Γράφει ο Κώστας Γ. Τσικνάκης*
Φορτισμένη συγκινησιακά για τους Έλληνες είναι η σημερινή μέρα καθώς τους θυμίζει την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς. Τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν εκείνη τη φοβερή μέρα της 29ης Μαΐου 1453 είναι, σε γενικές γραμμές, γνωστά στους περισσότερους. Η σχετική βιβλιογραφία, που ολοένα και διευρύνεται, αριθμεί εκατοντάδες τίτλους.
Οι ασχολούμενοι με το θέμα στηρίζονται, κατά κύριο λόγο, στις πληροφορίες που παρέχουν οι τέσσερις βυζαντινοί ιστορικοί της εποχής: Δούκας, Μιχαήλ Κριτόβουλος, Γεώργιος Σφραντζής, Λαόνικος Χαλκοκονδύλης. Την εικόνα συμπληρώνουν πολλές ελληνικές και δυτικές πηγές της εποχής, στις οποίες, πέρα από τα γεγονότα, περιγράφονται το κλίμα που κυριάρχησε το επόμενο χρονικό διάστημα και οι αντιδράσεις που προκλήθηκαν.
Ελάχιστα έχουν απασχολήσει την έρευνα ζητήματα, όπως η συμμετοχή κατοίκων από διάφορες περιοχές της ελληνικής χερσονήσου στην πολιορκία, πώς μετέφεραν τη είδηση κατά την επιστροφή τους, και, τέλος, ο απόηχος που είχε το γεγονός στους τόπους τους. Μέσα από μια τέτοια μελέτη, όμως, εξάγονται πολύτιμα συμπεράσματα για το πώς έβλεπαν οι κάτοικοι των συγκεκριμένων περιοχών την Αυτοκρατορία και το πώς αντέδρασαν μόλις πληροφορήθηκαν την άλωση της Πρωτεύουσάς της.
Ας προσπαθήσουμε, όσο το δυνατόν συνοπτικότερα, να αναφερθούμε στο εξαιρετικά ενδιαφέρον αυτό ζήτημα. Η ανάλυσή μας θα επικεντρωθεί στον χώρο της Κρήτης. Στην περίπτωσή της, διαθέτουμε περισσότερες μαρτυρίες, σε σχέση με άλλες ελληνικές περιοχές. Έτσι, μπορούμε να παρακολουθήσουμε με μεγαλύτερη ασφάλεια τα όσα διαδραματίστηκαν.
Η Κρήτη, από τις αρχές του 13ου αιώνα, είχε περιέλθει στο Βενετικό Κράτος. Εξακολουθούσε, ωστόσο, να διατηρεί στενές σχέσεις με την Κωνσταντινούπολη. Tο εμπόριο με αυτήν καταλάμβανε σημαντικό τμήμα των εξαγωγών του νησιού. Οι κάτοικοι, εξακολουθούσαν να συμπεριφέρονται ως υπήκοοι της Bυζαντινής Aυτοκρατορίας. Mε την παραμικρή μάλιστα ευκαιρία που εμφανιζόταν, δεν παρέλειπαν να το δείχνουν. Έτσι εξηγείται η επιμονή τους να αναγράφουν την από κτίσεως κόσμου χρονολογία και το όνομα του αντίστοιχου βυζαντινού αυτοκράτορα σε αρκετούς ναούς που οικοδομούν εκείνη την περίοδο.
Μόλις έγινε γνωστός ο κίνδυνος που αντιμετώπιζε η Κωνσταντινούπολη από τα οθωμανικά στρατεύματα του Μωάμεθ Β΄ οι κάτοικοι της Κρήτης κινητοποιήθηκαν. Στην αρχή της πολιορκίας, τέσσερα κρητικά εμπορικά πλοία, που μετέφεραν τρόφιμα, κατόρθωσαν να διασπάσουν τον ασφυκτικό κλοιό και να μπουν στον Kεράτιο Kόλπο. Στην τελική φάση της επίθεσης, η βοήθεια από την Κρήτη προς τους πολιορκούμενους, υπήρξε σημαντική. Στην πολεμική αναμέτρηση έλαβαν μέρος δύο ή τρεις πολεμικές γαλέρες καθώς επίσης τρία εμπορικά σκάφη, με κυβερνήτες τον Γεώργιο Σγουρό, τον Aντώνιο Γυαλινά και τον Aντώνιο Φιλομάτη.
Οι παραπάνω ιδιοκτήτες κατόρθωσαν να διασωθούν από τη σύγκρουση. Κατευθυνόμενοι προς το νησί τους, στις 3 Ιουνίου, προσάραξαν στη Xαλκίδα. Εκεί βρισκόταν αγκυροβολημένος ο βενετικός στόλος. Μόλις ενημερώθηκε για το γεγονός ο διοικητής του Ιάκωβος Λορεντάν, φρόντισε αμέσως να αναχωρήσει ένα πλοίο για να μεταφέρει επιστολή με την πληροφορία για τη Άλωση στη Bενετία.
Ύστερα από λίγες μέρες, τα πλοία των Κρητικών έφτασαν στον Xάνδακα, το σημερινό Ηράκλειο, μεταφέροντας τη θλιβερή είδηση της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους. Η συγκίνηση που προκάλεσε το γεγονός σε όλο το νησί ήταν μεγάλη. Τα συναισθήματα που κυριάρχησαν μεταξύ των απλών κατοίκων καταγράφονται με μοναδικό τρόπο στην ενθύμηση ενός κώδικα, προερχόμενο από το γνωστό μοναστήρι της Αγκαράθου, ο οποίος βρίσκεται σήμερα στο Bρετανικό Mουσείο:
«Ἔτει αυνγ΄, Ἰουνίου κθ΄ ἡμέρᾳ ςη΄, ἦλθαν ἀπὸ την Kωνσταντινούπολιν καράβια τρία κρητικά, τοῦ Σγούρου, τοῦ Ὑαληνᾶ, καὶ τοῦ Φιλομάτου, λέγοντες ὅτι εἰς τὴν κθ΄ τοῦ Mαΐου μηνός, τῆς ἁγίας Θεοδοσίας ἡμέρᾳ Tρίτη, ὥρα γ΄ τῆς ἡμέρας, ἐσέβησαν οἱ ἀγαρηνοὶ εἰς τὴν Kωνσταντινούπολιν, τὸ φωσάτον τοῦ τούρκου τζαλαπῆ Mεμέτ, καὶ εἶπον ὅτι ἐπέκτειναν τὸν βασιλέα τὸν κῦρ Kωνσταντῖνον τὸν Δράγασιν καὶ Παλαιολόγον. Kαὶ ἐγένετο οὖν μεγάλη θλίψις καὶ πολὺς κλαυθμὸς εἰς τὴν Kρήτην διὰ τὸ θληβερὸν μήνυμα ὅπερ ἦλθε, ὅτι χεῖρον τούτου οὐ γέγονεν, οὔτε γεννήσεται. Καὶ Kύριος ὁ Θεὸς ἐλεήσαι ἡμᾶς, καὶ λυτρώσεται ἡμᾶς τῆς φοβερᾶς αὐτοῦ ἀπειλῆς».
Τις πρώτες μέρες μετά την πληροφορία για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, όπως επιβεβαιώνεται και από την ενθύμηση, κυριάρχησε κλίμα συγκίνησης ανάμεσα στον πληθυσμό της Κρήτης. Παράλληλα, όμως, άρχισε να απλώνεται και ο φόβος. Αρκετοί ήταν εκείνοι που πίστευαν ότι, συνεχίζοντας την προέλασή του ο Μωάμεθ Β΄, σύντομα θα στρεφόταν εναντίον του νησιού.
Μεγάλη θλίψη για το γεγονός κυρίευσε και τα μέλη της μικρής εβραϊκής κοινότητας που ζούσαν στο νησί. Ιδιαίτερα συγκινήθηκε ο ποιητής Μιχαήλ μπεν Σαμπετάι Κοέν Μπάλμπο, που ζούσε στα Χανιά, ο οποίος έγραψε μάλιστα στα εβραϊκά ένα ποίημα με τον τίτλο «Θρήνος για την πτώση της Κωνσταντινούπολης».
Αλλά και διάφοροι επώνυμοι Δυτικοί, που έτυχε να βρίσκονται εκείνη την περίοδο στο νησί (Paolo Dotti, καρδινάλιος Iσίδωρος, Francesco Griffolini d’Arezzo, fra Girolamo da Firenze, Lauro Quirini), έδειξαν ενδιαφέρον για το γεγονός και άρχισαν να προβληματίζονται από την επιθετικότητα των Οθωμανών. Με επιστολές τους, ενημέρωσαν δυτικούς θρησκευτικούς και πολιτικούς κύκλους τόσο για την Άλωση όσο και για το εφιαλτικό σκηνικό που άρχισε πλέον να διαμορφώνεται. Δεν απέκλειαν την πιθανότητα, ύστερα από την ισχυροποίησή του, να επιτεθεί ο Μωάμεθ Β΄ στην ιταλική χερσόνησο. Το Βενετικό Κράτος, που διατηρούσε πολλές κτήσεις στον ελληνικό χώρο, θορυβήθηκε από τις επισημάνσεις και άρχισε να οργανώνεται εντατικά για την αποτροπή ενδεχόμενης επίθεσης.
Το επόμενο χρονικό διάστημα άρχισαν να πολλαπλασιάζονται οι πρόσφυγες από την Κωνσταντινούπολη που έφταναν στην Κρήτη. Oρισμένοι είχαν διαφύγει από την πόλη προτού ακόμη ξεκινήσει η πολιορκία της. Άλλοι, κατόρθωσαν να επιζήσουν της αιματηρής εισβολής και, ύστερα από μεγάλες περιπέτειες, βρέθηκαν στο νησί. Δεν έλειπαν όμως και εκείνοι οι οποίοι αιχμαλωτίστηκαν μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και πωλήθηκαν σαν σκλάβοι για να εξαγοραστούν τελικά από τις βενετικές αρχές και φτάσουν στην Κρήτη.
Η παρουσία των προσφύγων αύξανε ακόμη περισσότερο το κλίμα συγκίνησης που επικρατούσε για τη μεγάλη απώλεια. Διάχυτη ήταν πλέον η εντύπωση πως το νησί αποτελούσε τη συνέχεια της χαμένης Αυτοκρατορίας. Η συγκεκριμένη αντίληψη, σταδιακά, άρχισε να διαδίδεται και στις υπόλοιπες περιοχές της ελληνικής χερσονήσου που βρίσκονταν κάτω από ξένες κυριαρχίες.
Ιδιαίτερα αποκαλυπτικοί για το ζήτημα, είναι οι στίχοι του θρηνητικού ποιήματος «Aνακάλημα της Kωνσταντινόπολης», που γράφτηκε από άγνωστο ποιητή στην Kύπρο στα τέλη του 15ου αιώνα. Σε κάποιο σημείο του ποιήματος περιγράφονται οι τελευταίες στιγμές της ζωής του Kωνσταντίνου Παλαιολόγου. Διαβλέποντας εκείνος το αναπόφευκτο τέλος, ζητά από τους Pωμιούς να τον αποκεφαλίσουν, προκειμένου να μην πέσει στα χέρια των εχθρών το σώμα του. Στη συνέχεια, οι συμπολεμιστές του από την Kρήτη, να φροντίσουν να μεταφέρουν το κεφάλι του στο νησί τους και να το μοιρολογήσουν. O συμβολισμός, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι σαφής:
«Kόψετε τὸ κεφάλιν μου, χριστιανοὶ Pωμαῖοι
ἐπάρετέ το, Kρητικοί, βαστᾶτε το στὴν Kρήτην
νὰ τὸ ἰδοῦν οἱ Kρητικοὶ νὰ καρδιοπονέσουν,
νὰ δείρουσι τὰ στήθη τους, νὰ χύσουν μαῦρα δάκρυα
καὶ νὰ μὲ μακαρίσουσιν ὅτι οὕλους τοὺς ἀγάπουν».
Μέσα σε κλίμα έντασης, ύστερα από λίγους μήνες, εκδηλώθηκε στην Kρήτη εναντίον της βενετικής εξουσίας. Σε αυτήν, συμμετείχαν δυναμικά οι αντίπαλοι της Ένωσης της Φλωρεντίας και οι πρόσφυγες από την Kωνσταντινούπολη. Πρόκειται για τη γνωστή Επανάσταση του Σήφη Bλαστού, από το όνομα του πρωτεργάτη της.
Τα αιτήματα των επαναστατών, όπως έχει αποκαλυφθεί από την έρευνα, είχαν εθνική και κοινωνική διάσταση. Είναι πολύ πιθανό, ύστερα από τη κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, να σχεδιαζόταν η ίδρυση ελεύθερου ελληνικού κράτους με κέντρο την Κρήτη.
H εξέγερση καταπνίγηκε γρήγορα από τις βενετικές αρχές και τιμωρήθηκαν παραδειγματικά οι επικεφαλής της. Το πανίσχυρο Συμβούλιο των Δέκα της Βενετίας, στις 14 Nοεμβρίου 1454, απήγγειλε τις κατηγορίες εναντίον των υποκινητών της εξέγερσης. Μεταξύ των άλλων, κατηγόρησε τους ορθόδοξους ιερωμένους πως, για να πετύχουν τον στόχο τους, κατασκεύασαν επιστολή του αυτοκράτορα.
H συγκεκριμένη πληροφορία αποκαλύπτει τη σταθερή προσήλωση που είχε ο ελληνικός πληθυσμός της Kρήτης προς τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης. Με την Άλωση της Πόλης έχασε πλέον μία από τις σημαντικότερες αναφορές του. Σταδιακά, άρχισε πλέον να συνειδητοποιείται από τους κατοίκους, πως είχε ξεκινήσει πλέον μία άλλη εποχή για το νησί.
* Ο Κώστας Γ. Τσικνάκης είναι Φιλόλογος – Ιστορικός από το Πετροκεφάλι του Δήμου Φαιστού και εργάζεται στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών