Γράφει ο Μιχάλης Στρατάκης*
Πολλές φορές έρχονται στα όνειρα μου και με συντροφεύουνε, όπως τότε.
Μα όλες τις φορές, ένας ένας έρχεται, για να μου θυμίσει τα χρόνια εκείνα που ζήσαμε μαζί, τα χρόνια τα ωραία, τα ξέγνοιαστα, τα χρόνια που κοντά τους εσπούδαζα Ανθρωπιά.
Μόνο ψες τη νύχτα εκοπιάσανε και οι τρεις μαζί.
Οι τρεις Κουτσάκηδες που ‘χουνε σημαδέψει τη ζωή μου, με την πιο λατρεμένη στάμπα τους.
Όλη νύχτα ξαναζούσα κοντά τους το τότε, κι έλεγα αν ήτανε μπορετό να μη ξυπνήσω ποτέ μου.
Εξύπνησα, όμως, και το πρώτο πράμα που έκαμα ήτανε να σκαλίζω τα παλιά χειρόγραφα μου, ίσαμε να βρω τα κιτρινισμένα φύλλα που μιλούνε γι αυτούς τους τρεις αθρώπους.
Τα βρήκα, τα χάιδεψα, εσφάλιξα τα μάθια μου και εντάκαρα να γροικώ τα γράμματα να μου ξαναθυμίζουνε τα τότε.
Ξέρω, σε πολλούς δεν αρέσει μήτε να θωρούνε «μακρυνάρια», πολύ περισσότερο να τα διαβάζουν.
Ξέρω πως κάποιοι στολίζουνε όποιον γράφει «μακρυνάρια», με κάθε λογής κοσμητικά επίθετα.
Μα δεν γράφω γι αυτούς. Για τον απατό μου γράφω και για κείνους που καταλαβαίνουνε πως κάποια συναιστήματα και κάποιες θύμησες, ακόμη και στα «μακρυνάρια» δεν χωρούνε και πλαντούν….
Στην Αθήνα λίγα χρόνια έζησα. Ίσα- ίσα όσα απαιτούνται για τις σπουδές μου οι οποίες συνέπεσαν με ένα τμήμα της στρατιωτικής θητείας μου. Αρχές της δεκαετίας του ΄70. Δύσκολα χρόνια από κάθε άποψη. Πολιτική, κοινωνική, οικονομική. Μεγάλα ζόρια, αλλά ποιος εικοσάρης σκέφτεται τα ζόρια. Απλά, αισθάνεται τις συνέπειές τους, αλλά τις ξεπερνά ή τις προσπερνά ασχολούμενος με άλλα πράγματα, που η ηλικία του ορίζει.
Όλα τα χρόνια που έζησα στην Αθήνα, τρεις άνθρωποι, όλοι κι όλοι άφησαν το αποτύπωμά τους στο βιβλίο της ζήσης μου. Ο ένας είναι ο θείος μου, αδελφός της μάνας μου, Κώστας Κουτσάκης. Αγαπημένος θείος, στο σπίτι του οποίου φιλοξενήθηκα κάμποσο καιρό. Ιδιαίτερα όταν πρωτοπάτησα το πόδι μου στο Κλεινόν Άστυ, ένα χωριατάκι και μισό, που είχε την εντύπωση πως η Αθήνα ήταν έτσι όπως παρουσιαζόταν στο σινεμά. Ο δεύτερος άνθρωπος είναι ο Γιώργος Κουτσάκης, πρώτος εξάδελφος της μάνας μου, και ο τρίτος ο Γιάννης Κουτσάκης, αδελφός του Γιώργου.
Τρεις άνθρωποι, τρεις διαφορετικοί κόσμοι.
