O Αρχιεπίσκοπος της αυτοκέφαλης Κυπριακής Εκκλησίας Μακάριος Γ’, γεννήθηκε στις 13 Αυγούστου του 1913 στο χωριό Άνω Παναγιά της Πάφου. Γονείς του ήταν ο Χριστόδουλος Μούσκος και η Ελένη Αθανασίου. Το βαφτιστικό του όνομα ήταν Μιχαήλ. Σε νεαρή ηλικία πήγε στη Μονή Κύκκου ως δόκιμος μοναχός. Στις 7 Αυγούστου του 1938 χειροτονήθηκε Διάκονος και μετονομάστηκε από Μιχαήλ σε Μακάριο. Στη συνέχεια με υποτροφία της Μονής στάλθηκε στην Ελλάδα για θεολογικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αφού απεφοίτησε το 1942 από τη Θεολογική Σχολή, ενεγράφη στη Νομική Σχολή όπου παρακολούθησε μαθήματα μέχρι την απελευθέρωση της Ελλάδας από τη Γερμανική κατοχή, οπότε και επέστρεψε στην Κύπρο για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Επέστρεψε στην Αθήνα όπου και χειροτονήθηκε σε Πρεσβύτερο και σε Αρχιμανδρίτη στις 13 Ιανουαρίου 1946 στο ναό της Αγίας Ειρήνης, όπου υπηρέτησε για πέντε χρόνια ως Διάκονος με το Μητροπολίτη Αργυροκάστου Παντελεήμονα. Μια υποτροφία από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών του έδωσε την ευκαιρία να πάει στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής για περισσότερες θεολογικές σπουδές. Έτσι για δυο χρόνια παρακολούθησε μαθήματα στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης με ειδίκευση στην Κοινωνιολογία της θρησκείας.
Ο Μακάριος επέστρεψε στην Κύπρο με την ολοκλήρωση των σπουδών του στην Αμερική το 1948 όπου και στις 8 Απριλίου εκλέχθηκε Μητροπολίτης Κιτίου και στις 13 Ιουνίου χειροτονήθηκε σε Επίσκοπο. Η δράση του ως Μητροπολίτη Κιτίου ήταν καθ’ όλα γόνιμη, αφού ανακαίνισε τη Μητρόπολη στη Λάρνακα, βελτίωσε την οικονομική κατάσταση του κλήρου, ίδρυσε Φιλόπτωχες Αδελφότητες και αναπτέρωσε το ηθικό του ταλαιπωρημένου Κυπριακού λαού. Ως Πρόεδρος του Γραφείου Εθναρχίας, πήγε το 1949 στην Ελλάδα όπου είχε συνομιλίες με τον Έλληνα Βασιλιά και τον Έλληνα Πρωθυπουργό, για το Κυπριακό πρόβλημα. Μετά από εισήγησή του, η Ιερά Σύνοδος της Κυπριακής Εκκλησίας οργάνωσε στις 15 Ιανουαρίου 1950 Παγκυπριακό Δημοψήφισμα σύμφωνα με το οποίο το 97% του Ελληνικού Κυπριακού πληθυσμού ψήφισαν υπέρ της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.
Στις 20 Οκτωβρίου του 1950 εκλέχθηκε Αρχιεπίσκοπος και Εθνάρχης της Κύρπου, σε διαδοχή του Μακαρίου Β’ ως Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’. Αμέσως μετά την εκλογή του ως Αρχιεπισκόπος Κύπρου, ίδρυσε την Παγκύπρια Εθνική Οργάνωση Νεολαίας. Αργότερα επισκέφτηκε και πάλι την Αθήνα, όπου προσπάθησε να πείσει την τότε Ελληνική Κυβέρνηση να προσφύγει στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών για το Κυπριακό ζήτημα. Επιστρέφοντας στην Κύπρο υπέβαλε διαμαρτυρία στην Επιτροπή μη αυτοκυβερνωμένων εδαφών των Ηνωμένων Εθνών για την παράλειψη της Μ. Βρετανίας να υποβάλει έκθεση για την πολιτική κατάσταση στην Κύπρο.Τον Οκτώβριο του 1952 πήγε στη Νέα Υόρκη, όπου συγκροτείτο η Ζ΄ Σύνοδος της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, για να προωθήσει το Κυπριακό ζήτημα στο διεθνές πεδίο. Ερχόμενος πίσω στην Κύπρο απηύθυνε επιστολή στον Άγγλο Κυβερνήτη ζητώντας του την προώθηση της εφαρμογής του δικαιώματος αυτοδιάθεσης. Η απάντηση του Κυβερνήτη ήταν αρνητική και ο Αρχιεπίσκοπος επέκρινε την πολιτική της Μεγάλης Βρετανίας στην Κύπρο. Τον Αύγουστο του 1953 απηύθυνε αίτηση προς το Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ για να περιληφθεί στην ημερήσια διάταξη της Η΄ Συνόδου της Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού θέμα εφαρμογής του δικαιώματος αυτοδιάθεσης του Κυπριακού λαού.
Η έντονες προσπάθειες – και με όλους τους δυνατούς τρόπους- του Αρχιεπίσκοπου Μακάριου για την υπόθεση της ανεξαρτησίας της Κύπρου οδήγησαν τις Αγγλικές αρχές να τον εξορίσουν για ένα χρόνο στις Σεϋχέλλες, στις 9 Μαρτίου 1956. Όταν αφέθηκε ελεύθερος, η Βρετανική Κυβέρνηση τον κάλεσε στο Λονδίνο, όπου και συνυπόγραψε τη Συμφωνία του Λονδίνου, που ήταν η συνέχεια της Συμφωνίας της Ζυρίχης. Με τις Συμφωνίες αυτές η Κύπρος ορίζονταν ότι θα ανακηρυσσόταν ανεξάρτητη Δημοκρατία. Στις 16 Αυγούστου του 1960 η Κύπρος ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη Δημοκρατία. Στις πρώτες ελεύθερες εκλογές έγιναν στην Κύπρο, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος κέρδισε με ποσοστό 66,29% και έγινε ο πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Τον Φεβρουάριο του 1968 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος επανεκλέχθηκε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στις 8 Μαρτίου 1970 έγινε δολοφονική απόπειρα εναντίον του Μακαρίου, ο οποίος επέβαινε σε ελικόπτερο, που τον μετέφερε στην ιερά Μονή Μαχαιρά για το μνημόσυνο του Υπαρχηγού της ΕΟΚΑ, Γρηγόρη Αυξεντίου. Ο Μακάριος δεν έπαθε τίποτε, αλλά τραυματίσθηκε ο χειριστής του ελικοπτέρου, ο οποίος κατόρθωσε να το προσγειώσει σε οικόπεδο κοντά στην Αρχιεπισκοπή.
Το Φεβρουάριο του 1973 ο Μακάριος επανεξελέγη για τρίτη φορά Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Την 7ην Μαρτίου του ιδίου έτους οι τρεις Μητροπολίτες της Κύπρου αποφάσισαν «την καθαίρεσιν του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ από του Επισκοπικού και κληρικού καθόλου αξιώματος και την επαναφοράν τούτου εις την τάξιν των λαϊκών», διότι δεν ανταποκρίθη εις την απαίτησίν των να παραιτηθεί του Προεδρικού αξιώματος. Η πράξη αυτή των τριών Μητροπολιτών καταδικάσθηκε από το λαό και δεν αναγνωρίσθηκε από τους Αρχηγούς των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Από της 5ης μέχρι της 14ης Ιουλίου 1973 συνήλθε στη Λευκωσία Μείζων και Υπερτελής Σύνοδος, η οποία, αφού εκήρυξε αντικανονικήν και, κατ’ ακολουθίαν, άκυρον, ανυπόστατον και ανενέργητον την απόφαση των τριών Μητροπολιτών, εκάλεσεν αυτούς εις επάνοδον εις την μετά του Αρχιεπισκόπου προτέραν κανονικήν σχέσιν και κοινωνίαν και εν συνεχεία καθήρεσεν αυτούς, επειδή παρήκουσαν στις υποδείξεις και προτροπάς αυτής.
Στις 15 Ιουλίου του 1974 η στρατιωτική Χούντα της Αθήνας έκανε πραξικόπημα για την ανατροπή του Μακάριου. Ο Αρχιεπίσκοπος σώθηκε τη τελευταία στιγμή και διέφυγε την επόμενη μέρα μέσω Μάλτας, στη Βρετανία και από εκεί στις Ηνωμένες Πολιτείας Αμερικής, όπου και μίλησε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Στις 20 Ιουλίου μερικές μέρες μετά το πραξικόπημα, η Τουρκία χρησιμοποιώντας το ως πρόσχημα, εισέβαλε στην Κύπρο και κατέλαβε το 37% περίπου του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, εκδίωξε το 28% περίπου των Ελληνοκυπρίων από τις πατρογονικές τους εστίες, σκότωσε αμάχους και προκάλεσε τεράστιες καταστροφές. Η τουρκική στρατιωτική κατοχή είναι ένα πρόβλημα που βασανίζει την Κύπρο μέχρι σήμερα. Ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος απεβίωσε στις 3 Αυγούστου του 1977.
Πηγή: makariosfoundation.org.cy