Κείμενο – φωτογραφίες του Μάνθου Νεονάκη*
Ένα αφιέρωμα στους Απεσωκαριανούς που τα ήξεραν αλλά έφυγαν, στους
Απεσωκαριανούς που τα ξέρουν και έχουν αναμνήσεις ,και σε αυτούς που δεν τα
ξέρουν για να τα μάθουν.
Ερμηνεία του τοπωνυμίου
Το τοπωνύμιο είναι Βυζαντινό. Πιθανότατα παράγεται από το εμπρόθετο
επίρρημα από + έσω + το προσηγορικό χωρίον > αποεσωχώριον > απεσωχώριον >
Απεσωχώρι. Σ’αυτόν τον τύπο ανταποκρίνεται η παλαιότερη απόδοση του ονόματος
του οικισμού Aposochori, που καταγράφεται στο Δουκικό Αρχείο. Στον τύπο
Απεσωχώρι γίνεται τροπή του χ σε κ με δωρική επίδραση, και του ω σε α :Απεσωχώρι
> Απεσωκάρι.
Άλλη εκδοχή σύμφωνα με τον Στεφ.Ξανθουδίδη, Μελετήματα ,έκδοση Δήμου
Ηρακλείου ,σ.432 και Λαογραφία τόμ.Ζ’ 1923, το τοπωνύμιο σχετίζεται πιθανώς με
τη μεσαιωνική λ.σωκάρι = σκοινί
Είναι σχεδόν σίγουρο ότι η πρόσβαση στο χωριό δεν είναι η ίδια με αυτή του 1369
πιθανόν το χωριό να ήταν απομονωμένο και έτσι να δικαιολογείται η ονομασία
Apossochari .
ΜΙΚΡΟΤΟΠΩΝΥΜΙΑ ΑΠΕΣΩΚΑΡΙΟΥ
- Αγία Κυριακή, η (στην Αjιά gυρjιακή) Αγιώνυμο. Σώζονται ερείπια της
ομώνυμης εκκλησίας. Σύμφωνα με την παράδοση η περιοχή λειτουργούσε ως
τόπος ταφής των λουβιασμένων (των λεπρών) και των αβάπτιστων παιδιών.
Στην περιοχή υπάρχουν διάσπαρτα βήσαλα. (π)
- Αγκαβανιάς, ο (στον Αgαβανιά) Περιοχή με αγριάδα. Φυτωνύμιο. Αγκάβανος
= σίλυβον το μαριανόν . Παράγεται από τα προσηγορικά αγαύη (το φυτό
αθάνατος) + άκανος (είδος αγκαθιού) > αγκάβανος κατά συμφυρμό .
Αγκάβανος + περιεκτικό επίθημα –ιάς > αγκαβανιάς = περιοχή στην οποία
ευδοκιμούν/φυτρώνουν αγκαβάνοι. Το 1935 ανασκάφηκε μινωικός τάφος από
τον ιδιοκτήτη του αργού. (π)
- Αζόγυρος (στσ αζογύρους). Φυτωνύμιο. Είδος λυγαριάς με έντονη και
ενοχλητική μυρωδιά απωθητικό για τα κουνούπια.
- Αλώνι Πέρα, το (στο Πέρ’ Αλώνι) Λέγεται και Σωχωράκι, το (στο Σωχωράκι).
- Αμπελιώτης, ο (στον Αbελιώτη) Φυτωνύμιο. Παράγεται από το προσηγορικό
αμπέλι και το επίθημα –ώτης, που εδώ έχει περιεκτική σημασία. Αμπελιώτης =
η περιοχή στην οποία καλλιεργούνται αμπέλια. Και σήμερα υπάρχουν
αμπέλια στην περιοχή. (π)
- Αμπέλοι, οι (στσ’ Αbέλους) Φυτωνύμιο. Περιοχή με αμπέλια. Παράγεται από
το προσηγορικό αμπέλι > Αμπέλοι. Η τροπή του ουδετέρου σε αρσενικό
λειτουργεί μεγεθυντικά. (π)
- Απεζανιώτικο, το (στ’ Απεζανιώτικο) Κυριώνυμο. Αναφέρεται σε περιοχή
ιδιοκτησίας της Μονής Απεζανών. (Απεζανές + πατριδωνυμικό επίθημα –
ιώτης > Απεζανιώτης + επίθημα –ικός, δηλωτικό της ιδιότητας >
Απεζανιώτικο. (π)
- Αρνοκεφάλα, η (στην Αρνοκεφάλα) Σύνθετο τπν από το αρχ. αρήν, αρνός (=
αμνός, πρόβατον άρρεν ή θήλυ) + κεφάλι > μεγεθυσμένο κεφάλα = λόφος
σχήματος κεφαλής αρνιού ή κατάλληλος για την εκτροφή των αρνιών.
- Ασφεντυλιδιάς, ο (στον Ασφεdυλιδιά) Φυτωνύμιο. Παράγεται από το φυτό
ασφόνδυλος > ασφέδυλος > ασφέντυλος + υποκοριστικό επίθημα –ίδι >
ασφεντυλίδι + περιεκτικό επίθημα –ιάς > Ασφεντυλιδιάς. (π)
- Βαβούρης, ο (στου Βαβούρη) Κυριώνυμο. Το επώνυμο Βαβούρης,
Βαβουράκης δεν μαρτυρείται σήμερα στην περιοχή. Στους εκλογικούς
καταλόγους του 1913 αναφέρετε στο Απεσωκάρι ο Βαβουράκης Αντώνιος του
Κωνσταντίνου ετών 70. (π)
- Βάγκα, η (στη Βάgα) Ο Ξανθινάκης ετυμολογεί τη λέξη βάγκα (= τάφρος) από
το ιταλικό vanga = σκαλιστήρι κατά το σχήμα συνεκδοχής. το όργανο αντί για
το αποτέλεσμα . (π)
- Βίγλα, η (στη Βίγλα) από το ιταλικό vigilare = επιβλέπω, εποπτεύω. Vigilia >
vigla > βίγλα = ο τόπος, το σημείο εποπτείας. Περιοχή στον Οξύ όπου
σύμφωνα με τον Ξανθουδίδη στην επίσκεψή του την10η Ιουνίου 1915 με την
υπόδειξη του Νεονάκη Κωνσταντίνου του Μιχαήλ, διαπίστωσε την ύπαρξη
Μινωικού οικισμού. Την περίοδο της Γερμανικής κατοχής Γερμανός
αρχαιολόγος ανέσκαψε την περιοχή και έφερε στο φως μινωικό οικισμό με
σημαντικά ευρήματα (πολύχρωμα λίθινα αγγεία, χάλκινους διπλούς πέλεκες,
αγγεία ΜΜ Ι περιόδου) .
- Βρύση, η (στη Βρύση) Η κεντρική βρύση του οικισμού στην οποία το νερό
έφτανε με υπόγειο αγωγό (κουτούτο). Από εκεί προμηθεύονταν νερό οι
γυναίκες του χωριού με σταμνιά, στις γούρνες πότιζαν τα ζώα, έπλεναν τα
ρούχα, και το περίσσευμα με αγωγό, πήγαινε στη στέρνα από όπου
μοιράζονταν στους χωριανούς για το πότισμα των κήπων.
- Βρύση Ρετζέπη, η (στου Ρετζέπη τη Βρύση) Περιοχή μεταξύ Ρέχτρα και
Καλάμια του Νεόνη με νερό όλο το καλοκαίρι με κολύμπες που κάνανε
μπάνιο τα κοπέλια και φτιάχνανε το λινάρι οι μεγάλοι. Κυριώνυμο. Φέρει το
όνομα του μουσουλμάνου ιδιοκτήτη Ρετζέπ.
- Γεώτρηση, η (στη jεώτρηση)
- Γεώτρηση Παλιά, ή (στη bαλιά jεώτρηση) Λέγεται και Γεώτρηση στο Γέρο
Ποταμό, η (στη jεώτρηση στο jέρο bοταμό). Πριν τεθεί εκτός λειτουργίας και
κατασκευαστεί η νέα γεώτρηση που εξυπηρετεί τον οικισμό, το τοπωνύμιο
προσδιοριζόταν απλά ως στη jεώτρηση.
- Γιατρός, ο (στου jιατρού) Κυριώνυμο από επάγγελμα. Σήμερα δεν διατηρείται
μνήμη του ιδιοκτήτη. Στην περιοχή υπάρχουν βήσαλα. (π)
- Γούλες, οι (στσι Γούλες) Το τοπωνύμιο μπορεί να δεχτεί δυο ερμηνευτικές
προσεγγίσεις: α. ως υδρώνυμο. Πιθανόν να υπήρχαν παλαιότερα πηγές στην
περιοχή ή να λίμναζε νερό (από το τουρκ. göl (=λίμνη) > γούλα και β. ως
φυτώνυμιο από το φυτό γούλα ή ασκόλυμπρος ( > σκόλυμπρος > αρχ.
σκόλυμος). (π)
- Δράκος, ο (στου Δράκου) Κυριώνυμο. Στην Κρήτη συναντάται το βαφτιστικό
όνομα Δράκος. Πηγή στο χωριό. (π)
- Ελιές Δυο, οι (στσι Δυο Ελιές) Φυτωνύμιο, όπως και τα υπ’ αριθμ. 15 και 16.
Η παρουσία των προσδιορισμών δυο, τέσσερεις, εφτά αποτελεί ανάμνηση της
σπανιότητας των ελαιοδέντρων στην περιοχή. Σε παλαιότερα χρόνια η
Μεσαρά ήταν φημισμένη για το σιτάρι της και όχι για το λάδι.
- Ελιές Εφτά, οι (στσ’ Εφτά Ελιές) (π)
- Ελιές Τέσσερεις, οι (στσι Τέσσερεις Ελιές) (π)
- Ελλενικά, τα (στα Ελλενικά) Περιοχή με ερείπια κτισμένα με ασβέστη.
Συνήθως με το όνομα Ελλενικά – Ελληνικό ή Λενικά – Λενικό
χαρακτηρίζονται περιοχές αρχαιολογικού ενδιαφέροντος ή περιοχές στις
οποίες ευδοκιμούσαν τα όσπρια. Παλιότερα έσπερναν όστρακα (βίσαλα) σε
περιοχές που καλλιεργούσαν όσπρια, επειδή πίστευαν ότι έτσι γίνονται
«καλόψητα». Ο δάσκαλος Χασουράκης Μιχαήλ σημειώνει για την ΕΚΙΜ το
1953: «Πάρα πολλά βήσαλα και τμήματα αρχαίων τοίχων σε αρκετά μεγάλη
έκταση». (π)
- Θρυμπιάς, ο (στο Θρυbjιά) Φυτωνυμικό. Παράγεται από το φυτό θρύμπη +
περιεκτικό επίθημα –ιάς > Θρυμπιάς = περιοχή στην οποία φύεται ο θάμνος
θρύμπη, η θρούμπα. (π)
- Κακόσκαλο, το (στο Κακόσκαλο) Χαράδρα. Σύνθετο τοπωνύμιο δηλωτικό του
δυσπρόσιτου του εδάφους (κακή + σκάλα > Κακόσκαλο). Έτσι
χαρακτηρίζονταν οι διαβάσεις που ήταν δύσβατες ή και επικίνδυνες για τη
διέλευση φορτωμένου ζώου.
- Καλάμια, Νεόνη, τα (στου Νεόνη τα Καλάμια) Κυριώνυμο. Υπάρχει σήμερα
στον οικισμό το επώνυμο Νεονάκης. Η κυριωνυμία στα καλάμια παραπέμπει
σε εποχές που το συγκεκριμένο φυτό ήταν χρήσιμο στην οικοδόμηση των
σπιτιών και στην κατασκευή χρηστικών αντικειμένων (καλάθια, κόφες,
κοφίνια, πανέρια ,κ.λ.π.)
- Καλύβα, η (στη gαλύβα) Παραπέμπει σε πρόχειρο κατασκεύασμα για
προσωρινή καλοκαιρινή διαμονή. Συνήθως καλύβες κατασκεύαζαν σε
περιοχές όπου καλλιεργούσαν κηπευτικά, η αμπέλια για να τα επιτηρούν από
τους κλέφτες. (π)
- Καμαράκι, το (στο Καμαράκι) Υπήρχε καμαράκι στον αγωγό που μετάφερε το
νερό από τα Βασιλικά Ανώγεια στο Απεσωκάρι. (π)
- Καμίνι, το (στο Καμίνι) Υπάρχουν υπολείμματα ασβεστοκάμινου.
- Καρουζοβασίλη (στου καρουζοβασίλη). Κυριώνυμο. Το όνομα αναφέρετε
στον εκλογικό κατάλογο του 1914.
- Καστιπέτης, ο (στου Κατσιπέτη) Κυριώνυμο. Σήμερα δεν συναντάται τέτοιο
επώνυμο η παρωνύμιο στον οικισμό. (π)
- Κατάβγα, τα (στα Κατάβγα) Επίπεδη παραποτάμια χωρίς πέτρες περιοχή.
Ξερότοπος. Δυσερμήνευτο τοπωνύμιο. Αν υποθέσουμε ότι είναι παρασύνθετο
από τις προθέσεις κατά + εκ + ρ. βαίνω > κατά + εκβαίνω < κατά + εκβατός
< κατά + αβγατός (πρβλ. με το ρ. αβγατίζω), τότε η ορθή γραφή είναι στα
Κατάβγα, με την έννοια ότι είναι μια περιοχή που ολοκληρώνεται γρήγορα
(αβγατίζει) η δουλειά λόγω της χαμηλής παραγωγικότητάς της. Μάλλον
απίθανη η γραφή με αυ (στα Καταύγα). (π)
- Κεφαλάκι, το (στο Κεφαλάκι) Μικρό ύψωμα. Κεφάλι = ομαλό ύψωμα. Στην
περιοχή υπάρχουν ίχνη αρχαιοτήτων. (π)
- Κιόνια, τα (στα Κιόνια) Πιθανότατα παραπέμπει σε περιοχή αρχαιολογικού
ενδιαφέροντος (Κιόνια < κίων). Στο παρελθόν είχαν εντοπιστεί αρχαιότητες.
Σχετικό τοπωνύμιο στον ενικό αριθμό (στο Κιόνι) απαντάται στην εδαφική
περιφέρεια Πιτσιδίων του Δήμου Φαιστού. (π)
- Κοπράνι, το (στο Κοπράνι) Αγριάδα. Ο τύπος στο Κοπράνι πιθανολογείται από
την Ελευθ. Γιακουμάκη ότι παράγεται από το ουσιαστικό κόπρανον . Ο
Πιτυκάκης στο λεξικό του ερμηνεύει το λήμμα κοπράνι ως τμήμα εδάφους μη
καλλιεργήσιμου που, επειδή λιπαίνεται από την κοπριά ζώων που βόσκουν ή
από την αποσύνθεση των φύλλων των δέντρων, παράγει άφθονο χορτάρι
κατάλληλο για βοσκή .
- Λαύρης, ο (στο Λαύρη) Μικρή πετρώδης λαγκαδιά με αρκετό νερό.
Διασχίζεται από τον ομώνυμο χείμαρρο. Παλαιότερα σε περιόδους καύσωνα
οι κάτοικοι του χωριού ανέβαιναν στο Λαύρη, όπου και κατέλυαν για κάποιες
μέρες. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του 97χρονου Κωνσταντίνου Χριστάκη
(+2010) στο Λαύρη υπάρχουν ερείπια της εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής,
τα οποία, όταν ήταν παιδί, επισκεπτόταν με τη μητέρα του στο πλαίσιο των
θρησκευτικών τους καθηκόντων. Το τοπωνύμιο γεννά προβληματισμούς τόσο
προς τη γραφή όσο και την ερμηνεία του. Πιστεύω ότι η σύνδεσή του με τον
λάβρυ (> Λάβρυς), τον αμφίστομο μινωικό πέλεκυ, ερμηνεία που κυριαρχεί
στους κατοίκους του οικισμού, είναι ατυχής, παρετυμολογία πιθανότατα
κάποιου από τους δασκάλους που δίδαξαν στο Απεσωκάρι. Δεν μπορούμε
επίσης να αποδεχτούμε την άποψη του Ελευθ. Πλατάκη, που υποστηρίζει ότι
το τοπωνύμιο Λαύρειο στην Κρήτη δόθηκε κατ’ αναλογίαν προς το μεταλλείο
του Λαυρ(ε)ίου σε περιοχές μεταλλευτικού ενδιαφέροντος . Πιθανότερη είναι
η σύνδεσή του με «το ουσιαστικό λάας (=λίθος) με ενδιάμεσο τύπο λαF(α)ρ-
α» ως δηλωτικό πετρώδους εδάφους .
- Λαύρης Κάτος, ο (στο gάτω Λαύρη)
- Λαύρης Πάνος, ο (στο bάνω Λαύρη)
- Λιβάδι, το (στο Λιβάδι) παράγεται από το αρχ. ελληνικό λιβάς + υποκοριστικό
επίθημα –άδι > λιβάδι = περιοχή άγονη που προοριζόταν για βόσκηση. (π)
- Λιδάκια, τα (στα Λιδάκια) Φυτωνύμιο με διπλό υποκορισμό: ελιά +
υποκοριστικό επίθημα –ίδι > ελίδι + υποκοριστικό επίθημα – άκι > Ελιδάκι >
Λιδάκι, με αποβολή του αρχικού ε. (π)
- Λιδοργίνης, ο (στου Λιδορjίνη) Κυριώνυμο (;). Σήμερα δεν συναντάται τέτοιο
επώνυμο η παρωνύμιο στον οικισμό. (π)
- Μαργιελωτός, ο (στο Μαρjιουλωτό) Ύψωμα. Πιθανόν από το λατινικό margo
( = κράσπεδο, άκρο) > υποκ. margelum > μαργέλιον > μάργελον > κρητ.
μαργέλι (=στολίδι) + επίθημα –ωτός > Μαργελωτός > Μαργιουλωτός.
- Μεσοσφήνι, το (στο Μεσοσφήνι) Σύνθετο τοπωνύμιο (μέσον + σφήνα)
προσδιοριστικό της μορφολογίας της περιοχής. (π)
- Μουρνιές, οι (στσι Μουρνιές) Φυτωνύμιο. Μορέα > Μουριά > Μουρνιά. (π)
- Μπονιανά, τα (στα bονιανά) Κυριώνυμο. Το επίθημα –ιανά παραπέμπει σε
οικογενειακό όνομα Μπόνης, Μπόνος. Σήμερα δεν μαρτυρείται τέτοιο
επώνυμο στην περιοχή. (π)
- Μπονιανά Κάτω, τα (στα Κάτω bονιανά)
- Μπονιανά Πάνω, τα (στα Πάνω bονιανά)
- Μύλος Κατρίνη, ο (στου Κατρίνη το Μύλο) Κυριώνυμο. Προφανώς από το
όνομα παλαιότερου ιδιοκτήτη. Σήμερα δεν συναντάται τέτοιο επώνυμο η
παρωνύμιο στον οικισμό. (π)
- Νουλούμι, το (στο dουλούμι) Περιοχή ανάμεσα στις Γούρνες και τη η βρύση
του χωριού από όπου περνούσε ο αγωγός ποτίσματος υπάρχουν μέχρι και
σήμερα ευκάλυπτοι και άλλα οπωροφόρα δένδρα. Πιθανότατα παράγεται από
το τουρκικό tulum > τουλούμι > Ντουλούμι = ασκί από δέρμα κατσίκας (πρβλ.
βρέχει με το τουλούμι = βρέχει καταρρακτωδώς > Ντουλούμι = περιοχή με
άφθονο νερό). (π)
- Νταβέλης, ο (στου dαβέλη) Κυριώνυμο. Σήμερα δεν συναντάται σχετικό
επώνυμο η παρωνύμιο στον οικισμό. (π)
- Νταρμάς, ο (στου dαρμά) Κυριώνυμο (;). Σήμερα δεν μαρτυρείται σχετικό
επώνυμο ή παρωνύμιο στον οικισμό. Πιθανή η ερμηνεία από το τουρκ.
derman = θεραπεία. Στην περιοχή υπάρχουν αρκετά βήσαλα. (π)
- Οξύς, ο (στον Οξύ) Ο κάθετα κομμένος ορεινός όγκος που δεσπόζει νοτίως
του οικισμού με το χαρακτηριστικό κοκκινωπό χρώμα. Το τοπωνύμιο είναι
αρχαϊκό και διατηρεί τον αρχαίο ελληνικό τύπο ο οξύς, -έως.
- Παπούρα, η (στη bαπούρα) Ο Ξανθινάκης πιθανολογεί ότι παράγεται από τη
λέξη πάπυρος, το στέλεχος του οποίου έχει κωνικό σχήμα, όμοιο δηλαδή με
λόφο (= παπούρι) .
- Πατητήρι, το (στο Πατητήρι) Πιθανότατα στο παρελθόν να υπήρχε πατητήρι
(ληνός) στην περιοχή. Το τοπωνύμιο συναντάται σε περιοχές με αμπέλια. (π)
- Περβολάκι, το (στο Περβολάκι) Από το αρχ. περίβολος > περιβόλιον >
περβόλιον > περβόλι + υποκοριστικό επίθημα –άκι > Περβολάκι. (π)
- Πλάκα, η (στη bλάκα) Μικρό οροπέδιο με πηγή και αρκετά δέντρα.
- Πλακούρα, η (στη bλακούρα) Περιοχή με αγριάδα. Παράγεται από το
προσηγορικό πλάκα + υποκορ. επίθημα –ούρι > πλακούρι. Η τροπή του
ουδετέρου πλακούρι σε θηλυκό πλακούρα, λειτουργεί μεγεθυντικά. Λέγεται
και Πλακούρια, τα (στα Πλακούρjια). Την περίοδο της Γερμανικής κατοχής
Γερμανός αρχαιολόγος ανέσκαψε μινωικό τάφο, τριακόσια περίπου μέτρα από
τον επίσης μινωικό τάφο που ανασκάφηκε στη θέση Αγκαβανιάς το 1935.
- Ποτιστικά, τα (στα Ποτιστικά) Η περιοχή με αρδευόμενα χωράφια.
- Ρακιδόσπηλιος, ο (στο Ρακιδόσπηλιο) Σπήλαιο. Σύνθετο τοπωνύμιο από τα
προσηγορικά ρακή + σπήλιος > ρακιδόσπηλιος. Πιθανόν στο παρελθόν να
λειτουργούσε αποστακτήριο ρακής (;). (π)
- Ρεχτάρα ή (στη Ρεχτάρα) Η ευρύτερη περιοχή του Ρέχτρα. Η μετατροπή του
αρσενικού σε θηλυκό με το επίθημα –άρα λειτουργεί μεγεθυντικά.
- Ρέχτρας, ο (στο Ρέχτρα / στου Ρέχτρα) Με το όνομα αυτό προσδιορίζεται ο
καταρράκτης ύψους περίπου εκατό μέτρων, το ποτάμι, αλλά και η γύρω
περιοχή. Υπάρχουν πολλές ερμηνευτικές προσεγγίσεις του τοπωνυμίου. Η πιο
ισχυρές είναι δύο: α) Ο καθηγητής Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, παράγονται
από το ρήμα ρήγνυμι της αρχαίας ελληνικής, που σημαίνει σπάζω, συντρίβω,
σχίζω κάτι , άποψη που είχε υποστηρίξει παλαιότερα ο Γ. Ν. Χατζιδάκις . β) Ο
τυμπακιανός φιλόλογος Γ. Μαλεφιτσάκης υποστηρίζει ότι το τοπωνύμιο
Ρέχτρας ή Ρέχτρα, Ρέχτρες, Ρέχτας παράγεται από το όνομα Ηλέκτρα. Την
τελευταία αυτή άποψή του τη στηρίζει στη μυθολογία. Οι Αχαιοί ερχόμενοι
στην Κρήτη «έφεραν τη θρησκεία, τη διάλεκτο και τις παραδόσεις του. Η
Αχαϊκή μυθολογία μας λέει ότι η Ηλέκτρα λατρευόταν σαν θεά του φωτός.
Κατά τον Ησίοδο (Θεογ. 265) ήταν κόρη του Ωκεανού … και μητέρα της
Ίριδας…. Ιδιαίτερα στην Κρήτη και στη Μεσσηνία η Ηλέκτρα λατρεύονταν
σαν Νύμφη των πηγών, των ρυακιών και των ποταμών, και το όνομά της
διδόταν σε πηγές και σε ποτάμια». Σήμερα, γράφει ο Μαλεφιτσάκης, το
τοπωνύμιο σημαίνει καταρράκτης. Όμως, συνεχίζει, στην Πλώρα –
Απεσωκάρι Καινουργίου υπάρχει το τοπωνύμιο Καταρράχτης της Ρίχτρας στις
πλαγιές των Αστερουσίων. Θεωρεί το τοπωνύμιο παραφθαρμένο και
υποστηρίζει ότι το σωστό είναι Καταρράκτης της Ρέχτρας, δηλαδή της
Ηλέκτρας, δηλαδή καταρράκτης απ’ όπου πηγάζει ο ποταμός Ηλέκτρας,
δηλαδή ο Γερο Ποταμός . Σε κάθε περίπτωση ο πληροφορητής του
Μαλεφιτσάκη του έδωσε λανθασμένη πληροφορία, γιατί, όπως φαίνεται και
από την παρούσα έρευνα, το τοπωνύμιο δεν είναι Καταρράκτης της Ρίχτρας,
αλλά – σκέτο – Ρέχτρας. Προς επίρρωση της ερμηνείας του τοπωνυμίου από
την Ηλέκτρα > Ρέχτρα > Ρέχτρας, έρχονται τα τοπωνύμια Λέχτρας και Λέχτρες
στην περιοχή της γειτονικής Βασιλικής Καινουργίου. Εξάλλου είναι φυσικό
οι άνθρωποι της αρχαϊκής Κρήτης να βλέπουν στους καταρράκτες και στα
ουράνια τόξα (ίριδες), που σχηματίζουν οι υδρατμοί τους με την πρώτη
ηλιαχτίδα, την Ηλέκτρα και την κόρη της την Ίριδα.
- Ρεχτροπήγαϊδα, τα (στα Ρεχτροπήγαϊδα) Σύνθετο τπν από τις λέξεις Ρέχτρας +
πηγάδι. Λάκκοι – γούβες που σχηματίστηκαν στα βράχια από την πτώση του
νερού του Ρέχτρα.
- Ριαλού, η (στη Ριαλού) Στο αρχείο της ΕΚΙΜ σημειώνεται: «Πρόκειται περί
ελαιοδέντρου πολύ παλαιού, πλησίον του οποίου λέγεται ότι ευρίσκεται
στέρνα με χρυσά νομίσματα. Βρίσκεται στην περιοχή των Ελλενικών.
Πιθανότατα, λόγω της προφορικής παράδοσης, το τπν να συνδέεται με την
ιταλική λέξη reale (= βασιλικός) > ρεάλι > ριάλι = ισπανικό νόμισμα. Ριαλού
ελιά = η ελιά με τα ριάλια. (π)
- Σκάμαντρη, η (στη Σκάμαdρη) Ορεινή πλαγιά με μεγάλη κλήση ανάμεσα σε
πέτρινους όγκους καλλιεργήσιμη μέχρι τη δεκαετία του 1970, χωρίς
επιφανειακό νερό. Το τοπωνύμιο παραπέμπει στο φημισμένο ποταμό της
Τροίας Σκάμανδρο, «όν Ξάνθον καλέουσι θεοί, άνδρες δε Σκάμανδρον» (Ιλ. Υ.
74). Από τον ίδιο ποταμό ο Έκτορας ονόμασε το γιο του Σκάμανδρο .
- Σκολειό, το (στο Σκολειό) Η περιοχή γύρω από το Δημοτικό σχολείο του
οικισμού.
- Στέρνα ( στου Λουλούδη τη στέρνα ). Κυριώνυμο. Συλεκτήρας νερού για το
πότισμα των κήπων. το επώνυμο Λουλούδης ή Λουλουδάκης ή κάτι παρόμοιο
δεν συναντάτε στα μητρώα αρρένων από το 1876 και μετά.
- Σπηλιάρες, οι (στσι Σπηλιάρες) Ορεινή αλλά καλλιεργήσιμη περιοχή. Οφείλει
την ονομασία της στην παρουσία σπηλαίων.
- Σπήλιος Καρούζο, ο (στου Καρούζο το Σπήλιο) Κυριώνυμο. Το επώνυμο
Καρούζος, Καρουζάκης υπάρχει στο Απεσωκάρι. Το τοπωνύμιο πιθανότατα να
συνδέεται με τον καπετάν Μιχάλη Κόρακα (Μιχαήλ Καρούζος) και την
επαναστατική του δράση.
- Σπήλιος Νεόνη, ο (στου Νεόνη το Σπήλιο) Κυριώνυμο. Υπάρχει σήμερα το
επώνυμο Νεονάκης στον οικισμό (Νεονάκης > Νεόνης με την αποβολή του
επιθήματος –άκης και τον αναβιβασμό του τόνου λειτουργεί μεγεθυντικά).
- Σποριά, η (στη Σποριά) Βουνοκορφή. Παράγεται από το ρ. σπείρω > σπορά >
σποριά. Στην κρητική διάλεκτο εκτός από το χώρο σποράς ο όρος
προσδιορίζει και έκταση γης.
- Στραβάδες, οι (στσι Στραβάδες) Επίπεδη περιοχή χωρίς ιδιάιτερα
χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν το τοπωνύμιο. Στο
σχετικά πρόσφατο παρελθόν οι κάτοικοι του Απεσωκαρίου καλλιεργούσαν
καπνά στην περιοχή. (π)
- Στροφοί, οι (στσι Στροφούς) Δυσερμήνευτο τοπωνύμιο. Πιθανή και η γραφή
στση Στροφούς, οπότε το τοπωνύμιο είναι κυριώνυμο ανδρωνυμικό (π)
- Σωχώρα, η (στη Σωχώρα) Παράγεται από το έσω + χώρος > εσώχωρος >
εσώχωρον > σώχωρο = περίφρακτος χώρος για την καλλιέργεια κηπευτικών.
Η τροπή του ουδετέρου σώχωρο σε θηλυκό σωχώρα, λειτουργεί μεγεθυντικά.
(π)
- Σωχωράκι, το (στο Σωχωράκι) Λέγεται και Αλώνι Πέρα, το (στο Πέρ’ Αλώνι).
- Σώχωρο Δασκαλάκη, το (στου Δασκαλάκη το Σώχωρο): Κυριώνυμο. Υπάρχει
σήμερα το επώνυμο Δασκαλάκης στον οικισμό. (π)
- Τοίχος, ο (στο dοίχο) Στο παρελθόν υπήρχε κτίσμα, το οποίο σύμφωνα με την
παράδοση ήταν φυλακές. Περιοχή με βήσαλα. (π)
- Τουρκοχαλέπα, η (στη dουρκοχαλέπα) Σύνθετο τοπωνύμιο από το επίθετο
τούρκος + χαλέπα > Τουρκοχαλέπα (βλ. τπν Χαλεπάκι)
- Τραχάλα, η (στη dραχάλα) Λέγεται και Τραχάλες, οι (στσι Τραχάλες) Τραχάλα
στην κρητική διάλεκτο σημαίνει γη που έχει πολλά χαλίκια. Παράγεται από το
αρχαίο ελληνικό επίθετο τρόχαλος (= ο τρέχων) > τρόχαλος = σωρός από
πέτρες) > μεγεθυσμένο τραχάλα. (π)
- Τρίγωνο, το (στο Τρίγωνο) Το τοπωνύμιο οφείλεται στο τριγωνικό σχήμα της
περιοχής. Περικλείεται από τρεις δρόμους στα όρια με τις Φλαθιάκες. (π)
- Χαλεπάκι, το (στο Χαλεπάκι) Από το αρχ. χαλεπός με αναβιβασμό του τόνου >
Χαλέπα + υποκορ. επίθημα –άκι > χαλεπάκι (πρβλ. φαλακρός > η φαλάκρα,
μαλακός > η μαλάκα) .
- Χαλικιάς, ο (στο Χαλικιά) ( Η ποδιά του οξύ ). Από το αρχ. χάλιξ, -ικος ή το
λατιν, calx, -calcis = ασβέστης. Χαλίκι + περιεκτικό επίθημα –ιάς > Χαλικιάς
= περιοχή με πολλά χαλίκια .
- Χάρακας Πετρακογιώργη, ο (στου Πετρακογιώργη το Χάρακα) Κυριώνυμο.
Δεν υπάρχει μαρτυρία που να συνδέει το τοπωνύμιο με τον οπλαρχηγό
Πετρακογιώργη. Πιθανότατα από το επώνυμο και το όνομα παλαιότερου
ιδιοκτήτη (Πετράκη Γεωργίου;)
- Χωματόλακκος, οι (στσι Χωματολάκκους) Στο αρχείο της ΕΚΙΜ σημειώνεται:
«Διασώζεται μεγάλο κοίλωμα εντός αγρού εκ του οποίου έπαιρναν χώμα οι
Αρχαίοι δια τους πλησίον ευρισκομένους τάφους των ως και δια τα εκ πηλού
αγγεία αυτών. Εις το άκρον του κοιλώματος φαίνεται σαν αρχαίο καμίνι…»
Σύνθετο τοπωνύμιο από τα προσηγορικά ονόματα χώμα + λάκκος >
χωματόλακκοι > Χωματολάκκοι. (π) Λέγεται και Xωματόλακκος (στο
Χωματόλακκο). Σήμερα λόγω της εντατικής ελαιοκαλλιέργειας δεν σώζεται ο
χωματόλακκος..
- Ο κ. Μάνθος Νεονάκης είναι συνταξιούχος Εκπαιδευτικός