Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης*
” Άσωτος ” κι αυτός, πιστός και προσκυνητάρης του Αγίου Ασώτου, των Ρογδιανών κουζουλών, πιστός προσκυνητάρης και της Άγιας Κουζουλάδας, της προστάτιδας της Κρήτης.
Σιμά μου ήρθε κι έκατσε, οπέρσυ το Φλεβάρη στο λιοτρίβι της Ρογδιάς όπου είχαμε στέσει τρικούβερτο γλέντι για να λειτουργήσομε τον εδικό μας Άγιο Άσωτο και πιάσαμε το κουβεντολόι.
Ξυράφι το μυαλό του, ροδάνι η γλώσσα του, πετιμέζι οι κουβέντες του.
Πολλά πολυκαιρισμένος μου φάνηκε, παρότι το χαμόγελο του εσοβάντιζε τις μαρτυριάρες ρυτίδες του προσώπου του.
Εντύπωση μου ‘κανε το κούτελο του και το πανωκαύκαλο του, που ήτονε με βαθουλώματα, φανερά σημάδια παλιών τραυμάτων.
” Πόσο χρονών είσαι; ” τον ερώτηξα.
” Στσι τρεις του Μάη, θα κλείσω τα εκατό τρία και θα μπω στα εκατό τέσσερα” μου απάντησε.
Ανασήκωσα τα φρύδια μου, για να κάμω τόπο στα μάθια μου και να μπορέσουνε να πιστέψουνε αυτό που απίστευτο τους φαινότανε.
” Δε χώνει τα χρόνια του ”, μου ψιθύρισε ο Ροδιταντώνης που γροικούσε την κουβέντα μας.
Μ’ ένα ποτήρι κρασί στη μια χέρα, ένα κομμάτι βραστό στην άλλη και με την κατσούνα του να ξαποσταίνει στην αμασχάλη, εντάκαρε να μου αναστοράται τα βάσανα, που γεννήσανε κι αναθρέψανε την περηφάνεια του.
Πρώτη φορά λαβώθηκε σοβαρά στο αλβανικό μέτωπο, από βόλι στην κεφαλή.
Του δώσανε ένα μήνα αναρρωτική άδεια και κατέβηκε στη Ρογδιά για να δει τους εδικούς του και να γειάνει.
Δεν επρόκαμε καλά καλά να πατήσει τον πόδα του στην κρητική γης και φούντωσε η Μάχη της Κρήτης.
Οι Γερμανοί εντακάρανε τις επιθέσεις κατά του Μεγάλου Κάστρου, παλεύοντας με νύχια και με δόντια να περάσουνε τη Χανιόπορτα και να καταλάβουν την πόλη.
Ο Γιώργης Παλαιάκης εξέχασε τα τραύματα του και την αναρρωτική άδεια και έτρεξε στο φρουραρχείο, εθελοντής από τους πρώτους.
Όπλο τους γύρεψε, μα δεν είχανε κανένα σοϊκό να του δώσουνε.
Με τα πολλά, του δώσανε ένα σακατεμένο μυδράλιο, κι αυτός εβρήκε τρόπο και το συνέφερε.
Μέρες εκράτησε η λύσσα των Γερμανών και ο Γιώργης, όλα αυτά τα μερόνυχτα, μήτε που εκάμνησε τα μάθια του.
Ένα είχε γενεί με το μυδράλιο του σκορπίζοντας το θάνατο στους καταχτητές.
Την ώρα που οι γερμανικές μπότες εκαταφέρνανε και περνούσανε το καλντερίμι της Χανιόπορτας, ο Γιώργης Παλαιάκης έπεσε.
Μια σφαίρα τον είχε βρει στο κεφάλι, κοντά στο σημείο που μια άλλη σφαίρα τον είχε τραυματίσει στο Αλβανικό μέτωπο.
Επέζησε ο ήρωας της Ρογδιάς, γιατί ήτανε πολύ γενναίος για να ποθάνει.
Και να ‘τονε να κάθεται σιμά μου και να μ’ αναστοράται, πίνοντας κρασί και τρώγοντας βραστό πρόβατο και γαμοπίλαφο.
Εκατό τριών χρόνων κι έμπαινε στα εκατόν τέσσερα.
” Θα μου πεις το μυστικό που σε βαστά ζωντανό και ολόρθο; ” τονε ρώτηξα.
Δε χρειάστηκε να πολυσκεφτεί για να μου απαντήσει.
” Να μη θες το κακό κιανενούς αθρώπου, γιατί μόνο ετσά δε θα ν’ έχεις άγχος κι ετσά θα φτάσεις εκατό χρονώ” μου απάντησε.
” Μα, εσύ τα ξεπέρασες τα εκατό, ίντα περσσότερο κάνεις; ” του παρατήρησα.
” Άμα δε θες το κακό κιανενούς αθρώπου, φτάνεις τα εκατό. Άμα θες το καλό όλων των αθρώπων, ξεπερνάς τα τα εκατό ” μου εξήγησε.
Άλλη κουβέντα δεν του ‘πα, μα επόμεινα να ξανοίγω τις λακούβες στην κεφαλή του και το χαμόγελο που δεν έλεγε να φύγει από τα μάθια και τα χείλια του.
” Να ν’ έρθεις όποτε θες στο σπίτι μου, να σου δείξω στους τοίχους τη ζωή μου. Απέναντι από τη Ρέμβη είναι. Εύκολα θα το βρεις. Έχει δυο παραθύρια και μια πόρτα ” μου ‘πε σαν σηκώθηκε να φύγει.
Μαζί του σηκώθηκε και ο Ροδιταντώνης, σηκώθηκαν κι άλλοι ” Άσωτοι ”.
Προθυμοποιήθηκαν να τον πάνε στο σπίτι του, μια και το ελαιοτριβείο από το σπίτι του απέχει μια πεντακοσαριά μέτρα και ήτανε και περασμένα μεσάνυχτα.
Δεν τους άφησε.
” Κάτσετε, μα ακόμη μπορώ και μοναχός μου ” τους είπε.
Εκείνη την ώρα, ο Τάσος Ρεράκης ετραγούδιε μια μαντινάδα:
” Ο πρίνος στέκει ακλόνητος,
κι αν σπάσει από χιόνι,
η ρίζα του χιονόνερο,
πίνει και ξανανιώνει.”
Ο Γιώργος Παλαιάκης, επόθανε οψές.
Εκατό τεσσάρω χρονώ.
Όρθιος, περήφανος και χαρομπαίχτης, εθώριε το λάδι στο καντήλι του να ποσώνεται κι εχαμογέλα.
Εχαμογέλα κι όταν εχάιδευε τα βαθουλώματα στο πανοκαύκαλο του από τις μπάλες των οχτρών και τ’ άδικου, λες και τα’ αποχαιρέτα.
Σήμερο τον εξεπροβοδίσαμε.
Εξεπροβοδίσαμε τον Ήρωα της Ρογδιάς, του Μαλεβιζιού, της Κρήτης και της Ελλάδας.
Για ένα πράμα εστενοχωρέθηκα.
Που την ώρα που αντάμωνε το χάρο, δεν εκράθιε στα χέρια του το σακατεμένο μυδράλιο του.
Καλοστραθιά Καπετάνιε και καλά συναπαντήματα με τσ’ άλλους μπαρουτογεννημένους να ‘χεις.
* Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος από τις Γκαγκάλες της Μεσαράς