(Το άρθρο γράφτηκε το 2016, αλλά είναι πάντα επίκαιρο…)
Οι βεβαιότητες προσφέρουν το προστατευτικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο τα άτομα μπορούν να συνεχίσουν να ζουν χωρίς ανησυχίες και εφιάλτες. Καθώς λοιπόν το άγνωστο είναι το εννοιολογικά συνώνυμο της αβεβαιότητας, οι άνθρωποι επιχειρούμε να ανοίξουμε μία τρύπα στο μέλλον, με κάθε μέσο. Προσπαθούμε να μάθουμε προς τα πού βαδίζουμε και πόσο κακοτράχαλος είναι ο δρόμος που θα φανεί μετά την ορατή στροφή.
Στην καταλλαγή της αγωνίας μάς βοηθάει η «βιομηχανία» των προβλέψεων, οι εκπρόσωποι της οποίας μπορεί να έχουν διάφορες μορφές: είτε εκείνου του σοβαρού επιστήμονα που μας επιδεικνύει στατιστικά στοιχεία προς επίρρωσιν των θεωριών του, είτε της χαρτορίχτρας και του μελλοντολόγου, για τους οποίους το κύρος μάλλον αποκτάται από την επιφοίτηση, ενώ και το ασήμωμα βοηθάει για την «ευμένεια» των μελλούμενων.
Πεδίον λαμπρόν των εκτιμήσεων – προβλέψεων προσφέρουν ετησίως οι Πανελλαδικές Εξετάσεις για την εισαγωγή στα ΑΕΙ/ΤΕΙ. Φυσικά, ο λόγος για την πορεία των βάσεων εισαγωγής, οι οποίες συναρτώνται από τις επιδόσεις των υποψηφίων, σε συνδυασμό με τις βάσεις της προηγούμενης χρονιάς.
Ενα σκέλος αυτής της ιστορίας, το οποίο πρέπει να προβληματίσει, είναι η σοβαρότητα και η συνέπεια των εκτιμήσεων. Ας το πούμε με μία λέξη: η επιστημοσύνη τους.
Για παράδειγμα, κατά καιρούς έχουν αναγορευθεί εκτιμητές, καθηγητές με αντικείμενο στον κλάδο των ανθρωπιστικών επιστημών, οι οποίοι στο παρελθόν επιχειρούσαν προβλέψεις του στυλ «η βάση π.χ. του Φυσικού Αθηνών –στα 16.118 μόρια το 2015– μπορεί φέτος να ανέβει στα 16.300 αλλά και μπορεί να μειωθεί στα 16.000 μόρια…». Ή εκείνος που προ ετών είχε εκτιμήσει ότι η βάση της Ιατρικής θα κινηθεί πέριξ των… 19.214 μορίων! Και ξέρετε γιατί; Διότι είχε την πληροφορία ότι η βάση θα ανέβει κατά περίπου 100 μόρια σε σύγκριση με τη βάση του προηγούμενου έτους αλλά δεν είχε τη στοιχειώδη μαθηματική… ευθιξία το 19.214 να το στρογγυλέψει στο 19.200.
Τα παραπάνω παραδείγματα και ό,τι σημαίνουν για την αξιοπιστία των προβλέψεων πρέπει να προβληματίσουν. Όχι διότι οι άνθρωποι παρουσιάζονται φοβικοί μπροστά σε αναμενόμενα που δεν μπορούν να ελέγξουν, αλλά επειδή αδυνατούν να διαχειριστούν απλά δεδομένα. Για να εξηγηθώ: Είναι επικίνδυνο ο υποψήφιος (και οι γονείς του) να επιλέγει σχολές με κριτήριο τις προβλέψεις των βάσεων. Είναι άστοχο ένας υποψήφιος (και οι γονείς του) να πιστεύει ότι μπορεί κάποιος να του διασφαλίσει ότι θα εισαχθεί. Η αγωνία του θα κρατήσει μέχρι την ανακοίνωση των βάσεων.
Και, τελικά, εκτιμώ ότι η διαχείριση που κάνει κάθε οικογένεια για όσα αφορούν το μέλλον του παιδιού κρίνει την ωριμότητα μιας κοινωνίας. Ο τρόπος με τον οποίο πολλές ελληνικές οικογένειες λειτουργούν κατά τη διάρκεια των Πανελλαδικών μοιάζει να είναι η μία πλευρά ενός νομίσματος. Η άλλη πλευρά δείχνει άτομα και κοινωνίες να εθελοτυφλούν παντελώς απροετοίμαστα για γεγονότα που αλλάζουν δραματικά τα δεδομένα…
Πηγή: kathimerini.gr – ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΛΑΚΑΣΑΣ