gr
* Ο κ. Γιώργος Καλογεράκης είναι Δάσκαλος, Δ/ντής του Δ. Σ. Θραψανού Πεδιάδος και διδάκτορας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων