Του Μιχάλης Στρατάκης*
Ξανοίγω οπίσω μου τα χνάρια των ποδιών μου και γυρεύω να βρω κουβέντες που δεν ξελείπουνε από κιανένα ζάλο μου.
Κουβέντες που μέ γεννήσανε, με μεγαλώσανε, με γερνούνε και θα ‘ναι αυτές που θα με σηκώσουνε σαν θα ‘ρθει εκείνη η ώρα.
Κουβέντες παππούδων, γονέων, συνομήλικων, μα και νιότερων, που φυτρώσανε στα βάθη των αιώνων στην ψυχή και την εμιλιά της Κρήτης και που είμαι βέβαιος πως ετούτη η φύτρα δεν πρόκειται να χαθεί, όσο θα υπάρχει έστω ένας Κρητικός.
Μια κουβέντα εβρήκα, που μ’ έκαμε να χαμογελάσω, με νοσταλγία, με περηφάνεια και με ανατριχίλα που μου προκάλεσε η βαθειά συναίστηση του Χρέους μου:
”Κέρασε τονε” !
Αυτή είναι η κουβέντα που εβρήκα σαν σφραγίδα ανάγλυφη και ανεξίτηλη, στο κάθε χνάρι των αλλοτινών ζάλων μου.
”Κέρασε τονε” !
Ήτανε και εξακολουθεί να είναι η πιο λιτή, η πιο απλή, η πιο αθρώπινη, η πιο κρητικιά και η πιο φιλόξενη προσταγή του Κρητικού στον καφετζή.
Μια προσταγή που έβγαινε ταυτόχρονα από τα χείλια όλων, ανεξαιρέτως, των Κρητικών που ήσανε στο ντουκιάνι, μόλις κάποιος διάβαινε το πεζούλι της πόρτας του ντουκιανιού.
”Κέρασε τονε” φωνιάζανε όλοι μαζί στον καφετζή.
Καμιά σημασία δεν είχε, και εξακολουθεί να μην έχει, το αν ο νιόφερτος ήτανε χωριανός, συγγενής, φίλος, γνωστός, άγνωστος ή ξενομπάτης.
Όποιος ήτανε μέσα στο ντουκιάνι, χρέος τιμής τονε δέσμευε να κεράσει οποιονδήποτε έμπαινε μέσα. Οποιονδήποτε.
”Κέρασε τονε” γροικώ και σήμερα σ’ όλα τα χωριά που περιδιαβαίνω.
”Κόπιασε να πιούμε μιά” γροικώ να μου φωνιάζουν σαν περνώ όξω από την πόρτα του ντουκιανιού.
”Κέρασε τονε”.
Αυτή δεν είναι απλή προσταγή του Κρητικού στον καφετζή.
Είναι η λαχτάρα του Κρητικού να αδειάσει από την ψυχή του λίγη αγάπη στο ποτήρι κάποιου άλλου, γιατί ‘ναι ξεχειλισμένη και τονε κρούβει.
Αυτό το ”Κέρασε τονε” θυμούμαι, χαμογελώ και λέω στον απατό μου:
Βλοημένος είσαι που σε γέννησε η Κρήτη. Βλοημένος είσαι, γιατί δεν έχεις ανάγκη να σ’ αγαπούνε, μα ανάγκη έχεις ν’ αγαπάς. Αλλιώς, δε ζεις.
* Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος από τις Γκαγκάλες του Δήμου Γόρτυνας