Γράφει ο Κώστας Γ. Τσικνάκης*
Η Γερμανική Κατοχή στην Ελλάδα άρχισε τυπικά στις 27 Απριλίου 1941. Εκείνη την ημέρα ομάδα στρατιωτών ανέβηκε στον βράχο της Ακρόπολης και ύψωσε τη σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό. Τότε συνειδητοποίησαν με θλίψη οι κάτοικοι της Πρωτεύουσας ότι τελείωνε μία περίοδος της εθνικής ζωής της χώρας και ξεκινούσε μία άλλη, με αβέβαιη διάρκεια.
Λίγες εβδομάδες αργότερα, πάλι στο ίδιο μέρος, εξελίχθηκε ένα σημαντικό γεγονός. Οι πηγές είναι συγκεκριμένες. Στις εφημερίδες της Αθήνας, που κυκλοφόρησαν το μεσημέρι του Σαββάτου, 31 Μαΐου 1941, δημοσιεύτηκε πρωτοσέλιδη «Ανακοίνωσις» του Φρουράρχου της πόλης. Σε αυτή, μεταξύ άλλων, σημειωνόταν:
«Κατά την νύκτα της 30ής μέχρι 31ης Μαΐου υπεξηρέθη η επί της Ακροπόλεως κυματίζουσα Γερμανική πολεμική σημαία παρ’ αγνώστων δραστών. Διενεργούνται αυστηραί ανακρίσεις. Οι ένοχοι και συνεργοί αυτών θα τιμωρηθώσι διά της ποινής του θανάτου».
Για το λόγο αυτό, συνεχιζόταν στην ανακοίνωση, αλλά και εξαιτίας της μη φιλικής στάσης που εξακολουθούσε να επιδεικνύει ο πληθυσμός της Αθήνας αλλά και της υπόλοιπης Ελλάδας προς τους Γερμανούς στρατιώτες, όπως αποδεικνυόταν από σειρά γεγονότων, κρίθηκε επιβεβλημένη η λήψη μέτρων.
Έτσι, με διαταγή του Γερμανού Ανωτέρου Στρατιωτικού Διοικητού, απαγορευόταν η κυκλοφορία του κοινού από τις 10 το βράδυ. Τα δημόσια κέντρα, καταστήματα, θεάματα κ.ά. έπρεπε να ολοκληρώνουν την εργασία τους ώς τις 9.15. Η Αστυνομία ήταν υποχρεωμένη να εκτελέσει τις εντολές και εναντίον των παραβατών θα επιβάλλονταν οι προβλεπόμενες από τον Γερμανικό Νόμο κυρώσεις.
Οι κάτοικοι της Πρωτεύουσας υποδέχτηκαν μουδιασμένοι τη γερμανική ανακοίνωση. Οι περισσότεροι δεν είχαν καν αντιληφθεί το γεγονός της σημαίας. Τα σχόλια υπήρξαν ποικίλα. Στις συζητήσεις εκείνων των ημερών όλοι εξέφραζαν τη δυσπιστία τους. Δεν απέκλειαν την περίπτωση να αποτελούσε γερμανική προπαγάνδα, που στόχο είχε να εκφοβίσει τον πληθυσμό.
Το κλίμα εκείνων, των πρώτων ημερών, διαφωτίζουν οι ημερολογιακές σημειώσεις του λογοτέχνη Ασημάκη Πανσέληνου. Με τον τίτλο «Φύλλα Ημερολογίου (1941-1943)» και επιμέλεια του Αλέξη Πανσέληνου εκδόθηκαν το 1993 από τον «Κέδρο». Ωστόσο, παρά τη σπουδαιότητά τους, δεν έχει γίνει συστηματική χρήση τους από την έρευνα. Συνιστούν, πάντως, σημαντική πηγή, για την πρώτη κυρίως περίοδο της Κατοχής.
