Κείμενο – φωτογραφίες: Γεώργιος Χουστουλάκης
Αλωνιστικές μηχανές είχε αρκετές η Μεσαρά τη δεκαετία του ’60 και ‘70, αν και είχε και κάποιες ελάχιστες και πριν τη κατοχή. O λόγος που η Μεσαρά είχε πολλές αλωνιστικές, ήταν αφ’ ενός η μεγάλη παραγωγή σιτηρών, και αφετέρου επειδή ήδη από το 1960 είχαν φτηνίσει πολύ στην υπόλοιπη Ελλάδα, κυρίως στον Θεσσαλικό κάμπο, λόγω του ότι βγήκαν οι μπομπίνες που ταυτόχρονα θέριζαν, χώριζαν τον καρπό και έδεναν και τα άχυρα! Έτσι όλοι τις αγόραζαν μεταχειρισμένες από εκεί σε πολύ χαμηλή τιμή. Καινούργια μια μηχανή ήταν πολύ ακριβή, κόστιζε πάνω από ένα εκατομμύριο, σαν μεταχειρισμένη όμως η τιμή έπεφτε, από 150 έως 300 χιλιάδες δραχμές! Το επίκεντρο της γεωργικής βιομηχανικής εμπορίας στη Μεσαρά, ήταν εκείνα τα χρόνια το χωριό Άγιοι Δέκα. Ο λόγος διότι ήταν πλούσιο χωριό σε σιτηρά, και αφετέρου το επίκεντρο μιας ευρύτερης περιοχής πλούσια όλη σε σιτηρά. Ήταν δηλαδή οι Άγιοι Δέκα το κέντρο διαχείρισης και εμπορίας βαρέων οχημάτων, και κυρίως αγροτικών, τρακτέρ, σκαπτικών, αλωνιστικών μηχανών, αλλά και χωματουργικά μηχανήματα, όπως , γκρέιντερ, εκσκαφείς, φορτωτές, μεγάλα φορτηγά κλπ. Είχαν ξεπηδήσει μεγάλα ονόματα τότε, όπως ο Φρισούλης, οι Χριστάκηδες, πρόσφυγες και οι δύο, κι αργότερα είχαμε τους αδερφούς «Μαριδάκη», ο ένας στους Αγίους Δέκα, και ο άλλος στις Μοίρες.
Στη Μεσαρά πριν την κατοχή άλεθαν όλοι τα σιτηρά τους στα αλώνια, και σταδιακά εγκατέλειψαν το άλεσμα στα αλώνια τη δεκαετία του 50, και πλέον τα σιτηρά τα άλεθαν στην αλωνιστική μηχανή! Πριν και μετά τη κατοχή είχε τέτοια μηχανή η Γεωργική Σχολή Αμπελούζου, μάλιστα με σιδερένιες ρόδες! Πήγαινε η μηχανή αυτή σε πολλά χωριά, Πλάτανο Μητρόπολη, καθώς και στη Γαλιά. Σαν εμφανίστηκαν μετά τη κατοχή οι μεγαλύτερες και πιο σύγχρονες μηχανές, η συγκεκριμένη αλωνιστική εγκαταλείφθηκε, και για πολλά χρόνια ήταν παροπλισμένη και ερείπιο πλέον έξω από τη Γεωργική Σχολή. Η ξύλινη επένδυση της σιγά σιγά σάπισε, την πήραν από εκεί, και πλέον δεν γνωρίζουμε τι απέγινε.
Στη περιοχή Μεσαράς υπήρχαν ωστόσο πολλές αλωνιστικές μετά το 1960. Είχαμε στη Κρύα Βρύση την αλωνιστική του Σαγριδάκη. Στου Άη Γιάννη του Βολακάκη, στις Μοίρες του Παλμέτη, και του Χατζάκη, του Χατζογιώργη στο Μαγαρικάρι, του Σαίτη στο Τυμπάκι στου Καμηλάρι του Καραντινού και άλλους. Στη Γαλιά είχαμε τη πρώτη αλωνιστική μηχανή το 1967 με τους Κακοδειπνάκη μαζί με τα παιδιά του Φανουροστελιανού. Τον επόμενο χρόνο είχαν αλωνιστική και «οι Χαζίρηδες», τα παιδιά δηλαδή του Μιχαήλ Χατζιδάκη. Οι αλωνιστικές της Μεσαράς όταν τελείωναν από την περιοχή τους, τότε πήγαιναν και σε άλλους νομούς της Κρήτης. Αρχικά πήγαιναν στο Ρέθυμνο, κατόπιν στα Χανιά, και τελευταία στο Οροπέδιο Λασιθίου. Εκεί πήγαιναν τελευταία, διότι εκεί και τον Ιούνιο μήνα τα σπαρτά τους και κυρίως η ταγή, ήταν ακόμα πράσινα λόγω υψόμετρου! Ήταν πράγματι πολλές οι αλωνιστικές μηχανές, αφού όλη η Κρήτη έσπερνε πληθώρα σιτηρών. Από τα χωριά που ξεχώριζαν επίσης στη Μεσαρά για τη πλούσια παραγωγή τους, ήταν η Γαλιά, τα Σκούρβουλα, η Φανερωμένη, η Γέργερη, το Απεσοκάρι, η Βαγιωνιά, τα Μούλια και άλλα.
Ο λόγος που πολλά χωριά είχαν πολύ παραγωγή σε σιτηρά, ήταν που δεν είχαν πολλά
Το 2000 όμως άρχισαν να επιδοτούνται οι ελιές, επιδοτήθηκαν και τα αμπέλια για να ξεπατωθούν. Παράλληλα εκείνη την εποχή κατέβαινε και από πάνω φτηνό σιτάρι, έτσι άρχισαν να εγκαταλείπεται σταδιακά οι καλλιέργειες σιτηρών, σαν μη επικερδές πλέον εισόδημα. Όσοι δε είχαν αμπέλια, τα ξεπάτωναν και φύτευαν ελιές. Περιορίστηκαν μόνο τα σιτηρά στα ορεινά μέρη της Κρήτης, αλλά και εκεί, από το 2000 και μετά οι αλωνιστικές έπαψαν σταδιακά να δουλεύουν και παροπλίστηκαν όλες.
Σε κάθε χωριό της Κρήτης προτού πάει η αλωνιστική, το μάτι έβλεπε στοιβαγμένα πολλά δεμάτια σιτηρών σε επίπεδα σημεία . Άλλοι είχαν μικρούς σωρούς και άλλοι μεγάλους ανάλογα την οικονομική τους δυνατότητα κάθε ενός! Μπορεί κάποιοι αγρότες να διέμεναν σε μικρό σπίτι, αλλά καμάρωναν όμως για τη μεγάλη τους παραγωγή! Ο λόγος γιατί δεν τους ενδιέφεραν οι ανέσεις ενός μεγάλου σπιτιού, αλλά τα πολλά και μεγάλα χωράφια! Έκαναν δηλαδή χρήση της παροιμίας που έλεγε: «Σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς»! Δε έλειπαν και «οι φτωχοί γείτονες» με ένα πολύ μικρό σωρό βέβαια, αφού δεν είχαν τα προσόντα και τις δυνατότητες να έχουν και αυτοί τον ανάλογο!
Η μεταφορά της αλωνιστικής στη θέση εργασίας
Ενδιαφέρον προκαλούσε η μεταφορά της αλωνιστικής μηχανής, συρόμενη από ένα μεγάλης ιπποδύναμης τρακτέρ! Για να μπορεί ένα τρακτέρ να τραβήξει, αλλά και να δουλέψει μια αλωνιστική, έπρεπε να έχει ιπποδύναμη πάνω από 120 ΗΡ!
