Κείμενο φωτογραφίες: Γεώργιος Χουστουλάκης
Μια εικόνα με ευχάριστα συναισθήματα ήταν όταν καμιά φορά μας έδινε κάποιος ένα μάτσο χλωρά ροβίθια για να φάμε τον δροσερό καρπό τους! Σαν περνούσαμε από χωράφι που είχε ροβίθια και ήταν παρών ο ιδιοκτήτης, μόλις περνούσαμε μπροστά καβάλα στα γαϊδούρια μας φώναζε:
-Ελάστε να σας ε -δώσω ένα μπγιάσμα ροβίθια να σας –ε δροσίσουνε!
Μας ξεπάτωνε τάκα – τάκα μερικά φυτά και μας τα μοίραζαν στον κάθε ένα από ένα ματσάκι! Η χαρά μας τότε ήταν απερίγραπτη, και πράγματι μας φαινόταν πως δροσίζουνε!
Εγώ όταν τύχαινε να κρατώ και κανένα μάτσο και στη μάνα μου, μου έκανε του κόσμου τη χαρά!
-Α ωραία ροβιθάκια, που τα βρήκες!
Σπάνια όμως και να περάσει κάποιος από ρεβιθιώνα, και να μην μπει στον πειρασμό να μπει μέσα, και να κόψει μια «φαφουλιά» ροβιθιές δροσερές με τα ροβίθια στην ΄ώρα τους! Όσο και να παραφύλαγε ο αμπελικός (αγροφύλακας), ο πειρασμός ήταν μεγάλος γιατί το δροσερό ροβίθι, θεωρείτο «το φρούτο του καλοκαιριού», και ασφαλώς ήταν από όλους περιζήτητο!
Και όμως, ο αγροφύλακας τα παραφύλαγε, όπως και τα σταφύλια ακόμα και σύκα, και μπορούσε να στείλει κάποιον στον αγρονόμο και να τον δικάσει σε πρόστιμο, είτε γιατί έκοψε ένα μικρό ματσάκι ροβίθια είτε ένα απίδι (αχλάδι) είτε ένα σταφύλι ή οτιδήποτε που ήταν ξένο!
Σ ε «τύλιγε σε μια κόλα χαρτί», και άντε να ξεμπλέξεις! Αργότερα το πλήρωνες είτε με πρόστιμο ή με συμβιβασμό! Τον πρώτο λόγο τότε, τον είχε η προστασία της περιουσίας του άλλου από οποιονδήποτε έκλεβε ή τάιζε με τα ζώα του την ξένη ιδιοκτησία.
Η σπορά των ρεβιθιών
Τα ρεβίθια για να τα σπείρουνν διάλεγαν τα κατάλληλα χωράφια που ήταν τα λεγόμενα «αμουδερά» τα οποία συγκρατούσαν την υγρασία, και το φυτό σε αυτά ρίζωνε βαθειά.
Προτιμούσαν χωράφια που είχαν ελιές, και τα καλλιεργούσαν αρχές Άνοιξης, αλλά μπορεί και Γενάρη ή Φλεβάρη μετά τα χιόνια. Στη δεύτερη καλλιέργεια πέταγαν παράλληλα και πέντε έξη κιλά ρεβίθια στο χωράφι κυρίως «στσι ανεμεσάδες», δηλαδή έξω από τις ελιές στο ξέφωτο, που το έβλεπε ο ήλιος.
Αυτό το κάνανε για να μην είναι απλά άδειο το χωράφι. Επιβάλλεται όταν είναι να σπαρθούν ρεβίθια, να έχει γίνει νωρίτερα ένα πρώτο όργωμα. Στο δεύτερο όργωμα σπέρνονται τα ρεβίθια, και μετά σβαρνίζονται με την «ξυλόπορτα» (σβάρνα), οπότε σκεπάζονται με το χώμα. Συνήθιζαν κάποιοι όταν «δισκαφίζανε» τις ελιές τους, να έσπερναν παράλληλα και τα ρεβίθια, αλλά καμιά φορά έσπερναν στο ίδιο χωράφι και λινάρι ή φακές ή άλλα «φαβόροβα». Είχαμε την « πρώιμη σπορά» τέλος του Γενάρη με αρχές Φλεβάρη, και την «όψιμη σπορά» κατά τον Μάρτη.
Όλα όμως τα ρεβίθια είτε πρώιμα είτε όψιμα, κατά τον Ιούνιο ήταν πλέον κίτρινα και έπρεπε να ξεπατωθούν. Δεν περίμεναν να ξεραθούν τελείως, αλλά να είναι «μελίχλωρα», δηλαδή να έχουν αρχίσει ήδη κα κιτρινίζουν, γιατί τότε δεν ήταν εύκολο να πέσει ο καρπός. Αν όμως ήταν τελείως ξερά, τα λουβιά άνοιγαν εύκολα και έπεφτε το ρεβίθι στη γη.
Τσουμαλιές, «τα ροβίθια να στέκουνε όρθια, κάτω οι τρούλες και πάνω οι ρίζες!
Από βραδύς ο πατέρας που γνώριζε καλά τον καιρό, έλεγε πως το πρωί να πάμε στα ροβίθια, γιατί θα έχει δροσούλα και «θα είναι καλά ντως μπλιό να τα βγάλωμε». Πράγματι το πρωί είχε δροσεράδα, και φτάναμε όλη η οικογένεια στο χωράφι λίαν πρωί! Σκύβαμε όλοι και πιάναμε στο χέρι μας μία – μία τις ροβιθιές, τις τινάσσαμε να πέσει το χώμα, και στη συνέχεια γεμίζαμε με ρεβιθιές ένα καλό «μάτσο» στο χέρι μας . Αρχίζαμε από εκεί όπου ήταν πιο μεστωμένες, και αφού τις κάναμε μάτσα – μάτσα, στη συνέχεια το κάθε μάτσο, το τοποθετούσαμε όλοι ανάποδα στο έδαφος με τις ρίζες δηλαδή προς τα επάνω! Όλοι τοποθετούσαμε τα ματσάκια μας δίπλα – δίπλα στο ίδιο σημείο, ώστε να ακουμπάνε μεταξύ τους. Όταν μαζευτούν πολλά μάτσα σε ένα μέρος τότε σχηματίζεται η λεγόμενη «τσουμαλιά»! Σε κάθε σημείο των 20 με 30 τμ περίπου όπου είχαν ξεπατωθεί τα ρεβίθια γινόταν μια τσουμαλιά, και σαν προχωρούσαμε παρακάτω γινόταν άλλη. Έτσι σε ένα χωράφι γινόταν πάνω κάτω τέσσερις πέντε τσουμαλιές περίπου. Έμεναν εκεί οι τσουμαλιές έως ότου ξεραθούν καλά, περίπου 15 με 20 μέρες. Μετά πάλι, μια μέρα με «απαλάδα» (δροσούλα), θα πάει ο πατέρας με ένα βοηθό, να φτιάξει μερικά «δεματικά», ή αλλιώς «λιγοδέτες» με αγγελάμους (άγρια βρώμη) ή σφάκες (πικροδάφνες) ή λιγαριές, και με αυτά θα δέσει τα ρεβίθια. Θα τα κάνει μικρά δεματάκια, βάζοντας προς τα μέσα τις τρούλες που έχουν τον καρπό, και προς τα έξω τη ρίζα, ώστε να προστατεύεται και μην πέφτει εύκολα ο καρπός.
Αλώνισμα στο αλώνι ή στην ταράτσα του σπιτιού
Κάθε τσουμαλιά γινόταν συνήθως ένα μικρό δεματάκι, και αν στο τέλος τα δεματάκια ήταν λίγα τέσσερα πέντε, τα πηγαίνανε στην ταράτσα του σπιτιού να τα κοπανίσουν αργότερα με τον κόπανο, και επιτόπου να τα λιχνίσουν. Αν όμως ήταν περισσότερα τα πηγαίνανε στ’ αλώνι και τα λωνεύγανε . Στα ρεβίθια όμως όπως και σε άλλα όσπρια δεν χρησιμοποιούσαν τον βολόσυρο, για το λόγο ότι είχε τα «μαχαίρια» από κάτω, ή τις κοφτερές πέτρες (οψιδιανό), μην τυχόν και καταστρέψει τον καρπό. Έλυναν τα δεμάτια και τα σκόρπιζαν ομοιόμορφα στο αλώνι. Στη συνέχεια έβαζαν απλά τα βόδια ή τα γαϊδούρια «να τα τσαλοπατούνε, ίσαμε να σπάσουνε ούλες οι φούσκες (λουβιά)»! Τα λουβιά βέβαια άνοιγαν πολύ εύκολα και μόνο με το περπάτημα των ζώων!
Το λίχνισμα γινόταν μια μέρα που να έχει «δισκό» (αέρα δυτικό). Στην αρχή λίχνιζαν με τα «θρινάκια» και μετά με τα «κόσκινα». Τα γεμίζανε, στη συνέχεια τα σηκώνανε ψηλά και τα αδειάζανε σιγά – σιγά. Το άχυρο και οι σκόνες πήγαιναν μακριά, και ο καρπός έπεφτε επιτόπου χάμω. Στο τέλος τα μεν ρεβίθια τα έβαζαν στα «άσπρα σακιά» και στην αποθήκη, τα δε άχυρα ή τα έβαζαν στις «σάκες», για συμπλήρωμα άχυρου στα ζώα, ή τα σκόρπιζαν στο χωράφι τους για να δέσουν εκεί κάποια στιγμή τα ζώα τους και να τα φάνε. Παλιά οι πατεράδες έπεμπαν τα Καλοκαίρια τα παιδιά τους «στα έχνη», να ψάξουν και να βρουν μια καλή «βοσκαριά» για να βοσκήσουν τα ζωντανά τους. Μερικά παιδιά όμως σαν είχαν αντιληφθεί τα ρεβιθάχερα στο χωράφι, έβαζαν εκεί τα αιγοπρόβατά τους να τα βοσκίσουν παράνομα! Αλλοίμονο όμως στο παιδί που θα τύχαινε να το πιάσει μέσα επ’ αυτοφώρω ο ιδιοκτήτης! Πολλοί έβαζαν πολλά ρεβίθια και τα πουλούσαν μετά στο εμπόριο. Έκαναν συστηματική καλλιέργεια.
Το «αλάτσι» του ρεβιθιού
Όταν πράγματι κάποιος τρώει δροσερά ρεβίθια, νοιώθει μια αλμυρή γεύση στο στόμα, κυρίως στο λουβί.
Όταν πάλι κάποιος λιχνίζει τα ροβίθια του στην ταράτσα, και ο αέρας παίρνει την σκόνη, στο στόμα φέρνει επίσης μια αλμυρή γεύση, γιατί λένε πως η σκόνη αυτή του ρεβιθιού «έχει πολύ αλάτσι»!
Πράγματι έχει διαπιστωθεί, πώς όπου πέσει η σκόνη αυτή από το λίχνισμα των ρεβιθιών, πάνω σε δένδρα είτε σε κήπους, κινδυνεύουν να τα ξεράνει η αλμύρα!
Τα σπιτικά στραγάλια
Όσοι έσπερναν ρεβίθια, δεν παρέλειπαν να φτιάξουν και σπιτικά στραγάλια. Πρώτα τα λεύκαιναν στο νερό μαζί με λευκή καθαρή στάχτη που είχαν σε σακουλάκι. Το πρωί τα αλατίζανε καλά, και το βράδυ τα έβαζαν μέσα σε ένα παλιοτίγανο μαζί με θαλασσινή ψιλή άμμο. Ακουμπούσαν το τηγάνι πάνω στα κάρβουνα, και τα συχνοανακάτευαν, μέχρι να στεγνώσουν και να «στραγαλιάσουν» (σκληρύνουν), οπότε πλέον είχαν έτοιμα τα στραγάλια τους, είτε για το κέρασμα της ρακής, είτε για να τα τρώνε τα παιδιά να ζεσταίνονται τον χειμώνα.
Το ρεβίθι και η λαογραφία μας
Από την αρχαιότητα είναι γνωστά τα ρεβίθια, που τα ονόμαζαν «ερέβυνθους». Μέχρι σήμερα πολλές είναι οι παροιμίες οι φράσεις , αινίγματα και προ πάντων τα παραμύθια και οι ιστορίες σε όλη την Ελλάδα που έχουν για θέμα τους τα ρεβίθια! Δεν ξεκινάει παραμύθι χωρίς το ρεβίθι!
«Παραμύθι παραμύθι το κουκί και το ρεβίθι , επαλεύγανε στη βρύση και περνά και η φακή και τσι βάνει φυλακή!» Αίνιγμα όπως: «Αλμυρό κι ανάλατο ροβίθι κι αν το νοιώσεις!» Μέχρι και ο αείμνηστος Ξυλούρης μας τραγούδησε το :
«Παραμύθι- παραμύθι το κουκί κι το ρεβίθι
Βόηθησε και συ να γένη όλη η γης αγαπημένη!»
Ο λαός της Κρήτης τα σταράτα και ξεκάθαρα λόγια με καθαρή εξήγηση, τα λέει και λόγια «ξεκομένα συγκωμένα»! Θέλει ο τίμιος άνθρωπος να ξεχωρίζει «την ήρα από το στάρι», και έτσι λέει τη φράση:
«Ξεκομμένα τα κουκιά από τα ροβίθια»! ή «ξεκαθαρισμένα τα κουκιά από τα ροβίθια». Το λέει μια κυρία σε κάποιον που προσπαθεί να τη δελεάσει με πονηρά λόγια, του κόβει το βήχα από την αρχή! Δηλαδή δεν εμπλέκει η σοβαρότητα με την χυδαιότητα στις κουβέντες του συνομιλητή ! Ο λαός δ εν σταματάει, προχωράει και σε ιστορίες και τα παραμύθια!
Παλιά πριν τη κατοχή, υπήρχε ένα παραμύθι με τίτλο «Ο Πολυρεβιθάς», που μάθαιναν τότε οι δάσκαλοι στους μικρούς μαθητές!
Το παραμύθι αυτό έλεγε για μια φτωχιά μάνα που δεν είχε τι να δώσει στο γιό της για κληρονομιά, και το μόνο που είχε να του δώσει ήταν ένα μονάχα ρεβίθι! Ο γιός της το φύτεψε, και το φυτό του έκανε δέκα ρεβίθια του χρόνου! Φύτεψε μετά τα δέκα αυτά ρεβίθια, και τον επόμενο χρόνο έβγαλε εκατό! Έσπειρε και τα εκατό και έβγαλε χίλια! Έσπειρε μετά και τα χίλια, και έβγαλε δέκα χιλιάδες και στο τέλος έγινε τόσο πλούσιος, που δεν ήξερε που να τα βάλει τα ρεβίθια του! Το παραμύθι βέβαια ήταν απλά διδαχτικό, και αποσκοπούσε στο να περάσει το μήνυμα στα παιδιά, ότι όποιος προσπαθεί και καλλιεργεί ανταμείβεται και προκόβει! Το ίδιο μήνυμα βέβαια λέει και μια άλλη μεσαρίτικη φράση: «Το καλό παιδί το πράμα ήντα το θέλει, και το κακό παιδί πάλι το πράμα ήντα το θέλει»! Εννοούν, πως το καλό (εργατικό) παιδί και να μη βρει τίποτα θα κάμει, ενώ το κακό, και να βρει θα τα φάει! Άλλο παραμύθι είναι «το ρεβίθι και η πριγκίπισσα», που η βασίλισσα έβαλε ένα ρεβίθι στο στρώμα να δει αν ενοχληθεί στον ύπνο η πριγκίπισσα τότε θα είναι πραγματική, και της κάνει για το γιό της!
«Το ροβίθι εξεγέλασε το κλέφτη», λένε σε κάποια μέρη, γιατί είναι απίστευτα εντυπωσιακό, το πόσο γρήγορα μεστώνει! Πέρασε ο κλέφτης και είδε τα ρεβίθι αμέστωτα, και φαντάστηκε πως σε πέντε μέρες θα έχουν μεστώσει, και τότε θα ξαναπεράσει να κλέψει. Όταν όμως πέρασε, τότε είχαν ήδη μεστώσει!
Το ρεβίθι είναι συνυφασμένο με τον κρητικό γάμο, γιατί είναι πολλές οι μαντινάδες που αρχίζουν με το ρεβίθι στη πρώτη στροφή της μαντινάδας.
«Ἕνα τραγούδι θὲ νὰ πῶ ἐπάνω στὸ ρεβύθι·
χαρὰ στὰ μάτια τοῦ γαμπροῦ, ποὺ διάλεξαν τὴ νύφη!»
Τα ρεβίθια επίσης ήταν έθιμο τα παλιά χρόνια στους κρητικούς γάμους , να τα μαγειρεύουν γιαχνί με κομμάτια κοιλιάς ζώου, και κυρίως στα φτωχά μέρη.
Το ρεβίθι είναι στη Κρήτη συνυφασμένο επίσης με το φτάζυμο ψωμί. Τα ρεβίθια τα κοπάνιζαν από βραδύς οι νοικοκυρές στο «χαβάνι» (μπρούντζινο γουδί), έβαζαν μετά τα θρύμματα σε ένα «κουρούπι» (κιούπι) σκεπαστό με νερό, και το αφήναν εκεί κρυμμένο στο αλεύρι όλο το βράδυ μέχρι το πρωί, αφού το ανακατεύουν κάπου – κάπου. Έτσι φτιάχνανε τον λεγόμενο «κουνενό». Το ψωμί με τον κουνενό έπαιρνε εφτά ζυμώσεις μέχρι το πρωί, και για αυτό ονομάστηκε και «εφτάζυμο»!
Βέβαια έχουμε και αρνητικά γεγονότα, τότε επί τουρκοκρατίας έριχναν οι βεζίρηδες ρεβίθια στο πάτωμα και μετά επέβαλαν στα κορίτσια ελληνόπουλα να χορεύουν, με σκοπό να γλιστρούν και να πέφτουν κάτω και εκείνοι φυσικά να κάνουν σείρι.
Έχουμε ιστορία με κάποιον πονηρό,που έκανε τάμα να γιατρευτεί και να πάει στην εκκλησία με ρεβίθια στα παπούτσια του! Όμως πήγε κανονικά χωρίς να πάθει τίποτα!
«Ναι, έκανα τάξιμο να βάλω ρεβίθια στα παπούτσια μου, δεν είπα όμως να μην είναι βρασμένα!»
TA ΡΟΒΎΘΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΛΟΥΣΆ ΤΣΗ ΓΙΑΓΙΆΣ
Μια μέρα ρώτησα τη μάνα μου να μου πει πως ψήνανε τα παλιά χρόνια τα ρεβίθια, και εκείνη μου περιέγραψε μια σκηνή που η γιαγιά Κατερίνα τα είχε φτιάξει κάποτε στο ωριό της τη Φανερωμένη παρόντος εμού που ήμουν δέκα χρόνων!
Παλιά η γιαγιά σου τα ροβίθια τα ‘κανε βραστά σκέτα με το λάδι και με το λεμόνι, γ-ή άμα ‘θελε τα ‘κανε και γιαχνί με ντομάτα. Αποσπέρασι ετοίμαζε δυο τρείς φούχτες ντόπια ροβίθια, και τα ‘βανε στο νερό. Τα ντόπια ήτανε πιά μικιά από τα αγοραστά. Πιά κακόψητα ήτονε μιαολιά από τα άλλα που αγοράζαμε από το μπακάλη, που τα λέγανε και “μαροκιανά”. Τα μαροκιανά ήταν πιά χονδρά και πιά αφράτα, και ψηνότανε καλύτερα. Ο παππούς σου ήβανε κι από κειανά.
Ζέστανε η γιαγιά σου νερό στη φωθιά, και άμα ήτανε χλιαρό, έριχνε τα ροβίθια μέσα. Μετά πήγαινε στη παρασθιά, και μάζευε μια χαχαλιά (φούχτα) άθο καθαρό (στάχτη), τον ήβανε σε ένα σακούλι ή σε πανάκι, το έκανε μάτσο, το έδενε σφιχτά με σπάγκο στη πάνω μεργιά. Το σακούλι το άφηνε μέσα στο νερό μαζί με τα ροβίθια ούλο το βράδυ μέχρι το πρωί!
Το νερό γινότανε αλουσά, και βοηθούσε στο να μαλακώσουνε και να ψηθούνε πιά εύκολα την επ’ αύριο.
Το πρωί που σηκωνότανε η γιαγιά σου, πήγαινε στο τσικάλι, έβγανε τα ροβίθια από την αλουσά, και τα έβανε σε ένα μοσωράκι (λεκανάκι). Εκειά τα ξέπλαινε καλά – καλά, τους έριξε κοπανισμένο ψιλό αλάτσι από το τσούκο που ‘χενε κρεμασμένο στο τζάκι, από μια τρύπα που είχε έχωνε η χέρι τζη. Τα άφησε έτσα κιαμιά ώρα στο μοσωράκι χωρίς νερό.
-Ελάστε κοπέλια να σασε δώσω κουκούνια!
Εσυ με την αδερφή σου που ήσαστε όξω και παίζατε με το κάτη, και σας εφώνιαξε η γιαγιά σου: «Ελάστε κοπέλια να σας ε δώσω κουκούνια»! Δεν εκάτεχες σάικα ήντα ήτανε τα «κουκούνια», πράμα λουκούμια, γ-ή λουκουμάδες!
Τελικά έπιασε από μνιά χούφτα ροβίθια αλατισμένα άψητα, και εκειανά ήτονε τα «κουκούνια» τση γιαγιάς σου! Μετά εσύ από στα τότεσας, είχες μάθει, και άμα τα είχα και εγω το πρωί τα ‘χα και εγω ετσά αλατσιστά άψητα ακόμη τα ροβίθια, εβούτας μια χούφτα και τα έτρωγες ισα με να πομαγερέψω!
Ε, μετά δα η γιαγιά σου τα ‘τριβε πάλι απαλά – απαλά στα χέρια τση στη κατσαρόλα, και τα ξέπλαινε με νερό να φύγουνε τα φλούδια και να ξεπλυθούνε και από την αλουσά, που ήτανε η σόδα τση δικιά μας εποχής!
Στη πρώτη βράση ξάφρισμα και χύσιμο το νερό
Είχε που λές η γιαγιά σου το τσικαλάκι στεμένο με νερό, και ίσα να ζεσταθεί, να μη ντοντινιάζει, και πρίν αρχίξουνε οι πρώτες φουσκάλες, τσούκ, εφκαίρενε τα ροβίθια μέσα! Εκειά δα περίμενε να αρχίσει η βράση, και κοίταζε να τα ξαφρίσει!
-Εγώ γιαγιά θα κάτσω να σου τα ξαφρίσω! Τση λές εσύ! Γιαε καλά δε το κάνω?
-Καλά το κάνεις παιδί μου, μόνο για να μη παιδεύγεσαι, τράβα με το κουτάλι τον αφρό στη μνιά μπάντα και παίρνε τονε με τη μεγάλη πλακωτή κουτάλα, σου είπε!
Δεύτερο νερό και άδειασμα το παλιό
Άμα μεσοψηθήκανε τα ροβίθια, άδειαζε το νερό και έβανε άλλο στο τσικάλι.
Άφηνε πάλι τα ροβίθια να πάρουνε μερικές ακόμα βράσες, μέχρι να ψηθούνε.
Ροβίθια βραστά γη ροβίθια με κρομμύδι και ντομάτα
Μετά σε ρωτά η γιαγιά σου άμα βράσανε τα ροβίθια:.
-Πώς τα θές παιδί μου τα ροβύθια, βραστά γη γιαχνί?
-Γιαχνί καλιά! Τση λές.
Πχιάνει και βγάνει δυό πχιάτα, ένα για το παππού και ένα για τη μάνα μου που τα θέλανε λαδερά με λεμόνι. Τα σέρβιρε στο πχιάτο με λάδι αλάτσι και το λεμόνι, και μετά συνέχισε τη μαγερική! Αυτό ήταν το αγαπημένο φαι σε πολλούς από τους παλιούς, να τρώνε δηλαδή τα όσπρια σαν σαλάτα!
Για να τα κάνει γιαχνιστά, ήκοψε κομμάθια ένα κρομμύδι και δυό ντομάτες, λίγο μαϊντανό, ήβαλε λάδι στο τσικάλια και τα τσιγάρισε. Έριξε και νερό να ψηθούνε τελείως, αλλά χωρίς να ρίξει τα ροβίθια! Λέει η γιαγιά, πως άμα τα ρίξεις ντελόγο, ίσαμε να ψηθεί η ντομάτα θα σφίξουνε τα ροβίθια και δε θα ψήνουνται! Άμα ψήθηκε η ντομάτα καλά με το κρεμμύδι, τότε έριξε και τα ροβίθια να πάρουνε μια δυο βράσες. Φέρνει από τα κάτωντουλάπια τη πχιατοθήκης, το ντενεκέ με τον κόκκινο πηχτό μπελτέ απού είχε σάσει η ίδια, σφίγγοντας τση ντομάτες το καλοκαίρι, Έριξε μέσα δυο κουταλιές να πάρει χρώμα. Ρίχνει μιαολιά αλάτσι ακόμη και τα σκεπάζει με το πούμα (καππακι)! Βουτάς κρυφά το κουτάλι, και τρώς απ το κουτί μια κουταλιά μπελτέ, ετσά στη ζούλα! Ω τον παντέρμο πως άρεσε ο μπελτές κόκκινος κόκκινος εκεινανά τα χρόνια! Είχε μια θαυμάσια γλυκόξινη γεύση, τον βάζανε και στο ψωμί!
Πάντα τα ροβίθια αμα τα πετύχαινες απαλιασμένα και αλμυρά το πρωί που τα σαζα, μου βούτας μια φούχτα στη ζούλα!
Σιγά σιγά έτοιμα τα ροβιθάκια τση γιαγιάς! Τα άφηνε λίγη ώρα στο τσικάλαι να ηρεμήσουνε, και μετά τα σέρβιρε στο τραπέζι. Άλλοι τα τρώγανε σκέτα με λάδι αλάτσι και λεμόνι και ένα κρομμύδι στα τέσσερα! Οι άλλοι τα φάγανε γιαχνιστά με ζουμάκι!
Ε και σήμερα δα το ίδιο γίνονται πάνω κάτω τα ροβίθια,, μόνο που αντίς το σακούλι με τη στάχτη, βάνουνε μια κουταλιά σόδα από βραδύς στο νερό, και είναι το ίδιο πράμα. Εδά μπορεί να τα κοροϊδεύετε εσείς ετουτανά για τον άθο, λες και η σόδα σας είναι πιά καλή!