Ο Ασημάκης Πανσέληνος είχε γεννηθεί το 1903 στη Μυτιλήνη. Στο νησί του, τα νεανικά του χρόνια, συμμετείχε στη «Λεσβιακή Άνοιξη», τη λογοτεχνική αναγέννηση που παρατηρείται τον Μεσοπόλεμο. Τα φοιτητικά του χρόνια οργανώθηκε στην Ομοσπονδία Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδος. Λίγα χρόνια μετά αποτέλεσε μέλος της αφανούς εκδοτικής επιτροπής που εξέδιδε το γνωστό λογοτεχνικό περιοδικό της Αριστεράς «Νέοι Πρωτοπόροι». Μετά τον Πόλεμο, αποστασιοποιήθηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, παραμένοντας ωστόσο στον χώρο της Αριστεράς. Όποτε έκρινε αναγκαίο, σχολίαζε με κριτική διάθεση όσα αρνητικά γεγονότα συνέβαιναν. Την ίδια περίοδο παρουσίασε αξιόλογο συγγραφικό έργο (ποιήματα, πεζά, δοκίμια, ταξιδιωτικά κείμενα). Γνωστότερο είναι το βιβλίο του με τον τίτλο «Τότε που ζούσαμε». Εκδόθηκε το 1974 από τις «Εκδόσεις Κέδρος» και ανατυπώθηκε πολλές φορές τις επόμενες δεκαετίες. Σε αυτό, παρουσιάζει με τον δικό του, γοητευτικό τρόπο, το πνευματικό περιβάλλον μέσα στο οποίο δραστηριοποιήθηκε για δεκαετίες. Πέθανε το 1984 στην Αθήνα. Το έργο του, τα τελευταία χρόνια, έχει ξεκινήσει να αποτελεί αντικείμενο προσεκτικότερης μελέτης.
Μετά από αυτή τη σύντομη παρένθεση ας ξαναγυρίσουμε στο θέμα μας. Την περίοδο της Κατοχής, όπως αναφέρθηκε, ο Ασημάκης Πανσέληνος, τηρούσε ημερολόγιο. Σε αυτό κατέγραφε καθημερινές σκέψεις του και σχολίαζε γεγονότα που έπεφταν στην αντίληψή του. Η διάθεσή του είναι κριτική. Δείχνει απελευθερωμένος από συμβατικότητες. Οι σημειώσεις ξεκινούν από τη Μεγάλη Πέμπτη 14 Απριλίου 1941 και, με μικρά κενά, φτάνουν ώς την Παρασκευή 8 Μαΐου 1942. Ακολουθούν κάποιες σκόρπιες εγγραφές στις 6 Σεπτεμβρίου 1942, 28 Φεβρουαρίου 1943, 19 Μαρτίου 1943 και 15 Μαρτίου 1943.
Το βράδυ του Σαββάτου, 31 Μαΐου 1941, σημειώνει:
«Απόψε βράδι είμαστε φυλακισμένοι από τις 10 μ.μ. Το γερμανικό φρουραρχείο έβγαλε σχετική ανακοίνωση. Επειδή λέει οι Έλληνες κλέψανε τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη, επειδή εξακολουθούν να δείχνουν συμπάθεια στους Εγγλέζους, επειδή αισχροκερδούν προς τους Γερμανούς, αλλάζει η αστυνομική ώρα και πρέπει να κλεινόμαστε σπίτια μας από τις 10 μ.μ. Δεν ξαίρω αν πραγματικά είναι αυτά που λεν οι λόγοι της αλλαγής, αλλ’ αν πραγματικά είναι αυτοί έ τότε σίγουρα οι Γερμανοί ποτέ δεν θα διοικήσουν τον κόσμο! Διοικείν σημαίνει υποκρίνεσθαι. Και αν πραγματικά τούς λείπει αυτή η στοιχειώδικη υποκρισία, αλοίμονο. Είναι απορίας άξιο πώς διοικούνται κι οι ίδιοι. Αν δεν βρίσκουνται αναμεσό τους μερικοί διοικηταί δηλ. υποκριταί. Οι Εγγλέζοι, μαστόροι αυτής της αισχρής τέχνης όχι βέβαια δε θα τιμωρούσαν γι’ αυτό το λαό (περίεργη όντως αυτή η εφεύρεση της ομαδικής τιμωρίας και δε ξαίρω αν μπορεί να επηρεάσει αυτό το άπιστο Ρωμαίικο) αλλά και σοβαρότερη αν είταν η πράξη θα κάναν πως δεν την κατάλαβαν. Είναι ικανοί να τους γιουχαΐζεις και να σε [διάβ. σου] συμπεριφέρονται σαν να τους χειροκροτείς. Η αποψινή ανακοίνωση του φρουραρχείου μου θύμισε τον βομβαρδισμό της Αλμέρια στον ισπανικό πόλεμο. Δεν ξαίρω αν μ’ αυτούς τους υστερισμούς μπορούν να διοικηθούν οι άνθρωποι. Και το λέγω αυτό εγώ που ως ιδιοσυγκρασία ρέπω προς αυτές τις αντιδιοικητικές τάσεις. Όσο για τους Γερμανούς νομίζω πως θάπρεπε νάναι ευχαριστημένοι μ’ ό,τι γίνεται. Πώς νομίζουν επί τέλους ότι είναι δυνατόν να γίνουν μέσα σε 24 ώρες φίλοι μ’ ένα λαό που η συνείδηση της προδοσίας και της πισόπλατης επίθεσης δεν έχει φύγει ακόμη από την συνείδησή του; Πώς θέλουν να συμφιλιωθούν μ’ ένα λαό που οι τραυματίες του με τα κομμένα ποδάρια περιφέρουνται στους δρόμους αβοήθητοι και οδηγούνται στα καροτσάκια από νοσοκόμες σαν νήπια από τις νταντάδες τους; Πώς να συμφιλιωθούν τόσο εύκολα μ’ ένα λαό που (έστω από σύμπτωση) με την είσοδό τους αντικρύζει την πείνα. Που βλέπει να πίνουν μπύρα αυτοί και σ’ αυτόν να απαγορεύεται να πίνει; Που αισθάνεται επί τέλους (δίκια ή άδικα) ότι δεν είμαστε όργανα των Εγγλέζων κι ότι δεν χτυπηθήκαμε γι’ αυτό αλλά γιατί βρισκόμαστε στο δρόμο τους για να χτυπηθούν οι Εγγλέζοι; Και πώς επιτέλους κι εγώ ακόμη ο εχτρός των Εγγλέζων θα μπορούσα να μην κάνω σ’ έναν Εγγλέζο αιχμάλωτο μια φιλοφρόνηση όταν τις φιλοφρονήσεις αυτές τις έκανα και στους Ιταλούς; Τον λαό αυτό πρέπει να τον καταλάβετε καλά και τότε ακόμη θάναι δύσκολο να τον διοικήσετε. Αλλοιώς;
Φοβούμαι όμως πως όλα αυτά τα μέτρα θα οφείλουνται σε δυο τρομερές εκρήξεις που ακουστήκανε χτες το πρωί στον Περαία. Κατόπι μάθαμε ότι καίουνται δυο βουργάρικα βαπόρια. Σήμερα μάθαμε πως καίουνται οι αποθήκες της Σελλ. Κι αν είναι πραγματικά σαμποτάζ η απαγόρευση της κυκλοφορίας φαίνεται πιο λογική και πιο πολιτική πράξη. Ίδομεν.
Χτες και σήμερα λείπαν από το δρόμο μας οι Γερμανοί και τ’ αυτοκίνητά τους. Απόψε όμως ήλθαν μεγαλήτερα αυτοκίνητα με εξ ρόδες και τεράστια αντιαεροπορικά πολυβόλα».
Το βράδυ της Κυριακής, 1 Ιουνίου 1941, σημειώνει:
«Βράδι 9:45 μ.μ. Γυρίσαμε μόλις από του Κρίτωνα. Στην οδό Πατησίων φυγή ην ανθρώπων φυγή δε θηρίων. Έφευγε ο κόσμος τρεχάτος στα σπίτια του με τα πόδια. Στις δέκα πρέπει να βρίσκεται εκεί εξ αιτίας που κλέφτηκε η σημαία. Το ραδιόφωνο ανήγγειλε όλο το απόγευμα ότι όποιος βρεθεί στο δρόμο μετά τις 10 θα χτυπηθεί με χειροβομβίδες ή με πολυβόλο. Είχε κάτι το τραγικό και το πεισματικό αυτή η φυγή. Γυναίκες με μωρά στην αγκαλιά. Άντρες με παιδιά στο χέρι, νέοι και γέροι. Μπρος στο Πολυτεχνείο κάποιος φώναξε. Τρέχτε για να χωνέψετε το φαγητό που φάγατε σήμερα.
Στο Ζάππειο το πρωί άκουσα να συζητάνε δυο άλλοι άγνωστοί μου. Τη σημαία λέγανε δεν την έκλεψε κανείς. Δε μπορούσε να κλαπεί μια σημαία που φρουριέται. Το λεν επίτηδες οι Γερμανοί για να δικαιολογήσουνε την πείνα που θ’ ακολουθήσει. Θα την παρουσιάσουν δήθεν σαν συνέπεια της προσβολής ενώ θα είναι αναπότρεπτη.
Το μέτρο αυτό της ομαδικής μας φυλάκισης, μ’ αυτή τη ζέστη, την πείνα και την κακομοιριά μας, όταν σκεφτεί κανείς ότι στην Αθήνα ο κόσμος βγαίνει έξω τη νύχτα είναι σκληρό. Είναι όμως πιστεύω και αψυχολόγητο.
Σήμερα αναγγέλθηκε ότι οι Εγγλέζοι εγκαταλείψανε την Κρήτη. Πού θα πάει αυτή η δουλειά; Τα θύματα από τον άμαχο πληθυσμό λένε είναι πολλά. Μακάρι νάναι καλά οι γνωστοί μας. Ο Στράτης ο Καλλιγέρης είναι ανήσυχος για τη γυναίκα του και για το παιδί του.
Η Παρασκευή βρήκε μια οκά πατάτες 30 δραχμές. Και 5 αυγά προς 10 το ένα».
Παρέθεσα τις ημερολογικές σημειώσεις του Ασημάκη Πανσέληνου καθώς κρίνω ότι αποτελούν ιδιαίτερα αποκαλυπτικές μαρτυρίες του κλίματος που κυριαρχούσε στην Αθήνα εκείνο το διήμερο (31 Μαΐου-1 Ιουνίου 1941). Οι λέξεις που χρησιμοποιεί ο συντάκτης για την παρουσία και τη στάση των Γερμανών στην Αθήνα, ιδίως στην πρώτη εγγραφή, είναι οξύτατες. Η αντίδραση του πληθυσμού είχε ήδη ξεκινήσει να εκδηλώνεται.
Η κλοπή της σημαίας από την Ακρόπολη βιώθηκε, όπως διαπιστώνουμε, με ανάμεικτα συναισθήματα από τους κατοίκους. Υπήρχε η υποψία ότι την είχαν εφεύρει οι Γερμανοί στην προσπάθειά τους να ασκήσουν μεγαλύτερο έλεγχο στους κατοίκους της πόλης και να τους απαγορεύσουν τις μετακινήσεις τους τις νυχτερινές ώρες.
Η αντίληψη αυτή ήταν ευρύτατα διαδεδομένη εκείνη την περίοδο. Και άλλες πηγές της εποχής υιοθετούν τη συγκεκριμένη εκδοχή. Ενδεικτικά αναφέρεται η περίπτωση του γνωστού ζωγράφου Περικλή Βυζάντιου. Στο έργο του «Η ζωή ενός ζωγράφου. Αυτοβιογραφικές σημειώσεις», που εκδόθηκε το 1994 από το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, στην εγγραφή της 2ας Ιουνίου 1941 των ημερολογιακών σημειώσεών του, διατυπώνονται ανάλογοι ισχυρισμοί.
Το συμβάν, λησμονήθηκε σταδιακά την επόμενη περίοδο. Οι μέρες, άλλωστε, ήταν έντονες. Η αντίσταση του πληθυσμού κατά της γερμανικής κατοχής άρχισε πλέον να λαμβάνει ευρύτατες διαστάσεις.
Αλλά ούτε και μετά την Απελευθέρωση της Αθήνας, στις 12 Οκτωβρίου 1944, έγινε λόγος για αυτό. Οι προσδοκίες για την νέα εποχή που ξεκινούσε για τη χώρα ήταν μεγάλες. Γρήγορα, όμως, άλλαξαν τα δεδομένα.
Το ζήτημα με το κατέβασμα της γερμανικής σημαίας από την Ακρόπολη αποσαφηνίστηκε την Κυριακή 25 Μαρτίου 1945. Σε συνεντεύξεις που παραχώρησαν την ημέρα της Εθνικής Επετείου δύο νέοι άνδρες, ο Μανώλης Γλέζος και ο Απόστολος Σάντας, παραδέχτηκαν ότι αυτοί ήταν εκείνοι που είχαν κατεβάσει τη σημαία από την Ακρόπολη το βράδυ της 30ής προς την 31η Μαΐου 1941. Έδωσαν μάλιστα λεπτομερή στοιχεία για τον τρόπο οργάνωσης και εκτέλεσης της ριψοκίνδυνης πράξης τους. Η συνέντευξη του πρώτου δημοσιεύτηκε πρωτοσέλιδη στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης» και του δεύτερου στην τρίτη σελίδα της εφημερίδας «Ελευθερία».
Αξίζει να σημειωθεί ότι στον «Ριζοσπάστη» η συνέντευξη τιτλοφορείται: «Το χρονικό της σκλαβιάς. Τα δυο παλληκάρια που το 1941 κατέβασαν από την Ακρόπολη τη σημαία των τυράννων αφηγούνται στο “Ριζοσπάστη” το πατριωτικό τους τόλμημα». Στη συνέντευξη, ο Μανώλης Γλέζος, από τυπογραφικό προφανώς λάθος, αναφέρεται ως Μανώλης Γκλέντζος.
Στην «Ελευθερία», αντίθετα, η συνέντευξη του Απόστολου Σάντα προβάλλεται με τον τίτλο: «Η πρώτη μάχη. 31 Μαΐου 1941».
Η είδηση, διαδόθηκε αμέσως, προκαλώντας μεγάλο ενθουσιασμό. Όλοι και όλες αισθάνθηκαν ικανοποίηση για την παράτολμη ενέργεια των δύο νέων εκείνη τη νύχτα.
Ο Ασημάκης Πανσέληνος στο βιβλίο του «Τότε που ζούσαμε» αναφέρθηκε, χρόνια αργότερα, στο γεγονός. Αφού περιγράφει το κλίμα εκείνων των ημερών, αντλώντας στοιχεία από ημερολογικές σημειώσεις του, επισημαίνει: «Τη σημαία, φυσικά, δεν την είχαν κλέψει για το πανί της, αλλά την κατεβάσαν κανονικά σα σημαία του Γ΄ Ράιχ δυο παλικάρια, ο Γλέζος και ο Σάντας».
Στη συνέχεια του βιβλίου του αναφέρεται στη άρση από τους Γερμανούς, ύστερα από λίγες μέρες, του περιορισμού της νυχτερινής κυκλοφορίας. Ο εχθρός, όπως γράφει, «βγήκε ηθικά πτοημένος».
Το κατέβασμα της γερμανικής σημαίας από την Ακρόπολη, όπως προέκυψε, δεν ήταν μύθος. Αποτελούσε ένα πραγματικό γεγονός που πρέπει να καταγραφεί στις μεγάλες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, και όχι μόνο.
* Ο Κώστας Γ. Τσικνάκης είναι Φιλόλογος – Ιστορικός από το Πετροκεφάλι του Δήμου Φαιστού και εργάζεται στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών