Γράφει ο Γιώργος Χουστουλάκης
«Απρίλης Μάης κοντά το θέρος» έλεγαν οι παλιοί. Και πράγματι, δεν περίμεναν οι αγρότες τα στάχυα τους να ξεραθούν τελείως και να τα θερίσουν. Κατά τον Ιούνιο ήταν σε ετοιμότητα ποιό χωράφι από τα σπαρτά τους θα είχε αρχίσει να κιτρινίζει για να το θερίσουν πρώτο. Για να θεριστεί το σπαρμένο τους, λέγανε «πρέπει να είναι μελίχλωρο», δηλαδή χρυσοκίτρινο! Ακόμα έλεγαν «οι κόμποι στις ράπες πρέπει να κρατούν ακόμα», να μη σπούνε δηλαδή αν τις τσακίσεις, αλλά να λυγίζουν, ειδάλλως αν ξεραινόταν τελείως τα σιτηρά, τότε έλεγαν πως «ξεμέστωναν», δηλαδή τράβαγε τη δύναμη του καρπού το ίδιο το φυτό και ο καρπός αδυνάτιζε και ξεμέστωνε! Από βραδύς ακόνιζαν τα δραπάνια τους με ακόνι ή λίμα. Αν την ώρα του θέρους στόμωνε πάλι κάποιο δεραπάνι λόγω έντονης χρήσης, τότε το ακόνιζαν και με μια σκληρή πέτρα! Στη «πρώτη δραπανιά» κάνανε το σταυρό τους, λέγοντας «στο όνομά σου Θεέ μου», και συνήθως έμπαινε κάποιος μπροστά και θέριζε σχηματίζοντας ένα μεγάλο τετράγωνο, το λεγόμενο «όργο», όπου έπρεπε να θεριστεί. Ακολουθούσαν δίπλα -δίπλα ο ένας στον άλλο οι υπόλοιποί θεριστάδες. Αυτός που «έκοβε το όργο», σαν τέλειωνε το πρώτο «έκοβε» και το δεύτερο κοκ ως το τέλος. Η ποσότητα που μπορούσε να κρατήσει στα χέρια του ο θεριστής λεγόταν «μάτσος». Πολλά μάτσα μαζί στο έδαφος σχημάτιζαν τη λεγόμενη «αγκαλιά». Οι άνδρες συνήθως ανά δύο άτομα έδεναν τα «χειρόβολα», τα δεμάτια δηλαδή. Ένας έφτιαχνε τα «δεματικά», δηλαδή τα δεσίματα, από δροσερό σπαρτό ή άγριους αγγελάμους. Ο αγγέλαμος είναι ένα μεγαλόσωμο όρθιο ζιζάνιο, που εύκολα έπαιρνε μπόι, παρόμοιο με τη ταγή ( βρώμη) μόνο που εκείνη έμενε κοντή. Ποτέ τα δεματικά δεν γινόταν από τέλι η από σπάγκους, γιατί θα υπήρχε πρόβλημα στην αλωνιστική μηχανή αν έπεφταν μέσα. Αν όμως το σπαρτό ήταν ταγή και μάλιστα ήταν πολύ κοντή, και δεν υπήρχαν ούτε αγγελάμοι, τότε μπορούσε να κάνουν δεματικά και από βλαστούς άλλων θαμνώδη φυτών όπως από σφάκες ή αγιογύρους. Άπλωνε ο ένας το δεματικό χάμω στο έδαφος, και ο άλλος του έφερνε τις αγκαλιές σε αντίθετη φορά η μία με την άλλη, και έτσι τις τοποθετούσε πάνω στο δεματικό. Πολλές αγκαλιές έκαναν το χειρόβολο, και τοποθετούνταν στη σειρά ανά έξη που ήταν και το κάθε φορτίο. Τελικά έβλεπες θερισμένο το σπαρτό και τα δεμάτια ανά εξάδες απλωμένα στο χωράφι! Πολλές φορές αν είχε καύσωνες, για να μην τους φάει η κάψα, πήγαινε από βραδύς όλη η οικογένεια και ξώμενε στο χωράφι. Τα δε παιδιά τα έβαζαν για ύπνο στη κουρελού, ενώ οι μεγάλοι με το φώς του φεγγαριού θέριζαν όλη τη νύχτα κυριολεκτικά «έπαιρναν φωτιά» τα δρεπάνια, και μέχρι το πρωί το σπαρτό τους ήταν όλο θερισμένο! Το πρωί που ξύπναγαν τα παιδιά άρμεγαν τη κατσίκα και έβραζαν το γάλα και έδιναν στα παιδιά μαζί με βούτημα ένα ντάγκο ξερό παξιμάδι που τον έσπαγαν σε θρουλιά και τον έβαζαν μέσα στο γάλα. Στις περιπτώσεις που δούλευαν μέρα, πήγαιναν στο θέρος πολύ πρωί αξημέρωτα! Σταμάταγαν κανονικά για κολατσιό αλλά και για μεσημέρι. «Ο Μάης θέλει το νερό, κι ο θεριστής το ξύδι!» έλεγαν εκείνα τα χρόνια. Σήμαινε η παροιμία, πως το ξύδι το πολύ το κατανάλωναν οι θεριστάδες το μήνα του θεριστή, στις καθημερινές σαλάτες τους! Ήταν τόση πολλή η πίεση των ημερών που πολλές φορές η γυναίκα που είχε το σπαρτό της, μετά από δέκα λεπτά που τελείωνε το φαγητό, έπαιρνε κιόλας στον ώμο το δραπάνι της, και πήγαινε να θερίσει, δεν μπορούσε να ξαργεί. Οι υπόλοιποι ξεκουραζόταν τουλάχιστον μια ωρίτσα. Απαραίτητο στο θέρος το «κρυγιοστάμνι» που δεν προλάβαινε το αφεντικό η κάποιο παιδί να κουβαλεί με το γάιδαρο από το κοντινό καβούσι (πηγή)! Απαραίτητο οπωσδήποτε το σταμναγκάθι στο σταμνί, να μην μπει μέσα φίδι ή άλλο μιαρό! Απαραίτητο όμως και το πανί το βρεγμένο που τύλιγαν ο σταμνί με νερό για να το κρατά δροσερό! Το αφεντικό αν ήταν τσιφούτης έδινε ρητή εντολή «Τσι κεφαλές θέλω να μου μαζώνετε από χάμαι!». Αν ήταν πολύ ξερά τα γεννήματα, συνήθως έσπαγαν εύκολα οι κεφαλές και έπεφταν καταγής. Οι γυναίκες φορούσαν πάντα ένα μαντίλι στο κεφάλι για τον ήλιο και τη ποδιά τους, και εκεί έβαζαν τις κεφαλές. Σαν γέμιζε η ποδιά, τις έριχναν σε ένα τσουβάλι, Σαν τέλειωνε το θέρος, άρχιζε το κουβάλημα, ανδρική πλέον υπόθεση! Όσα ζώα είχαν στη διάθεσή τους, τα έπαιρναν στη μεταφορά, κι αν δεν είχαν δανειζόταν κιόλας από άλλον τα δικά του. Φόρτωναν πάλι ανά δύο άτομα, και ο ένας ανεβάστα το ένα φορτωμένο δεμάτι να μη γείρει το σωμάρι, ή «έβαζαν μποντέλο» τη χαχαλόβεργα να το στηρίζει, ώστε να φορτωθεί και το δεύτερο να σοζυγιάζει. Συνήθως οι άνδρες φόρτωναν έξη δεμάτια στο κτήμα, και τα παιδιά οδηγούσαν τα ζώα στον τόπο της θημωνιάς. Στη πρώτη στραθιά πήγαινε και ο πατέρας, και ξαναπήγαινε πότε -πότε να κάνει κουμάντο, να κανονίσει δηλαδή που θα στηθεί το κάθε είδος σιτηρών. Έτσι γινόταν μικρές ή μεγάλες θημωνιές ανάλογα το αφεντικό. Τέλειωνε και το κουβάλημα των δεματιών, φόρτωναν και τις κεφαλές και τις πήγαιναν και αυτές και ακουμπούσαν τα σακιά δίπλα στη θημωνιά. Τώρα πλέον έτοιμοι θα ξεκουραστούν όλοι και να πάρουν ανάσα μέχρι να έρθει η αλωνιστική! Δεν θα αναφερθούμε για τα όσπρια ρόβι λαθούρι κλπ, που αυτά όλα τα αλώνιζαν στο αλώνι, διότι για αυτά είχαμε αναφερθεί σε παλαιότερο θέμα.
Με μεγάλη λαχτάρα ο ερχομός της αλωνιστικής!
Την αλωνιστική περίμεναν με ιδιαίτερη λαχτάρα μικροί και μεγάλοι. Η μυρωδιά της σκόνης του άχυρου ήταν που έβαζε τον κόσμο όλο στο κλίμα των ημερών! Τα στάχυα είχαν κουβαληθεί, και είχαν πλέον στηθεί στη θημωνιά χωριστά κάθε κατηγορία. Η αγωνία πια των γονιών, να πάει ο καρπός στο σπίτι για να πάει στη συνέχεια στο μύλο για να εξασφαλιστεί το ψωμί της χρονιάς, αλλά και το χρήμα από τη πώληση του καρπού. Περίμεναν να βάλουν μέσα το άχυρο για να βγάλουν και τα ζώα τους το χειμώνα. Πριν καλά – καλά ξεκινήσει να πάει η μηχανή στο κάθε χωριό το ξέρανε από πριν, γιατί πήγαινε πιο γρήγορα το νέο από στόμα σε στόμα, παρά με τον αργό ρυθμό που την έσυρε το τεράστιο τρακτέρ, η ίδια η μηχανή! Τα παιδιά το φώναζαν δυνατά: «Έρχεται η αλωνιστική μηχανή!» και χοροπηδούσαν από τη χαρά τους!» Ήρθε όμως και το τέλος των εποχών εκείνων , οι μηχανές αποσύρθηκαν, διότι οι αγρότες μας έπαψαν να βάζουν σπαρτά.
Ποιοι ήταν οι δύο κύριοι τύποι αλωνιστικών μηχανών που είχαμε στην Μεσαρά;
Το πρώτο πράγμα που έπεφτε στην αντίληψή μας ήταν η μάρκα της μηχανής, που το έγραφε με μεγάλα γράμματα μπροστά και ψηλά. Διαβάζαμε κυρίως ή τη λέξη «ΤΙΤΑΝ», ή «ΛΥΜΠΕΡ» . Κανείς δεν μπορούσε τότε να φανταστεί πως η Κρήτη θα είχε στη διάθεσή της αλωνιστικές μηχανές, μάλιστα ελληνικής κατασκευής! Δεν γνώριζε κανείς τότε, πως κάποιος έλληνας ονόματι Λυμπερόπουλος, καθώς και ο Παντελεμίδης, πήραν ένα γερμανικό μοντέλο και το τελειοποίησαν! Στο παλιό και μη λειτουργικό μοντέλο, εκείνοι πρόσθεσαν τον αχεροδιώχτη, τα συστήματα μετάδοσης κίνησης με τα πολλά λουριά. Πρόσθεσαν επίσης τα κόσκινα πίσω, πρόσθεσαν αναβατόριο. όπου φυσικά όλα αυτά δεν υπήρχαν στα γερμανικά πρότυπα, και εκείνοι οι δύο έλληνες τις έφεραν στη μορφή που οι παλαιότεροι γνωρίσαμε.
Λίγα λόγια για τον Ιωάννη Παντελεμίδη
Ο Ιωάννης Παντελεμίδης ίδρυσε την εταιρία «ΤΙΤΑΝ» στη Θεσσαλονίκη, αρχικά για κατασκευές αγροτικών μηχανημάτων, και φυσικά και αλωνιστικές μηχανές. Αργότερα ο Ιωάννης Παντελεμίδης έκανε και μια σειρά από εφευρέσεις, όπως το σασί για 4 τόνους φορτηγά και λεωφορεία. Η προσπάθειά του όμως να πείσει το κράτος για έκκριση δοκιμών για να πάρει την άδεια έπεφτε στο κενό! Η άρνηση ήταν η κίνηση της πολιτείας, με την αιτιολογία πως δεν υπάρχει νομικό πλαίσιο, αλλά συνετέλεσε και η γραφειοκρατία!
Αν και τελικά το κράτος έδωσε την άδεια στον Παντελεμίδη, όμως οι δυσκολίες τον έκαναν να εγκαταλείψει την προσπάθεια, και να κλείσει την εταιρία «ΤΙΤΑΝ» το 1988. Μπορεί ακόμα και σήμερα να είναι γνωστή η εφεύρεση του με το σασί 4 τόνων, ωστόσο το δικό του εργοστάσιο παραγωγής αμαξωμάτων λεωφορείων για τον ΟΑΣΘ συνέχισε να λειτουργεί. (πηγή: L. S. Skartsis)
Οι μηχανές μετά την επέμβαση του Παντελεμίδη και του Λυμπερόπουλου
Η διαδικασία μετά την επέμβαση των δύο Ελλήνων κατασκευαστών, η αλωνιστική έγινε πιο εύκολη και πιο λειτουργική! Ο μεν Λυμπερόπουλος έφτιαξε την «ΛΥΜΠΕΡ», και ο Παντελεμίδης την «ΤΙΤΑΝ», δύο σχεδόν όμοιες μηχανές, και τροφοδότησαν όλη την Ελλάδα με τα νησιά, αλλά και η Τουρκία αγόραζε μηχανές απ’ αυτούς. Αργότερα δε, όταν πια αποσύρθηκαν τα παλιά μοντέλα, η Τουρκία τα αγόρασε όλα! Η αλωνιστική μηχανή, που ήταν μια σπουδαία λύση για τον αγρότη, αφού μέχρι τότε το αλώνισμα γινόταν στο αλώνι με τα ζώα, εκείνη έλυνε τα χέρια τους. Δεν ήταν όμως και λίγες οι φορές που μετά την αποχώρηση της μηχανής, και μέχρι να έλθει και το μπαλιαστικό να δέσει τις αχυρόμπαλες, αν εν τω μεταξύ φυσούσε δυνατός αέρας, έπαιρνε και σκόρπιζε γύρω τα άχυρα, και έτσι ο αγρότης δεν είχε να ταΐσει τα ζωντανά του. Τα μοντέλα όμως αυτά τα αντικατέστησαν αργότερα άλλες μηχανές, που ήταν βασικά θεριστικές μηχανές, αλλά όμως έδεναν απ ευθείας και τις μπάλες με τα άχυρα. Αν δεν ήταν όμως οι αλωνιστικές μηχανές, ο αγρότης θα παιδευόταν δύο μήνες στο αλώνι μέχρι να ‘πολωνέψει με το βολόσυρο που θα έσυραν τα ζώα!
Συνεχίζεται