Του Κωστή Λαγουδιανάκη*
Του Μάη στσ’ εικοσιεννιά η ξακουσμένη Πόλη
εγροίκανε στο μπέτη τζη το τούρκικο το βόλι.
Αιώνες Πόλης ήτανε ελληνικό καμάρι
εδά μαυροφορέθηκε, Τούρκος την έχει πάρει.
φευγιό Κωσταντινούπολης και τ’όνομα τ’αλλάζει
και Ισταμπούλ ’πό ’δά και μπρος ο Τούρκος τη φωνάζει.
Για τη μεγάλη συφορά λαός μοιρολογάται
τραγούδια μα και σύμβολα σάζει ν’αναστοράται.
Στα μεγαλεία τα παλιά η σκέψη ντου γυρίζει
τη μ-Πόλη δε ντη μ-ποξεχνά,δικέφαλους σκαλίζει.
Έκλεισε η Αγια-Σοφιά και λειτρουγιές δε γ-κάνει
δεν έχει ορθόδοξο παπά ,δε γ-καίει μπλιο λιβάνι.
Έκλεισε η Αγια-Σοφιά με τσι πολλούς παπάδες
ο Χότζας στον Αλλάχ εδά κάνει τσι τεμενάδες.
Κι ο χρόνος που δε στένεται και που δεν ανιμένει
φεύγει και αλειτρούητη Αγια-Σοφιά πομένει.
Πλιάτερο κι από τέσσερις περάσανε αιώνες
κι ήρθε να κάμει λειτρουγιά παπάς από τσ’Αλώνες.
Ο λιονταρόκαρδος παπάς που το ’λεγ’ η ψυχή ντου
Ρεθεμνοαλωνιώτικη είν’η καταγωγή ντου.
Ο στρατιωτικός παπάς Νουφράκης ’πό τσ’Αλώνες
τση λευτεριάς εκλούθανε όπου ’διδε αγώνες.
Αγώνας με τη λευτεριά πηγαίνουν ταίρι-ταίρι κι η λευτεριά συνταίριαξε με το μ-παπά Λευτέρη. Ήτανε το δεκαεννιά(1919) κι η Ελλάδα συμμετέχει στο σώμα το «συμμαχικό» δυο Μεραρχίες έχει.
Τση δεύτερης είναι παπάς,κλουθά στη Μεραρχία
Και τα’ εντολής απού ‘χανε να πάνε εκστρατεία.
Στην Ουκρανία πήγαινε μα πρίχου ’κειά να φτάσει
στη μ-Πόλη σαν περνούσανε κάμανε και μια στάση.
Στένουντ’αξιωματικοί στου καραβιού το γύρο
κι όλοι ντως εξανοίγανε τη μ-Πόλη των ονείρω.
Και ο Νουφράκης ο παπάς κουμπίζει στο κατάρτι
με το ν-ταξίαρχο Φραντζή και με το Λιαρομάτη.
Ο Σταματίου,λοχαγός, τη μ-Πόλη ποθαμάζει
Και υπολοχαγός* εκειά μ’αυτούς μονομεριάζει. *Νικολάου
Πέντε αξιωματικοί ξανοίγανε ομάδι
Την ξέκορφη αποκοθιά που πήρανε το βράδυ.
Όλοι ντως ντουχιουντίζανε το ξαφνικό χαμπέρι
οψάργας που γροικήσανε ’πό το μ-παπά-Λευτέρη.
Αντρίστικα τους μίλησε κι είπε ντως να κλουθούνε
να πάνε στην Αγια-Σοφιά για να λειτρουηθούνε.
Ολονυχτίς εμίλιε ντως μπέλι και τσι συβάσει να πάνε στην Αγια-Σοφιά «ευλογητός» να πιάσει.
Είντα’ν’ όσα φανέρεψε το στόμα σου παπά μας
το στόμα μας δε μίλησε, «λέει»το η καρδιά μας.
Θέν’ οι αξιωματικοί να πα λειτρουηθούνε
μα σκέφτουνται τσ’ανώτερους είντα θα τωσέ πούνε.
Τα πράματα’ναι δύσκολα ο νους τως δε ντο βάνει
γιατί την εκκλησά τζαμί ο Τούρκος έχει κάνει.
H λειτρουγιά ντουχιούντιζαν είντα θα τωσέ πέψει μπορεί σε διπλωματικό καβγά να ξετελέψει.
Πριχού ν’αρχίξουν όλοι ντως ντουχιούντιζαν το τέλος
τη θέση του πρωθυπουργού που ήταν ο Βενιζέλος.
Ο παπα-Λευτέρης τσι γροικά,τσι φόβους τως φρουκάται
μα το ’χει πάρει απόφαση και τωσέ ’πηλογάται:
«Κειονά που πα να κάμομε είναι μεγάλος ζόρες
και πώς και είντα θα γενεί ντουχιούντιζα με τσ’ώρες
Η λογική και η καρδιά μ’εβάλανε στη μέση
μα πήρα την απόφαση, κιανείς δε θα με στέσει.
Θωρώ την Ιστορία μας κι είναι στα μάθια ομπρός μου,
επήρα την απόφαση: πάω κι αμοναχός μου.
Καλλιά’ναι όμως σάικα να έχω κι ένα ψάλτη
εγώ θα πάω κι άμα θες κλούθα μου Λιαρομάτη.
Φωθιά ο λόγος του παπά που τσι καρδιές φωτίζει
ο Λιαρομάτης του κλουθά κι άλλο δε ντουχιουντίζει.
Με τέθοια λόγια του παπά εσυβαστήκαν όλοι
κι ετοιμαστήκανε γερά να φύγουν για τη μ- Πόλη.
Το πλοίο απού τσι’φερε ,αυτό που τσι’χε σμίξει
την άγκυρά ντου ανοιχτά στο πέλαγο ’χε ρίξει.
Ήτανε το καράβι ντως αλάργο στο λιμάνι
κι ήπρεπε κι ό,τι σκέφτηκαν να κάμουν μάνι-μάνι.
Σε άθρωπο μηνύσανε για να’ρθει να τσι πάρει
από τη μ- Πόλη το γ- Κοσμά,ένα Ρωμιό βαρκάρη.
Τα κατατόπια ο Κοσμάς τση Πόλης τα γνωρίζει
πάει σε δρόμους κοντινούς ,τζάμπα δε τζι γυρίζει.
Σε λίγο στην Αγια-Σοφιά όλη (η) πατούλια μπαίνει
κι είναι κι η πόρτα τζ’ ανοιχτή, ίδια πως τσ’ανιμένει.
Θωρεί τση Τούρκος φύλακας και πάει να μιλήσει
μα του ταξίαρχου μαθιά το στόμα θα του κλείσει.
Οπίσω μπλιο δε γ- κάνουνε ό,τι κι α ντους παντήξει
στην εκκλησά που’ναι τζαμί η λειτρουγιά δ’αρχίξει.
Ο παπα-Λευτέρης προπατεί, μουδέ λεφτό δε χάνει
Και στο παλιό το Ιερό το πετραχήλι βάνει.
Στη θέση τσ’΄Αγιας Τράπεζας ένα τραπέζι στένει
ώρα ν’αρχίξει λειτρουγιά καλή και βλοημένη.
Μετ’από χρόνια και καιρούς Αγιά Σοφιά και πάλι
«η Βασιλεία του Πατρός ευλογημένη» ψάλλει.
Μετ’από χρόνια και καιρούς το μέγα μοναστήρι
Τριαδικό θεό βλογά και καίει θυμιατήρι.
«ευλογημένη» του παπά ψάλλει «Αμήν» ο ψάλτης
παπα-Λευτέρης λειτρουγά ,ψάλλει ο Λιαρομάτης.
Έλληνες στην Αγια-Σοφιά κάνουνε το σταυρό ντως
πως είν’αλήθεια σκέφτουνται δεν είναι στ’όνειρό ντως.
Κι οι πέντε ντουχιουντίζουνε ο Θιος να μας αξώσει
η λειτρουγιά π’αρχίξαμε μακάρι να τελειώσει.
Βαγγέλιο,Χερουβικό,ένα μπουκάλι νάμα
η λειτρουγιά που γίνεται μοιάζει μεγάλο θάμα.
Ο Νικολάου γίνεται του θάρρους νεωκόρος,
μα Τούρκοι νεμαζώνουνται και αρχινά ο ντόρος.
Τω χριστιανώ τη λειτρουγιά τα μάθια ντως θωρούνε
θωρούνε,δεν πιστεύγουνε,τα χάνουν,δε μιλούνε.
Ήρθαν τση Πόλης Έλληνες κι έχουνε αγωνία
τα μάθια ντως ετρέξανε στη Θεία Κοινωνία.
Το «Δι’ευχών»ακούστηκε απ’το μ- παπα-Λευτέρη
κι η εκκλησά δεν ήβανε το τούρκικο ασκέρι.
Η λειτρουγιά τελείωσε, τ’όνειρο είχε ζήσει
ελληνική περήφανη ψυχή ‘χει ξεκορφίσει.
Κι οι πέντε υπακούσανε στον άγραφο το νόμο
μετά το «χρέος» πήρανε του γιαγερμού το δρόμο.
Μα πριν πορίσουν τσ’εκκλησάς τα όξω σκαλοπάθια
τούρκικα τσι ξανοίγανε αγριεμένα μάθια.
Ήθελ’η άγρια μαθιά την εδική ντως ζήση
μα Τούρκος αξιωματικός θα τηνέ σταματήσει.
Είπε: κειονά που θέλετε κι εγώ καλά το ξέρω
μ’α ντωσέ κάμομε κακό δε θα’χομε συφέρο.
Είπε ντως ο καθένας μας πρέπει στο νου ντου να’χει
κουμάντο απείς το μ- Πόλεμο(Α΄) κάνουνε οι Συμμάχοι.
Έλληνες αξιωματικοί με το μ- παπά μπροστάρη
γιαγέρνουνε να πα να βρουν τον Έλληνα βαρκάρη.
Ο παπα-Λευτέρης προπατεί στου γιαγερμού το δρόμο
Ξύλο γερό και τούρκικο τονέ χτυπά στον ώμο.
Ο πόνος είναι δυνατός μα κάτω δε ντο βάνει
όλοι ντως καταφέρανε και φτάξαν στο λιμάνι.
Το πλοίο που τσ’ανίμενε με την Ελλάδα μοιάζει
στσι πέντε λιονταρόκαρδους γελά και τσ’αγκαλιάζει.
Μα οι Σύμμαχοι μανίσανε για τουτονά το πράμα
κι επέψα ντου πρωθυπουργού διαμαρτυρίας γράμμα.
Κι ο Βενιζέλος τότεσάς δεν είχε πως το κάμει
γιατί τσ’Ελλάδας το καλό εξάνοιγε το νάμι.
Δε συφωνεί στα φανερά έλεγε το χαμπέρι
μα παίνια είπενε χωστά για το μ-παπα-Λευτέρη.
Ο Βενιζέλος στα χωστά παινέματα θα «ψάλλει»
σα ντο μ-παπά ετουτονέ μακάρι να’ταν κι άλλοι.
Μυρθιά και δάφνη ελληνική διπλομοσκοβολούνε
και στσι γενιές τσι νέικες λένε να μην ξεχνούνε.
Μυρθιά και δάφνη ελληνική πλέκουνε το στεφάνι
κι η Ιστορία στ’άξιου γιου τη γ-κεφαλή το βάνει.
Μέσα σε βαροχειμωνιές και μες στ’αγριοκαίρι
χρειάζεται ο τόπος μας ένα μ-παπα-Λευτέρη.
__________________
α:ο υποθετικός σύνδεσμος αν αλάργο(επίρρ.):μακριά (ο)αλειτρούητος:αυτός που δε λειτουργείται αναστορούμαι και ανεστορούμαι:θυμούμαι,ξαναφέρνω στη μνήμη μου αλάργο(επίρ.):μακριά γροικώ:ακούω(ο)γιαγερμός:ο γυρισμός, η επιστροφή εδά(επίρ.):τώρα (ο)ζόρες:το ζόρι,η βία καλλιά:καλύτερα (το)κατατόπι-(τα)κατατόπια:τα μέρη,τα περάσματα,οι λεπτομέρειες μιας περιοχής άγνωστα για τους πολλούς κειονά:εκείνο κλουθώ:ακολουθώ (η)λειτρουγιά:η λειτουργία μανίζω:θυμώνω μονομεριάζω:συγκεντρώνω στο ίδιο μέρος μπέλι(επίρ.):μήπως,πιθανόν (ο)μπέτης:το στήθος μπλιο(επίρ.):πια (το)νάμι:η φήμη, το καλό όνομα (ο)νέικος:ο νέος ντουχιουντίζω:σκέφτομαι με βαθιά περισυλλογή οψάργας( επίρ.):χθες (το)παίνιο:ο έπαινος παντήχνω:συναντώ (η)πατούλια:η παρέα πηλογούμαι και απηλογούμαι:αποκρίνομαι,απαντώ πρίχου(επίρ.):πριν προπατώ:περπατώ σάικα(επίρ.):
βέβαια,δίχως άλλο συβάζω:πείθω φρουκούμαι:ακούω κάτι με ιδιαίτερη προσοχή γιατί με ενδιαφέρει
(το)χαμπέρι:η είδηση,το νέο χωστά:κρυφά
* Ο Κωστής Λαγουδιανάκης είναι συνταξιούχος Δάσκαλος και επί χρόνια Διευθυντής σε σχολεία του Ηρακλείου, ο Κωστής Λαγουδιανάκης, από το Χαρασό Πεδιάδος, ένας αληθινά παθιασμένος λάτρης της Κρητικής γλωσσολαλιάς και ιδιαίτερα χαρισματικός δημιουργός της κρητικής μαντινάδας