Οι διαβάσεις από δύσκολα σημεία οι διάφορες λύσεις προκαλούσαν ενδιαφέρον. Αφού τελικά στηνόταν επιτέλους η αλωνιστική στο σημείο εργασίας, η επόμενη κίνηση ήταν να της δώσουν την κατάλληλη σταθερότητα. Αυτό γινόταν πότε με σκάψιμο να σταθεροποιηθούν οι τροχοί, και πότε με κατάλληλους ξύλινους τάκους , το ίδιο και στο τρακτέρ. Ακολουθούσε το αλφάδιασμα στα ειδικά σημεία και να μην γέρνει, αλλά και να είναι στην ευθεία ο ιμάντας με το έμβολο του τρακτεριού!
Η μηχανή δούλευε όταν έπαιρνε μπρός μαζί με το τρακτέρ και γύριζε το έμβολο.
Το λόγο πλέον είχε η σκόνη, το βουητό των ιμάντων, οι φωνές των εργατών! Τα πολλά κινούμενα εξαρτήματα, πρόσφεραν συναρπαστικό θέαμα στον παρατηρητή που θα τη χάζευε!
Τα πολλά λουριά
Αξιοπερίεργο θέαμα ήταν και τα πολλά λουριά της, που έπαιρναν κίνηση από ένα και μόνο λουρί, το κεντρικό! Υπήρχαν πολλά λουριά μικρά και μεγάλα, τουλάχιστον δέκα! Όλα εκείνα τα λουριά έδιναν κίνηση σε μηχανές, που έκαναν διαφορετικές εργασίες! Εκτός του κεντρικού λουριού, υπήρχε το λουρί του αχεροκοφτικού, του αχεροδιώχτη, του κουβά διανομής, για τα άλογα αέρος, τρία λουριά μονάχα υπήρχαν για τη κούνια με τα πίσω κόσκινα του καρπού! Σαν με μαγικό τρόπο όλες οι μηχανές της αλωνιστικής συνεργαζόταν με έξυπνο τρόπο, και δούλευαν όλα στην εντέλεια! Η όλη εργασία στηρίζονταν στο «μυαλό» και την εξυπνάδα της μηχανής, αλλά και των ανθρώπων! Ήθελε πολύ προσοχή να περάσει κάποιος κάτω από το κεντρικό λουρί, και ο υπεύθυνος απαγόρευε να πλησιάσει καν οποιοσδήποτε, για να μην προκληθεί ατύχημα. Δεν έλειψαν δυστυχώς και κάποια ατυχήματα στη Κρήτη κατά καιρούς από απρόσεκτους.
Το αναβατόριο
Το αναβατόριο ήταν σαν μια κυλιόμενη σκάλα, και η αλωνιστική όπου πήγαινε το κουβαλούσε στη πλάτη της! Στον τόπο όμως εργασίας στηνόταν στο πλάι, και εκεί στο κάτω μέρος του αναβατορίου, οι εργάτες τοποθετούσαν τα δεμάτια των σιτηρών, και εκείνα ανέβαιναν μέχρι και πέντε ταυτόχρονα επάνω. Ένα ένα ή δύο – δύο τα δεμάτια ή χερόβολα ή χειρόβολα όπως τα λέγανε, τα άρπαζαν βιαστικά από τις θημωνιές οι κουβαλητές με τα χέρια, και τα ακουμπούσαν επάνω στο αναβατόριο, και εκείνα προχωρούσαν προς τα πάνω!
Η μπούκα ή τρόμπα της αλωνιστικής
Τα δεμάτια πλέον ανέβαιναν αυτόματα στην οροφή της μηχανής, όπου ήταν η «μπούκα» ή «τρόμπα» και ήταν μια μεγάλη οπή. Εκεί άλλοι δύο εργάτες τα άρπαζαν , με ένα μαχαιράκι έκοβαν το δεματικό τους, τα αραίωναν με τα χέρια τους ,και τα έριχναν στη τρόμπα για να αλεστούν! Πολλές φορές ο κουμανταδόρος την αλωνιστικής πίεζε τους εργάτες φωνάζοντας «πιο γρήγορα πιο γρήγορα»! Αν ήταν όμως πρωινή ώρα, και είχε κάποια σχετική υγρασία, ο εργάτης που «τάιζε» τα δεμάτια στη μηχανή, αν δεν τα αραίωνε καλά, τότε η μηχανή «μπούκωνε», έκανε ένα υπόκωφο θόρυβο, και αμέσως πέταγε πέρα το μεγάλο κεντρικό λουρί! Έτσι έβρισκαν αφορμή και οι εργάτες να πάρουν για πέντε λεπτά μια ανάσα! Πάντως ο υπεύθυνος απαγόρευε στους μη έχοντας εργασία να πλησιάζουν την αλωνιστική, για το λόγο, για να μην βγει κάποιο λουρί και πεταχτεί πάνω τους, που μπορεί να τα τραυμάτιζε, ή να τα σκότωνε. Ειδικά απαγόρευε στον οποιοδήποτε να περνά κάτω από το κεντρικό λουρί! Βέβαια δεν έλειψαν δυστυχώς και κάποια ατυχήματα από απρόσεκτους!
Ο αχεροδιώκτης
Η μηχανή είχε σαν αξιοπερίεργο επίσης τον αχεροδιώκτη, ένα τεράστιο σπαστό σωλήνα σαν φουγάρο. Από αυτόν μεταφερόταν το άχυρο και έπεφτε έξω, σχηματίζοντας έναν κωνικό σωρό στο πλάι της μηχανής! Κάθε είδος άχυρου και άλλος σωρός! Με ένα σχοινί, ο χειριστής τραβούσε τον αχεροδιώκτη δεξιά ή αριστερά, ανάλογα το σημείο που ήθελε να κάνει τον κάθε σωρό. Τράβαγε πάνω ή κάτω για να αλλάξει το ύψος του σωρού, όσο μεγάλωνε ο σωρός, τόσο σήκωνε πιο πάνω και τον αχεροδιώχτη!
Τα κόσκινα
Πίσω η μηχανή είχε τα τεράστια μεγάλα κόσκινα, ή λεγόμενη και «κούνια», που κινιόταν εναλλάξ, και κοσκίνιζαν το υπόλοιπο άχυρο που δεν έφευγε με τον αέρα της μηχανής. Έτσι τα κόσκινα ξεχώριζαν οριστικά τον καρπό από τα σκύβαλα τις ήρες, και τα άλλα ζιζάνια. Τέσσερα σακιά κοκκινόλουρα ήταν δεμένα πίσω από τα κόσκινα, σε αντίστοιχες υποδοχές, στις εξόδους του καρπού, όπου γέμιζαν αργά – αργά. Πιο δίπλα υπήρχε μεγάλη μεταλλική πλάστιγγα, όπου ζύγιαζαν όλο τον καρπό στο τέλος του αλέσματος. Η μηχανή έπαιρνε το ποσοστό της, και το υπόλοιπο εκείνος όπου άλεθε.
Το ποσοστό της μηχανής όπως όριζε ο νόμος τότε ήταν σε καρπό, και ήταν 12,5 %. Στα 1000 κιλά δηλαδή, έπαιρνε η μηχανή τα 125! Κατά το 1979 με 1980 όμως, συνεννοήθηκαν οι ιδιοκτήτες όλων των αλωνιστικών μηχανών Μεσαράς, και πλέον έπαιρναν μονάχα χρήματα αντί καρπού. Αιτία που έγινε αυτό, ήταν που δεν υπήρχαν οι κατάλληλες βροχοπτώσεις εκείνη τη χρονιά, ώστε να μεστώσουν καλάτα σπαρτά! Τα περισσότερα σπαρτά έμεναν αμέστωτα, υπήρχε μεν ποσότητα καρπού για τον παραγωγό που είχε σπείρει πολλά, αλλά στα κιλά ήταν κατά το ένα τρίτο! Άμα λοιπόν έπαιρνε η μηχανή το ποσοστό της σε κιλά, δεν έμενε σχεδόν τίποτα στον παραγωγό! Φυσικά για αυτήν την κατάσταση δεν αισθανόταν όμορφα οι ιδιοκτήτες των αλωνιστικών μηχανών, και έτσι αποφάσισαν και άλλαξαν την πληρωμή, από καρπό σε χρήματα!
Πολλοί νοικοκυραίοι αγρότες πάντως, αλλά οι φτωχότεροι που όμως ήταν φιλότιμοι, το είχαν έθιμο να προσφέρουν μαγειρεμένο φαγητό με κρέας στους εργάτες της αλωνιστική και μια μπουκάλα κρασί, μετά το αλώνισμα! Να πιούνε ένα κρασί οι εργάτες και να ευχηθούν: « Πάντα στα κερδισμένα οι κόποι σας», «καλή σοδιά», «και του χρόνου με το καλό», « καλά διάφορα» κλπ. Ακόμα και μετά το θέρος κάποιοι έκαναν ένα φαγοπότι το λεγόμενο «ζεύκι». Γινόταν στην εξοχή, για τους εργάτες τους, και «να δείξουν έτσι πως έμειναν ευχαριστημένοι», αλλά παράλληλα «να ευχαριστήσουν και τους θεούς, παλιούς και νέους»!
Οι ποντικοί και τα φίδια!
Με ιδιαίτερα μεγάλη χαρά και ενδιαφέρον παιδιά εκείνης της εποχής, παρακολουθούσαν το κουβάλημα των δεματιών, και ο λόγος μήπως ξεπεταχτούν ποντίκια και να τα πιάσουν! Πέρναγαν όλα ένα – ένα τα δεμάτια οι εργάτες στο αναβατόριο, και τελευταία οι εργάτες πέταγαν και τα σακιά με τις κεφαλές! Τα ποντίκια αλλά και τα φίδια πάντα τους άρεσε να κρύβονται κάτω από τα δεμάτια των σιτηρών. Η λαχτάρα μεγάλωνε όσο λιγόστευαν τα δεμάτια, και έμεναν ήδη τρία ή τέσσερα! Η μεγάλη έκπληξη πλέον φτάνει, και ήταν το τι θα δουν πλέον στο τελευταίο δεμάτι! Η αγωνία κορυφώνεται! Το τελευταίο δεμάτι έκρυβε σχεδόν πάντα τον ποντικό, αλλά ενίοτε και κάποιο φίδι! Και τα δύο πάντως τους προκαλούσαν ενδιαφέρον στα παιδιά της εποχής! Τα παιδιά φώναζαν δυνατά: «Ο ποντικός, ο ποντικός!» Όλα μαζί τα παιδιά έτρεχαν και έπεφταν πάνω του να τον πιάσουν, και συνήθως τον έπιαναν, γιατί όλα ήταν γρήγορα, δραστήρια και ευκίνητα! Για κάποια ώρα έπαιζαν μαζί του γελώντας και φωνάζοντας! Δεν ήταν βέβαια τα ποντίκια όπως οι σημερινοί αρουραίοι, αλλά μικρά λευκά όμορφα και συμπαθητικά ποντίκια! Εκείνος που κρατούσε το τρόπαιο ποντικό, φόβιζε τα πιο μικρά παιδιά και τα κορίτσια! Έπαιζαν λίγη ώρα μαζί του, και μετά ή τον άφηναν να φύγει ή τον σκότωναν! Τα παιδιά όταν δεν ασχολιόταν με ποντίκια, καμάρωναν από απόσταση το υπερθέαμα της αλωνιστικής, που πράγματι είχε ενδιαφέρον για μικρούς και μεγάλους! Και σήμερα βέβαια τα παιδιά πάλι με «ποντίκια» ασχολούνται αλλά δεν μοιάζουν καν με εκείνα της δικιάς μας εποχής!
Το Μπαλιαστικό»
Φεύγοντας η αλωνιστική από τον τόπο εργασίας, υπήρχε και νέα αναμονή στο χώρο, εκείνη του «μπαλιαστικού»! Η μηχανή όπου θα μετέτρεπε το σωρό με τα άχυρα σε δετές μπάλες! Μια στενόμακρη σχετικά μηχανή, ρυμουλκούμενη κι αυτή από τρακτέρ, μικρότερης σε ιπποδύναμης, από ότι της αλωνιστικής. Το μπαλιαστικό στήνονταν δίπλα στο σωρό με τα άχυρα, και έπαιρνε και αυτό κίνηση από κεντρικό λουρί. Πριν εμφανιστεί το μπαλιαστικό, το άχυρο το φόρτωναν σε μεγάλα σακιά δύο μέτρα μάκρος, που τα ονόμαζαν «χαλάρια», και αργότερα εγκαταλείφθηκαν αυτά, και χρησιμοποιούσαν άλλα μικρότερα σακιά, τις επονομαζόμενες «σάκες». Δύο εργάτες το «τάιζαν» και αυτό με άχυρο, από το ειδικό κωνικό χωνί ή μπούκα , με τη βοήθεια μιας μεγάλης πιρούνας! Ο ένας πλησίαζε το άχυρο μέσω μιας ξύλινης κατασκευής, και ο άλλος φρόντιζε να πέφτει μέσα στην μπούκα! Το ίδιο το μπαλιαστικό σχημάτιζε μία – μία τις μπάλες με το άχυρο, και τέλος έπεφταν κάτω στο έδαφος. Άλλοι δύο εργάτες αναλάμβαναν να τις παραλαμβάνουν και να τις ντανιάζουν κοντά σε κάποιο χώρο, χωριστά κάθε είδος άχυρου. Εν ώρα λειτουργίας του ένα μπαλιαστικό χρειαζόταν εφτά εργάτες μαζί με τον οδηγό του τρακτεριού!
Αργότερα, γύρω στο 1993, το μπαλιαστικό ενσωματώθηκε στην ίδια την αλωνιστική μηχανή! Με μια πατέντα, δηλαδή έναν ειδικό άξονα και τρείς τροχαλίες, με ειδικά λουριά προσάρμοζε το μπαλιαστικό εύκολα με την αλωνιστική, οπότε πλέον έπαιρνε κίνηση από την ίδια! Έτσι το μπαλιαστικό έδενε αυτόματα και τα σύρματα στις μπάλες! Το αποτέλεσμα ήταν αντί εφτά εργάτες που θα χρειαζόταν το μπαλιαστικό, ήθελε μονάχα έναν να μεταφέρει! Εφτά εργάτες χρειαζόταν και μια αλωνιστική μηχανή, και έναν πλέον του μπαλιαστικού οκτώ όλοι κι όλοι! Μπαλιαστικά πάντως πριν ενσωματωθούν στην αλωνιστική, στη Μεσαρά είχαν δύο οι αδερφοί Κακοδειπνάκη, ένα ο Γιάννης Γιαμπουλάκης, ένα ο Γιώργης Νικολούδης, ένα ή δύο οι Χαζίρηδες και άλλοι. Μηχανές που θέριζαν, παράλληλα χώριζαν τον καρπό και έφτιαχναν απευθείας και τις μπάλες, δεν κυκλοφόρησαν πολλές στη Κρήτη, λόγω του επικλινούς υπεδάφους, αλλά και διότι ο κόσμος δεν έσπερνε πλέον σιτηρά.
Η καλύβα κοντά στα σκύβαλα
Σαν έφευγε η αλωνιστική μηχανή και το μπαλιαστικό, το σίγουρο ήταν πως στο χώρο όπου είχαν στηθεί, υπήρχε κάτω στο έδαφος αρκετή ποσότητα καρπού και άχυρου. Έτσι πολλοί έφτιαχναν κοντά εκεί από μια πρόχειρη καλύβα με βλαστούς από σφάκες (πικροδάφνες), στηριζόμενες σε κορμούς από το ψηλό άνθος του αθάνατου! Στηνόταν συνήθως κάτω από μια ελιά, και ενίοτε έμενε και εκεί όλη η οικογένεια για το υπόλοιπο του καλοκαιριού! Νερό κουβαλούσαν με τις κανίστρες σχεδόν κάθε μέρα με το γαϊδούρι! Μαζί τους και όλα τα οικόσιτα ζώα, κότες γουρούνια κατσικοπρόβατα γαϊδούρια κλπ. Ήταν η περίοδος που θα την λέγαμε και αναψυχή και ξεκούραση του αγρότη! Αύγουστος και τέρμα οι εργασίες, έμεναν μονάχα τα χαρούπια τέλος Αυγούστου! Εν τω μεταξύ ο κήπος θα τους απασχολούσε, για να τον ποτίσουν, να κόψουν τα λαχανικά, τις τομάτες, τα κολοκυθάκια για να έχουν να περνούνε, μαζί με τα αυγά και το γάλα! Στη καλύβα βέβαια είχαν όσπρια και πατάτες, και λίγα οικιακά σκεύη. Όλοι κοιμόταν το βράδυ έξω στη στρωματσάδα κάτω από τα αστέρια! Για ένα ή δύο μήνες, τα ζώα έτρωγαν τη τροφή, από τα υπολείμματα της μηχανής που άφηνε, διαφορετικά θα πήγαινε χαμένη! Αυτά γινόταν τουλάχιστον στη Μεσαρά!
Η αλωνιστική μηχανή, αλλά και το μπαλιαστικό, ήταν μηχανές που έκρυβαν όπως προαναφέραμε πολύ μυστήριο για παιδιά και μεγάλους εκείνα τα χρόνια! Π ροσέφεραν αρκετό θέαμα, αλλά και η χρησιμότητά τους πολύ σπουδαία, αφού γλύτωναν ατέλειωτες ώρες στο αλώνι κάτω από τον καυτό ήλιο! Πιστεύω σήμερα πως κάποια από τα μυστήρια πίσω από τις αλωνιστικές να τα λύσαμε στο άρθρο μας!
Στη Μεσαρά όμως, τουλάχιστον δύο αλωνιστικές σώζονται ακόμα! Των αδελφών «Κακοδειπνάκη» στις Μοίρες, και στον Άη Γιάννη, δίπλα στη Φαιστό, των απογόνων του Βολακάκη. Είναι θέμα χρόνου να καταστραφούν οριστικά κι αυτές οι δύο από τις καιρικές συνθήκες, αφού είναι εκτεθειμένες έξω σε ήλιο και βροχή. Όπως και οι άλλες, στο τέλος θα μείνουν μονάχα τα μέταλλα που θα είναι πλέον άχρηστα! Σε μια ευνοούμενη χώρα, αυτές θα είχαν την φροντίδα της πολιτείας. Θα είχαν μπει ήδη σε στεγασμένο χώρο κάποιου λαογραφικού μουσείου, για να συντηρηθούν και να είναι σε κοινή θέα! Κύριος σκοπός θα ήταν να τις βλέπουν και οι επόμενες γενιές, και να εξηγεί κάποιος στα νέα παιδιά πως γινόταν η διαδικασία της άλεσης, όπως γίνεται σε έναν αρχαιολογικό χώρο κατά την ξενάγηση, πως γινόταν ας πούμε η επεξεργασία των μετάλλων στο καμίνι κατά την αρχαιότητα κλπ.
(Ευχαριστούμε τον κ Μιχαήλ Κακοδειπνάκη ιδιοκτήτη αλωνιστικής μηχανής, για τις πολύτιμες πληροφορίες του!)