Ο Αύγουστος ήταν για μένα…
όταν ήμουν παιδί, κι είναι ακόμα, ο πιο αγαπημένος μου μήνας·
αυτός φέρνει, μαθές*,
τα σταφύλια και τα σύκα, τα πεπόνια, τα καρπούζια·
τον ονομάτισα Άγιον Αύγουστο·
αυτός ο προστάτης μου, έλεγα,
σε αυτόν θα κάνω την προσευκή μου·
όταν θέλω τίποτα, από αυτόν θα το ζητώ,
κι αυτός θα το ζητήσει από το Θεό,
κι ο Θεός θα μου το δώσει.
Και μια φορά πήρα νερομπογιές και τον ζωγράφισα:
Έμοιαζε πολύ του παππού μου του χωριάτη·
τα ίδια κόκκινα μάγουλα, το ίδιο φαρδύ χαμόγελο,
μα ήταν ξυπόλυτος μέσα σ’ ένα πατητήρι και πατούσε σταφύλια, και τα πόδια του ως τα γόνατα
κι ως πάνω στα μεριά τα ‘χα ζωγραφίσει κόκκινα από το μούστο· κι είχα στεφανώσει το κεφάλι του με κληματόφυλλα.
Όμως κάτι του ‘λείπε· μα τι;
Τον κοίταξα καλά καλά και του ‘βαλα δυο κέρατα στο κεφάλι, ανάμεσα στα κληματόφυλλα,
γιατί το μαντίλι που φορούσε ο παππούς μου έκανε δεξά και ζερβά δυο μεγάλους κόμπους σαν κέρατα.
Από τη στιγμή
που τον ζωγράφισα και στερέωσα το πρόσωπο του,
στερεώθηκε και μέσα μου η εμπιστοσύνη μου σε αυτόν,
και κάθε χρόνο τον περίμενα να ‘ρθει,
να τρυγήσει τ’ αμπέλια της Κρήτης,
να πατήσει τα σταφύλια και να κάμει το θάμα του,
να βγάλει από τα σταφύλια κρασί.
Γιατί, θυμούμαι, το μυστήριο τούτο με τυράννησε πολύ
πώς μπορεί να γίνει το σταφύλι κρασί·
μονάχα ο Αγιος Αύγουστος μπορούσε να κάμει ένα τέτοιο θάμα· κι έλεγα:
Αχ, να τύχαινε να τον συναπαντήσω
μια μέρα στο αμπέλι που είχαμε απόξω από το Μεγάλο Κάστρο και να τον ρωτήσω να μου πει το μυστικό.
Τι ‘ναι το θάμα τούτο δεν καταλάβαινα.
Η αγουρίδα γίνεται σταφύλι,
το σταφύλι γίνεται κρασί,
το κρασί το πίνουν οι ανθρώποι και μεθούνε· γιατί μεθούνε;
Όλα αυτά μου φαίνουνταν μυστήρια φοβερά,
και μια φορά που ρώτησα τον πατέρα μου,
αυτός μάζεψε τα φρύδια:
«Μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν!», μου αποκρίθηκε.
Τον Αύγουστο ξάπλωναν
και στους οψιγιάδες* τα σταφύλια,
να τα ξεράνει ο ήλιος να γίνουν σταφίδα.
Μια χρονιά
είχαμε πάει στο αμπέλι μας και μέναμε στο εξοχικό μας σπιτάκι·
ο αγέρας μύριζε,
η γης καίγουνταν,
τα τζιτζίκια καίγουνταν κι αυτά,
σα να κάθουνταν απάνω σε κάρβουνα αναμμένα.
Τη μέρα εκείνη,
της Κοίμησης της Παναγιάς, 15 Αυγούστου,
οι εργάτες δε δούλευαν
κι ο πατέρας μου κάθουνταν στη ρίζα μιας ελιάς και κάπνιζε· είχαν έρθει γύρα οι γειτόνοι,
που είχαν απλώσει κι αυτοί τη σταφίδα τους,
κάπνιζαν πλάι στον πατέρα μου, αμίλητοι.
Φαίνουνταν στενοχωρημένοι.
Όλοι είχαν καρφώσει τα μάτια
σ’ ένα συννεφάκι
που ‘χε προβάλει στον ουρανό, κατασκότεινο, βουβό,
και προχωρούσε.
Είχα καθίσει κι εγώ κοντά στον πατέρα μου
και κοίταζα το σύννεφο·
μου άρεσε· σκούρο μολυβί, χνουδάτο, κι ολοένα μεγάλωνε, άλλαζε πρόσωπο και κορμί,
πότε σα γεμάτο ασκί,
πότε σα μαυροφτέρουγο όρνιο
και πότε σαν τον ελέφα που είχα δει ζωγραφιά·
κουνούσε την προβοσκίδα του κι έψαχνε ν’ αγγίξει κάτω της γης.
Αεράκι χλιαρό φύσηξε, τα φύλλα της ελιάς ανατρίχιασαν.
Ένας γείτονας πετάχτηκε όρθιος,
άπλωσε το χέρι κατά το σύννεφο που προχωρούσε.
— Ανάθεμά το, μουρμούρισε,
ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, φέρνει τον κατακλυσμό!
— Δάγκασε τη γλώσσα σου,
του ‘καμε ένας γέρος θεοφοβούμενος,
δε θα το αφήσει η Παναγιά· σήμερα είναι της χάρης της.
Ο πατέρας μου έγρουξε*,
μα δεν έβγαλε άχνα·
πίστευε στην Παναγιά,
μα δεν πίστευε πως η Παναγιά
μπορεί να κουμαντάρει τα σύννεφα.
Εκεί που μιλούσαν,
ο ουρανός σκεπάστηκε·
οι πρώτες στάλες, χοντρές, ζεστές, άρχισαν να πέφτουν.
Τα σύννεφα χαμήλωσαν,
κίτρινες βουβές αστραπές καταξέσκιζαν τον ουρανό.
— Παναγιά μου, φώναξαν οι γειτόνοι, βοήθεια!
Όλοι πετάχτηκαν απάνω,
κατασκόρπισαν,
καθένας έτρεχε κατά το αμπέλι του,
όπου είχε απλώσει τη σταφίδα της χρονιάς·
κι ως έτρεχαν,
ολοένα και σκοτείνιαζε ο αγέρας,
κρεμάστηκαν μαύρες πλεξούδες από τα σύννεφα,
ξέσπασε η μπόρα.
Γέμισαν τ’ αυλάκια,
πήραν να τρέχουν οι δρόμοι σαν ποταμοί,
φωνές ακούστηκαν γοερές από το κάθε αμπέλι.
Άλλοι βλαστημούσαν,
άλλοι φώναζαν την Παναγιά να τους λυπηθεί,
να βάλει το χέρι της,
και στο τέλος θρήνος
ξέσπασε πίσω από τις ελιές στο κάθε αμπέλι.
Ξέφυγα από το σπιτάκι,
έτρεξα μέσα στη νεροποντή,
παράξενη χαρά με είχε συνεπάρει, σα μεθύσι.
Είχα φτάσει ως το δρόμο,
δεν μπόρεσα να τον περάσω, ήταν ποταμός,
και στάθηκα και κοίταζα:
Μαζί με τα νερά κυλούσαν αγκαλιές αγκαλιές
τα μεσοξεραμένα σταφύλια,
ο μόχτος της χρονιάς, έτρεχαν κατά τη θάλασσα και χάνουνταν. Ο θρήνος δυνάμωνε,
μερικές γυναίκες
είχαν χωθεί ως τα γόνατα μέσα στα νερά και μάχουνταν να περισώσουν λίγη σταφίδα·
άλλες, όρθιες στην άκρα του δρόμου,
είχαν βγάλει τις μπολίδες τους* και συρομαδιούνταν*.
Είχα γίνει μουσκίδι ως το κόκαλο·
πήρα δρόμο κατά το σπιτάκι και μάχουμουν*
να κρύψω τη χαρά μου·
βιάζουμουν να δω τι θα ‘κανε ο πατέρας μου·
θα ‘κλαίγε, θα βλαστημούσε, θα φώναζε;
Περνώντας από τον οψιγιά
είδα πως όλη μας η σταφίδα είχε φύγει.
Τον είδα να στέκεται στο κατώφλι,
ακίνητος,
και δάγκανε τα μουστάκια του.
Πίσω του, όρθια, η μητέρα μου έκλαιγε.
— Πατέρα, φώναξα, πάει η σταφίδα μας!
— Εμείς δεν πάμε, μου αποκρίθηκε· σώπα!
Ποτέ δεν ξέχασα τη στιγμή ετούτη·
θαρρώ
μου στάθηκε στις δύσκολες στιγμές της ζωής μου
μεγάλο μάθημα·
αναθυμόμουν τον πατέρα μου
ήσυχο, ασάλευτο,
να στέκεται στο κατώφλι,
μήτε βλαστημούσε
μήτε παρακαλούσε
μήτε έκλαιγε·
ασάλευτος
κοίταζε τον όλεθρο
κι έσωζε,
μόνος αυτός,
ανάμεσα σε όλους τους γειτόνους,
την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.
Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο