Γράφει ο Γιώργος Σαρρής*
Τη νύχτα της 7ης Μαΐου 1968, εκεί λίγο πριν τα μεσάνυχτα, ένα αυτοκίνητο ετοιμάζεται να ξεκινήσει κρυφά από τη Θεσσαλονίκη με προορισμό την Αθήνα.
Σε αυτό θα επιβιβαστούν τέσσερα άτομα που λειτουργούν με συνωμοτικούς κανόνες. Μιλάνε χαμηλόφωνα και ρίχνουν κλεφτές ματιές μήπως τους παρακολουθεί κανείς.
Το χουντικό καθεστώς τους κυνηγάει εδώ και καιρό, αλλά μέχρι στιγμής καταφέρνουν πάντα να ξεφεύγουν.
Στη θέση του οδηγού θα καθίσει ο 56χρονος Γιώργος Τσαρουχάς, δικηγόρος στο επάγγελμα, πρώην βουλευτής της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (Ε.Δ.Α.) και νυν γραμματέας της Κομματικής Οργάνωσης Θεσσαλονίκης του έκνομου Κ.Κ.Ε. Συνεπιβάτες είναι τρεις ακόμη σύντροφοί του: ο Βασίλης Μάστορας, ο Κωνσταντίνος Μελέτης και η Γεωργία Παγκοπούλου.
Σκοπός τους είναι να συναντηθούν στην Αθήνα με στελέχη του Πανελλήνιου Αντιδικτατορικού Μετώπου, μιας παράνομης εννοείται οργάνωσης που είχε ιδρυθεί ένα χρόνο νωρίτερα από στελέχη της Ε.Δ.Α. και του Κ.Κ.Ε., ώστε να τους μεταφέρουν τη θέση τους σχετικά με την πρόσφατη επώδυνη πολιτικά διάσπαση που είχε επέλθει στο Κομμουνιστικό Κόμμα.
Έχει περάσει ήδη πάνω από μια ώρα ταξιδιού όταν φθάνουν στα διόδια της Λεπτοκαρυάς Πιερίας. «Εκεί διαπιστώνουμε ότι το περιβάλλον είναι ασφαλίτικο» θα πει αρκετά χρόνια αργότερα ο υπομηχανικός Βασίλης Μάστορας που κοιτούσε μέσα απ’ το αμάξι τους άνδρες της Υποδιεύθυνσης Εθνικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης και τα όργανα της Κρατικής Υπηρεσίας Πληροφοριών με επικεφαλής τον ίδιο τον διοικητή της Κ.Υ.Π. Στέφανο Καραμπέρη να καρφώνουν τα βλέμματα πάνω τους. Πριν προλάβουν καλά – καλά να περάσουν από το μπλόκο, παρατηρούν από τον καθρέφτη την ομάδα των ανδρών με τα πολιτικά που μέχρι τώρα τους παρακολουθούσε, να επιβιβάζεται σε οχήματα με συμβατικές πινακίδες και να τους κυνηγάει.
Κατάπιε το σημείωμα
«Γιώργο, μας πιάνουν» θα πει στον οδηγό. Εκείνος μπορεί να ταράζεται, αλλά προσπαθεί να αντιδράσει ψύχραιμα και… καταπίνει το χειρόγραφο σημείωμα της τοπικής κομματικής οργάνωσης που είχε στην τσάντα του. Όπως μάθαμε αργότερα, το χαρτί που αφαιρέθηκε κατά την νεκροψία που του έγινε, ανέφερε ότι «εγκρίνεται ανεπιφύλακτα η απόφαση του Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ.Ε. για το Εσωτερικό (σ.σ. το Γραφείο Εσωτερικού ήταν το τμήμα της ηγεσίας του Κ.Κ.Ε. που δρούσε εντός της χώρας υπό συνθήκες παρανομίας), με την οποία αρνείται (σ.σ. το κόμμα) την εγκυρότητα των αποφάσεων της 12ης Ολομέλειας» που είχε πραγματοποιηθεί στη Βουδαπέστη και είχε επιφέρει τη διάσπαση μεταξύ των Ελλήνων κομμουνιστών.
Μετά από δύο – τρεις στροφές στους δρόμους της Πιερίας, οι διώκτες τους προλαβαίνουν, τους σταματάνε, τους αναγκάζουν να βγουν έξω και τους επιβιβάζουν ξεχωριστά τον καθένα σε δικά τους αυτοκίνητα με κατεύθυνση και πάλι τη Θεσσαλονίκη. Η ώρα εκείνη την ώρα ήταν περίπου δύο το πρωί. Από εκείνη τη στιγμή, οι σύντροφοί του δεν θα ξαναδούν τον Τσαρουχά. Τον οδηγούν στα ανακριτικά γραφεία της Κ.Υ.Π., μέσα στις εγκαταστάσεις του Γ’ Σώματος Στρατού και αρχίζουν να τον χτυπάνε ανελέητα.
Χτυπούσαν με χειρουργική ακρίβεια
Όπως θα εξομολογηθεί και πάλι ο συναγωνιστής του Βασίλης Μάστορας, «δεν ξέραμε που βρίσκεται ο καθένας. Εμένα με πήγαν σ’ ένα γραφείο και μέσα σε λίγα λεπτά άρχισαν τα βασανιστήρια. Ενώ ήμουν όρθιος, με χτυπούσαν με βούρδουλα στη μύτη με τέτοια τεχνική, που δεν ξέφευγαν ούτε ένα χιλιοστό από το ίδιο σημείο που με βάραγαν κάθε φορά. Με πήραν τα αίματα… Μετά με ξαπλώσαν κάτω, μου γύρισαν τα πόδια προς τα πάνω και άρχισαν τη φάλαγγα (σ.σ. αλλεπάλληλα χτυπήματα στα πέλματα των ποδιών που οδηγούν σε αφόρητους πόνους).
Τη στιγμή εκείνη ένιωθα ότι ήρθε η ώρα να τελειώσει η ζωή μου». Την ίδια και ακόμη χειρότερη αντιμετώπιση θα έχει ο Τσαρουχάς στα μπουντρούμια της Κ.ΥΠ. προκειμένου να αποκαλύψει τους υπόλοιπους συμμετέχοντες στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος και την αντιδικτατορική δράση τους. Τον χτυπάνε με ραβδιά στο πρόσωπο, του προκαλούν εγκαύματα, τον υποβάλλουν σε ηλεκτροσόκ αν και γνωρίζουν ότι πάσχει από την καρδιά του, τον γρονθοκοπούν στα μάτια.
Συγκάλυψη των πραγματικών αιτιών θανάτου
Στις 6 το πρωί της 9ης Μαΐου 1968 ο πρώην βουλευτής της Αριστεράς θα αφήσει την τελευταία του πνοή. Οι αστυνομικές αρχές επιχειρούν να συγκαλύψουν τη δολοφονία και ανακοινώνουν ότι πέθανε από έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η ανακοίνωση της Υποδιεύθυνσης Εθνικής Ασφαλείας, δεν υπέστη κάποιον βασανισμό, απλώς ο «καταζητούμενος από μακρού, όστις μεταγόμενος εις Θεσσαλονίκην απεβίωσε καθ’ οδόν πλησίον του χωρίου Άγιος Αθανάσιος. Το πτώμα τούτου διεκομίσθη εις το νεκροτομείον του ιατροδικαστικού εργαστηρίου του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Κατά την ενεργηθείσαν εν συνεχεία νεκροψίαν και νεκροτομήν, διεπιστώθη ότι ο θάνατος τούτου επήλθε συνεπεία εμφράγματος αριστεράς κοιλίας της καρδιάς, λόγω βαρυτάτης αρτηριοσκληρώσεως των στεφανιαίων αρτηριών της καρδιάς, μετ’ αποφράσεως του αυλού αυτών».
Ο εισαγγελέας Λαμίας Χριστόφορος Τζανακάκης είναι παρών στη νεκροψία, αλλά δεν τολμά να μιλήσει για όσα βλέπει να διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια του. Στη δίκη που έγινε όμως τον Ιανουάριο του 1975, αφού είχε πέσει η Χούντα δηλαδή, θα αποκαλύψει τα εξής: «Εγώ για το θάνατο του Τσαρουχά είχα πονηρευτεί αμέσως διότι διαπίστωσα ότι ο Βασίλης Μάστορας, συνεπιβάτης του στο μοιραίο ταξίδι προς την Αθήνα, είχε κακοποιηθεί αγρίως. Αυτός κακοποιήθηκε και υποθέτω ότι γλίτωσε, γιατί έμεινε στα χέρια τους ο Τσαρουχάς. Πιστεύω πως και ο Τσαρουχάς όπως και οι άλλοι, κακοποιήθηκε στο Γ΄ Σώμα Στρατού»
«Σαν να του έτριβαν λουρί όπλου στα σκέλια»
Ακολούθως ο εισαγγελέας Τζανακάκης περιγράφει με συνταρακτικές λεπτομέρειες τις συνθήκες υπό τις οποίες διενεργήθηκε η νεκροψία στο πτώμα, αλλά και την κατάσταση στην οποία αυτό βρισκόταν. «Ανοίγοντας τα σκέλη, θα πει στους δικαστές, είδα ανάμεσά τους μια περίεργη κάκωση. Σειρά μικρών κόκκων αίματος σαν κόκκοι σίτου κάτω από το δέρμα… Διάσπαρτες κακώσεις στα πόδια σαν να του έστριβαν το λουρί ενός όπλου ανάμεσα στα σκέλια.
Οι πατούσες είχαν ένα ύποπτο μπλε χρώμα. Δεν ήταν πτωματικές υποστάσεις. Ένα περίεργο υποκύανο χρώμα. Ζήτησα από τον Νόνα (σ.σ. τον ιατροδικαστή) να κόψει το πέλμα. Το κόψιμο στο βάθος θα αποκάλυπτε τον μώλωπα. Ηρνήθη! Ζήτησα επίσης να κόψουμε τους όρχεις διότι οι κακώσεις έφταναν μέχρι εκεί. Ηρνήθη! Με κοίταζαν καχύποπτα. Η ατμόσφαιρα ήταν υπερβαρεία. Η συμπεριφορά του Νόνα ήταν τέτοια που έδειχνε ότι ήξερε καλά τι είχε μεσολαβήσει στον Τσαρουχά… Έφυγα στο σπίτι μου. Χτύπησε το τηλέφωνο. Κάποιοι αστυνομικοί μου ζητούσαν να επιστρέψω. Είπα στη γυναίκα μου: Αν με πιάσουν, ο Τσαρουχάς πέθανε βασανισμένος»!
Τον έθαψαν με τις χειροπέδες
Στην κηδεία του κομμουνιστή δικηγόρου, που γίνεται υπό αυστηρά μέτρα ασφαλείας εκ μέρους των αρχών, απαγορεύτηκε να ανοιχτεί το φέρετρο. Η κόρη του Τσαρουχά όμως, η Καίτη, ορμάει και ανοίγει την κάσα. Αποκαλύπτεται ένα σαπισμένο στο ξύλο κεφάλι, ενώ τα χέρια ήταν δεμένα με χειροπέδες. Οι βασανιστές, δεν είχαν ούτε καν μπει στον κόπο να τις αφαιρέσουν.
Μεταπολιτευτικά θα δουν το φως της δημοσιότητας οι συγκλονιστικές φωτογραφίες – ντοκουμέντο με το κακοποιημένο πτώμα του πρώην βουλευτή Καβάλας. Πώς βρέθηκαν όμως; Ο ανακριτής του Α’ τμήματος Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης Ηλίας Ηλιάδης που ανέλαβε να ερευνήσει την υπόθεση το 1975, αποκάλυψε σε θυρίδα της Υπηρεσίας Σήμανσης ένα φιλμ με αρκετές φωτογραφίες του κακοποιημένου σώματος. Διακρίνονται πεντακάθαρα οι ουλές από το μαστίγωμα, τα σημάδια από τα χτυπήματα στο πρόσωπο και τους μηρούς, οι εκχυμώσεις και τα πρηξίματα. Την εποχή της δικτατορίας η φωτογράφηση ανάλογων περιστατικών αποτελούσε ρουτίνα για τους υπαλλήλους της σήμανσης. Απλώς κάποιοι αμέλησαν αργότερα να τις καταστρέψουν.
Μειωμένες ποινές στους ιθύνοντες
Στη πρώτη δίκη που διεξήχθη από το Μικτό Κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης το χρονικό διάστημα Μαΐου – Ιουνίου 1979 κάθισαν στο εδώλιο αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων και της Ελληνικής Χωροφυλακής που ενεπλάκησαν στη σύλληψη, την ανάκριση και τη δολοφονία.
Η ακροαματική διαδικασία θα κρατήσει 23 μέρες, αλλά δεν καταφέρνουν να αποκαλυφθούν ονομαστικά οι πραγματικοί δράστες. Το μόνο που κατάφερε να εξαγάγει η δικαστική έρευνα είναι ότι ο θάνατος προήλθε από τα χτυπήματα των βασανιστών και όχι από παθολογικά αίτια. Οι καταδικασθέντες περιορίζονται σε πέντε ανώτερους και ανώτατους αξιωματικούς που κατηγορούνται για ηθική αυτουργία, συνέργεια και κατάχρηση εξουσίας.
Θα γίνουν δύο ακόμη δικαστήρια σε δεύτερο βαθμό. Το ένα στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Κατερίνης και το άλλο στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης. Οι ποινές που θα επιβληθούν είναι κάθειρξη 10 ετών και 9 μηνών στον τότε διοικητή της Κ.Υ.Π. Στέφανο Καραμπέρη που μετά από έφεση θα πέσει στα 5 χρόνια, φυλάκιση 5 ετών που μετά από έφεση στα μειωθεί στα 3 για τον διοικητή δικαστικού του Γ’ Σώματος Στρατού, υποστράτηγο Φωκίωνα Καραπάνο, επίσης φυλάκιση ενός έτους στον διοικητή της 87ης Στρατιωτικής Διοίκησης, υποστράτηγο Δημήτριο Τασσόπουλο, σε ένα έτος φυλάκιση καταδικάστηκε και ο διοικητής της Εθνικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, υποστράτηγος Χωροφυλακής Δημήτριος Σταματόπουλος, ενώ τέλος 22 μήνες φυλάκιση επιβλήθηκαν στον αξιωματικό της Κ.Υ.Π. στην συμπρωτεύουσα, συνταγματάρχη Σταύρο Αναστασιάδη.
Θύμα δολοφονικής επίθεσης και το 1963
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε τέλος, ότι ο Τσαρουχάς είχε πέσει θύμα δολοφονικής επίθεσης και πριν τη δικτατορία, στις 22 Μαΐου του 1963, την ημέρα δηλαδή που το παρακράτος χτύπησε και τον επίσης βουλευτή της Ε.Δ.Α. Γρηγόρη Λαμπράκη ο οποίος κατέληξε λίγα εικοσιτετράωρα αργότερα . Αμφότεροι βρισκόντουσαν στη Θεσσαλονίκη.
Ο Τσαρουχάς βρισκόταν στην είσοδο της αίθουσας που θα μιλούσε ο ειρηνιστής συνάδελφός του, όταν ένας «αγανακτισμένος» λιμενεργάτης ονόματι Χρήστος Φωκάς έτρεξε κατά πάνω του επιφέροντάς του ένα τρομερό χτύπημα στο κεφάλι. Παράλληλα άρχισε να του δίνει κι άλλα χτυπήματα στο πρόσωπο φωνάζοντας «Βούλγαρε, θα πεθάνεις»! Ωστόσο οι αστυνομικοί που ήταν παρόντες δεν τον συνέλαβαν.
Όταν έφθασε το ασθενοφόρο για να πάει τον τραυματία στο νοσοκομείο, μια άλλη ομάδα από «αντιφρονούντες» εμπόδισαν αρχικά το πλήρωμα του οχήματος να τον παραλάβει. Ο Τσαρουχάς ζητά την προστασία των αστυνομικών που και πάλι δεν ανταποκρίνονται στα καθήκοντά τους. Μέσα στο ασθενοφόρο θα δεχθεί νέα επίθεση. Στη διασταύρωση των οδών Ερμού και Ίωνος Δραγούμη μπαίνουν από την πίσω πόρτα τρεις τραμπούκοι και αρχίζουν να τον κλοτσούν και να τον γρονθοκοπούν με μανία. Σέρνουν το φορείο στον δρόμο και τον πετούν αιμόφυρτο και αναίσθητο στην άσφαλτο. Δεν τον αποτέλειωσαν γιατί ο «επικεφαλής» τους γύρισε και είπε στους συνεργάτες του: «αφήστε τον, δεν είναι αυτός»!
Βρέθηκαν τα αιματοβαμμένα ρούχα το 2010
Μεταφέρεται με εγκεφαλική διάσειση και πολλαπλά τραύματα στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ όπου νοσηλεύεται για ένα μήνα και ακολούθως για άλλους τρεισήμισι μήνες σε κλινική της Αθήνας για θεραπεία, αφού στην αρχή δεν μπορούσε καν να κουνηθεί.
Τα αιματοβαμμένα ρούχα που φορούσε την ημέρα της επίθεσης, βρέθηκαν τυχαία το 2010 σε ένα χαρτοκιβώτιο στα υπόγεια του Δικαστικού Μεγάρου Θεσσαλονίκης, καθώς αποτελούσαν πειστήρια της δικογραφίας που παρουσιάστηκαν στην ακροαματική διαδικασία της δίκης Λαμπράκη. Παραδόθηκαν στην Εταιρεία Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων (Ε.Δ.Ι.Α.) Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας όπου βρίσκονται μέχρι και σήμερα.
* Ο Γεώργιος Σαρρής είναι δημοσιογράφος – μέλος της ΕΣΗΕΑ, τιμηθείς με το Βραβείο Αθ. Μπότση για την αντικειμενική και με πληρότητα παρουσίαση ιστορικών πολιτικών θεμάτων.
Πηγή: newsbeast.gr