Ο θείος Κώστας, όντας πολλά χρόνια στην Αθήνα και έχοντας επιτύχει σε όλες τις επιχειρηματικές δραστηριότητές του, κυρίως στον τομέα της ανέγερσης πολυκατοικιών, είχε γίνει «βέρος Αθηναίος». Κοσμοπολίτης και ανοιχτοχέρης είχε φτιάξει τον δικό του κοινωνικό κύκλο από προσωπικότητες των ΄Άνω Λιοσίων όπου κατοικούσε καθώς και από ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες της ευρύτερης περιοχής. Κοντά σε αυτόν τον χαρισματικό άνθρωπο και στη σύζυγό του θεία Καλλιόπη άρχισα να καθαρίζω τα μάτια μου από τις «τσίμπλες» που κουβαλούσα από το χωριό μου και να βλέπω τα πράγματα όπως ήταν και όχι όπως ήθελα να είναι.
Τον θυμάμαι σαν να είναι τώρα στα μαγαζιά όπου έπαιζε λύρα και τραγουδούσε ο αείμνηστος Νίκος Ξυλούρης. Πάντα πρώτο τραπέζι ο θείος Κώστας κι εγώ δίπλα του. Ένα τραγούδι όλο κι όλο πήγαινε να ακούσει και για να το ακούσει μοίραζε πολύ χρήμα στο συγκρότημα. «Πότε θα κάνει ξαστεριά».
Ήταν η χούντα στα πράγματα τότε και το συγκεκριμένο τραγούδι έδινε το σύνθημα στις αδούλωτες ψυχές να ξεσηκωθούν. Τον θυμάμαι με πόση ικανοποίηση με κοίταξε όταν διάβασε ένα κομμάτι μου που είχε δημοσιευθεί στο «΄Εθνος» εκείνης της μαύρης εποχής. «Καλά τα έγραψες, αλλά να προσέχεις» μου είπε. Τον θυμάμαι να τρέχει καθημερινά σε βοήθεια των γονιών του, των αδελφών του και του κάθε συγγενή που ζητούσε τη βοήθειά του. Δεν χρειαζόταν να χτυπούν την πόρτα του οι συγγενείς του, γιατί η πόρτα του ήταν μονίμως ανοικτή γι αυτούς. Όποιος συγγενής από την Κρήτη ταξίδευε στην Αθήνα για οποιονδήποτε λόγο, στο σπίτι του θείου Κώστα και της θείας Καλλιόπης κατέληγε. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ακόμα και τώρα, κάθε καλοκαίρι που κατεβαίνει για διακοπές στα Καλά Λιμάνια του Λυβικού Πελάγους, οι συγγενείς και οι εκεί φίλοι του τον υποδέχονται όχι σαν ένα απλό συγγενή ή φίλο αλλά σαν πατέρα μιας πολυάριθμης φαμίλιας. Σαν έναν άνθρωπο από τον οποίο πολλοί ωφελήθηκαν, μεταξύ των οποίων κι εγώ. Λυπούμαι μόνο που η αγάπη μου γι αυτόν και την οικογένειά του δεν αρκεί για την εξόφληση, έστω ελάχιστου μέρους του προς αυτόν χρέους μου.
Ο Γιώργος Κουτσάκης ήταν για μένα όχι απλώς «άνθρωπος του πεζοδρομίου» αλλά το ίδιο το «πεζοδρόμιο». Για να μην πω ότι το «πεζοδρόμιο» ανήκε στον Γιώργο. Διαχειριζόταν τα χρόνια εκείνα ένα ξενοδοχείο στην οδό Σοφοκλέους «Μαξίμ» το όνομά του. Στο «Μαξίμ» μια χαρά και χωρίς κανένα πρόβλημα συνυπήρχαν η αρετή με την κακία και η αμαρτία με την αγιότητα. Εκεί γνώρισα πόρνες ενάρετες και ενάρετες που ήσαν πόρνες. Ανθρώπους των σαλονιών που μόλις έστριβαν από την Αθηνάς στη Σοφοκλέους γίνονταν των λιμανιών. Αλλά γνώρισα και ανθρώπους των λιμανιών που κουβαλούσαν μέσα τους φορτία απίστευτης σοφίας και ανθρωπιάς! Η οδός Σοφοκλέους δεν ήταν τότε όπως έχει καταντήσει σήμερα. Καταρχήν δεν υπήρχαν οι οικονομικοί μετανάστες που έχουν μετατρέψει ολόκληρη την περιοχή σε κατεχόμενο τόπο. Δεν υπήρχαν οι εξαρτημένοι από παραισθησιογόνες ουσίες ούτε οι προμηθευτές τους. Όχι μόνο η συγκεκριμένη περιοχή, το σύνολο του εμπορικού κέντρου της πρωτεύουσας έσφυζε από ζωή. Μιλιούνια οι άνθρωποι που κυκλοφορούσαν χωρίς κανένα φόβο, χωρίς κανένα πρόβλημα, μέρα και νύχτα.
Ακόμη και οι γυναίκες που ασκούσαν το αρχαιότερο επάγγελμα, το έκαναν κατά τρόπο απολύτως διακριτικό. Ούτε στο δρόμο, ούτε στο πεζοδρόμιο. Δεν έβγαιναν έξω από την εξώπορτα του ξενοδοχείου. Μέσα σε αυτό γινόταν όλο το αλισβερίσι. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα της περιοχής εκείνη την εποχή ήταν οι μυρουδιές της. Μεθυστικά αρώματα παντού καθώς στην πλειοψηφία τους τα καταστήματα πουλούσαν αρωματικά φυτά, βότανα, λιβάνια και οτιδήποτε αναδίδει ευχάριστη μυρουδιά. Οι καταστηματάρχες χρόνια ριζωμένοι στο ίδιο σημείο ήταν φίλοι μεταξύ τους και συγκροτούσαν μια τεράστια παρέα. Άπειρα ήταν τα κουτούκια που λειτουργούσαν σε υπόγεια παλιών οικοδομών και σε αυλές. Κουτούκια με βαρέλια ρετσίνας χτισμένα το ένα πάνω στο άλλο. Αυτά τα κουτούκια αποτελούσαν τα σημεία συνάντησης όλων των φίλων ιδιαίτερα τα μεσημέρια. Τα φαγητά που διετίθεντο, συγκεκριμένα. Ρεβιθιά, φασόλια, αντζούγιες και χαλβάς εμπορίου με λεμόνι και κανέλλα. Άντε και καμιά φέτα τυρί. Πολλοί πελάτες πήγαιναν κρατώντας και τον μεζέ τους τυλιγμένο σε λαδόκολλα. Το θέμα δεν ήταν ο μεζές αλλά η ρετσίνα. Όλοι ήξεραν πότε υπήρχε στο κουτούκι γιοματάρι και πότε σώσμα. Γνώριζαν το περιεχόμενο κάθε βαρελιού σαν να το είχαν στο σπίτι τους. Σε αυτά τα κουτούκια σύχναζε ο Γιώργος και κατ΄ επέκταση και εγώ, αφού για χρόνια αποτελούσα την καθημερινή παρέα του. Το «Μαξίμ» ήταν το μόνιμο στέκι μου όλες τις ελεύθερες ώρες μου. Και εκείνο το ξενοδοχείο αποτελούσε ταυτόχρονα τη γέφυρα που με κρατούσε ενωμένο με την Κρήτη, αφού σε αυτό κατέληγαν πολλοί Κρητικοί που ανέβαιναν στην Αθήνα για δουλειές. Στο ξενοδοχείο, και γενικότερα στην περιοχή αυτή γνώρισα και την τάξη των γυναικών εκείνων που η «καθώς πρέπει» κοινωνία λιθοβολούσε και αναθεμάτιζε. Έμαθα συγκλονιστικές ανθρώπινες ιστορίες που ανάγκαζαν αυτές τις γυναίκες να πορευτούν το δρόμο της πορνείας. Εγνώρισα γυναίκες με μεγαλείο ψυχής, την ανθρωπιά των οποίων θα ζήλευε και ιεραπόστολος. Το «Μαξίμ» ήταν για μένα ένα μεγάλο σχολείο και ο Γιώργος Κουτσάκης ένας μεγάλος δάσκαλος. Με δίδαξε ότι την πραγματική, την ανυστερόβουλη ανθρωπιά δεν έπρεπε να την αναζητώ στα ψηλά στρώματα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, αλλά στα χαμηλά. Όσο πιο χαμηλά, τόσο περισσότερη ανθρωπιά. Στο περιθώριο κατοικοεδρεύουν οι ανθρώπινες αξίες. Οι αληθινές και όχι οι επίπλαστες. Από τότε άρχισα να αγαπώ τους ανθρώπους του περιθωρίου και να στέκομαι απέναντι στους τσανακογλείφτες του καθωσπρεπισμού.
Την τελευταία φορά που βρέθηκα στην Αθήνα, πέρασα, βράδυ, από τη Σοφοκλέους. Οι εικόνες που αντίκρισα μου προκάλεσαν έντονο σφίξιμο στην καρδιά. Το «Μαξίμ» έχει γίνει μαγαζί με κινέζικα προϊόντα. Μόνο η επιγραφή του παραμένει για να θυμίζει ότι κάποτε αυτό το παραδοσιακό κτίριο ήταν ξενοδοχείο. Τα μαγαζιά έχουν αλλάξει χέρια και αντικείμενο. Μια πανσπερμία φυλών τα διαφεντεύει. Στους δρόμους και στα πεζοδρόμια ένα ατέλειωτο εκθετήριο γυναικείας σάρκας. Έγχρωμης κατά κανόνα. Και αισθητικά αποκρουστικής. Αδύνατο να μπορέσει να περάσει το δρόμο αυτοκίνητο χωρίς να κινδυνέψει να χτυπήσει άνθρωπο. Μια πολύχρωμη και πολύγλωσση ανθρωποθάλασσα έχει πλημμυρίσει κάθε χώρο. Τη θέση των φυσικών αρωμάτων που ήξερα έχει πλέον καταλάβει η αποπνικτική μπόχα. Έφυγα από τη Σοφοκλέους με ένα τεράστιο βάρος στην καρδιά μου. Φεύγοντας έριξα μια τελευταία ματιά στο κουφάρι του «Μαξίμ». Και η ματιά μου εκείνη ήταν το «ευχαριστώ» του παλιού μαθητή προς το σχολείο του που του έμαθε πολλά και πολύτιμα πράγματα.
Ο Γιάννης Κουτσάκης, αδελφός του Γιώργου ήταν, και εξακολουθεί να είναι, άνθρωπος τελείως διαφορετικός. Δεν τον εξέφραζαν τα κουτούκια αλλά τα κυριλέ μαγαζιά! Η οδός Σοφοκλέους δεν του έλεγε και πολλά πράγματα. Προτιμούσε το Κολωνάκι. Τα μυαλά του πάνω από το κεφάλι του. Έχοντας λύσει το οικονομικό του πρόβλημα, ως επιτυχημένος επιχειρηματίας στον τομέα της εγκατάστασης ανελκυστήρων, δεν άφηνε ευκαιρία για διασκέδαση να πέσει κάτω. Όση ώρα δεν εργαζόταν, κυνηγούσε τη διασκέδαση. Σε αυτό το κυνήγι έπαιρνε και μένα μαζί του. Κατά κάποιο τρόπο αποτελούσα μέρος της διασκέδασής του. Και εγώ, άλλο που δεν ήθελα. Μια φορά που ήταν να ταξιδέψει με καράβι στην Κρήτη, ξεχάστηκε διασκεδάζοντας. Τότε, μόνο ένα δρομολόγιο την ημέρα ένωνε τον Πειραιά με την Κρήτη. Αν έχανε αυτό το πλοίο έπρεπε να περιμένει την επόμενη μέρα. Όταν ξαφνικά θυμήθηκε ότι έπρεπε οπωσδήποτε να ταξιδέψει και είδε ότι το καράβι έφευγε σε μισή ώρα, τρελάθηκε. Παράτησε ανολοκλήρωτη τη διασκεδαστική ενασχόλησή του, μπήκε στο αυτοκίνητό του και άρχισε να τρέχει προς τον Πειραιά, σαν να συμμετείχε σε αγώνες φόρμουλα. Είκοσι λεπτά έκανε για να φτάσει στο λιμάνι. Εγώ, που καθόμουν στη θέση του συνοδηγού, χρειάστηκα πολλή περισσότερη ώρα για να συνέλθω. Με το που πέρασε την πύλη του λιμανιού ο Γιάννης, είδε το πλοίο που επρόκειτο να επιβιβαστεί να βρίσκεται με λυμένους τους κάβους και μισάνοιχτη τη μπουκαπόρτα.
– «Δες τι θα κάνεις το αυτοκίνητο, εγώ έφυγα» μου είπε και όρμησε προς το πλοίο.
Από εκεί και ύστερα ήταν σαν να έβλεπα κινηματογραφική ταινία. Ο Γιάννης έφτασε τρέχοντας στο καράβι, έκανε ένα σάλτο που θα τον ζήλευε και ο καλύτερος ακροβάτης και πιάστηκε από το πάνω μέρος της μισάνοιχτης μπουκαπόρτας. Άρχισε να λυγίζει τα χέρια του και να κουνά τα πόδια του ψάχνοντας απεγνωσμένα να βρει κάποιο στήριγμα που θα τον βοηθούσε να πηδήξει από το κενό της μπουκαπόρτας μέσα στο πλοίο. Πάνω από το πλοίο κάποιοι του φώναζαν κάτι αλλά από το σημείο στο οποίο βρισκόμουν δεν μπορούσα να καταλάβω τι του έλεγαν. Πλησίασα πιο κοντά. Ο Γιάννης σταμάτησε ξαφνικά, να προσπαθεί να πηδήξει μέσα στο πλοίο και παρέμεινε κρεμασμένος στην μπουκαπόρτα.
Τότε άκουσα και τι του έλεγαν τα μέλη του πληρώματος, φανερά θυμωμένοι
– «Τι κάνεις ρε άνθρωπε; Παλάβωσες;»
– «Πάω Κρήτη, έχω εισιτήριο»
– «Και δεν μπορείς να περιμένεις;»
– «Τι να περιμένω; Πρέπει να φύγω οπωσδήποτε»
– «Πώς να φύγεις ρε άνθρωπε; Το πλοίο τώρα ήρθε από το Ηράκλειο. Σε τρεις ώρες θα φύγει. Είχαμε καθυστέρηση.»
Ξεκρεμάστηκε ο Γιάννης από τη μπουκαπόρτα πηδώντας στο έδαφος και άρχισε να γελάει με το ρεζιλίκι του. Τι άλλο μπορούσε να κάνει;
Άλλη μια φορά, πέθανε η μάνα ενός καλού φίλου του και επρόκειτο να ταφεί στο Α΄ νεκροταφείο. Έπρεπε να πάμε οπωσδήποτε στην κηδεία, παρότι οι τοιούτου είδους τελετές ουδόλως μας ενθουσίαζαν. Χώρια που ο Γιάννης είναι και εξαιρετικά ευαίσθητος άνθρωπος και κλαίει πολύ εύκολα. Την ώρα, λοιπόν, της κηδείας ήμασταν στο νεκροταφείο. Με το που περάσαμε την αυλόπορτά του, ο Γιάννης είχε ήδη βουρκώσει. Είδαμε κόσμο μαζεμένο γύρω από έναν τάφο, πήγαμε κι εμείς και ανακατευτήκαμε με τους άλλους. Με το που είδε ο Γιάννης ανθρώπους να κλαίνε, άρχισε κι αυτός το θρήνο. Βαλάντωσε στο κλάμα. Βλέποντάς τον να κλαίει, άρχισα και εγώ να ψιλοκλαίω, παρότι δεν είχα δει ποτέ μου τη μακαρίτισσα. Τα «κοράκια» κατέβασαν με τα σχοινιά το φέρετρο στην τελική του θέση παρκαρίσματος και ο Γιάννης κόντευε να πέσει λιπόθυμος στην αγκαλιά μου. Άρχισαν μετά τα γνωστά. Ο καθένας έριχνε στον τάφο λίγο χώμα, έκανε το σταυρό του και αποσύρονταν βουβός και τεθλιμμένος δίπλα στους άλλους βουβούς και τεθλιμμένους. Επιτελέσαμε και εμείς το καθήκον μας μέσα σε ποταμούς δακρύων και ετοιμαζόμασταν να αρχίσουμε να την κάνουμε με ελαφρά πηδηματάκια. Σε αυτή τη φάση ο Γιάννης με σκούντηξε με τον αγκώνα του
– «Ρε συ, το Σπύρο τον βλέπεις πουθενά;»
Κοίταξα τριγύρω μου όλους τους τεθλιμμένους αλλά τον φίλο του Γιάννη, τη μάνα του οποίου μόλις είχαμε θάψει, πουθενά δεν τον είδα.
– «Πού στο διάολο είναι; Ρε συ, λες να μην ήρθε;»
– «Κόψε τις μαλακίες. Στην κηδεία της μάνας του δεν θα ερχότανε;»
Κινητά τηλέφωνα δεν υπήρχαν τότε για να τηλεφωνήσουμε στον Σπύρο και να μάθουμε πού βρισκόταν και έτσι, μη έχοντας τι άλλο να κάνουμε, κάναμε άλλη μια φορά το σταυρό μας, ρίξαμε ακόμη ένα δάκρυ και ξεκινήσαμε για την έξοδο. Δεν είχαμε προλάβει να βγούμε έξω και είδαμε να καταφθάνει μια νεκροφόρα, μεταφέροντας για ταφή άλλο νεκρό. Η νεκροφόρα σταμάτησε σχεδόν μπροστά μας και πίσω της σταμάτησαν τα αυτοκίνητα που μετέφεραν τους συγγενείς του νεκρού. Οι τεθλιμμένοι βγήκαν από τα αυτοκίνητα και τότε άκουσα το Γιάννη να με ρωτά με απόγνωση.
– «Ρε μαλάκα, αυτός δεν είναι ο Σπύρος;»
Κοίταξα κατά κει που μου έδειχνε. Πράγματι ήταν ο Σπύρος. Συνόδευε τη μακαρίτισσα τη μάνα του στην τελευταία της κατοικία. Μόνο που η μακαρίτισσα ήταν ακόμα στη νεκροφόρα.
Απλά, εμείς είχαμε πάει νωρίτερα από ό,τι έπρεπε στο νεκροταφείο και κλαίγαμε με λυγμούς πάνω από τον τάφο άσχετου πεθαμένου!
Και δεν με πείραξε τίποτα άλλο παρά η σκέψη ότι θα ξανάτρωγα στη μάπα το Γιάννη να ξαναβαλαντώνει στο κλάμα, για δεύτερη φορά.
Τόσο κλάμα που έριξε εκείνη την ημέρα, μέχρι … αφυδάτωση μπορούσε να πάθει!
Σήμερα ο Γιάννης Κουτσάκης ζει και εργάζεται στην Κρήτη. Συναντιόμαστε κάθε φορά που κατεβαίνω και ρίχνουμε μαζί κανά … σύθρηνο.
Αυτή τη φορά από τα γέλια.
Υ.Γ. Στη φωτογραφία ο Γιώργος και ο Γιάννης Κουτσάκης, με τον αδερφό τους τον Απόστολο που ζει στην Αυστραλία, όταν ήρθανε να με δούνε στη Ρογδιά. Δυστυχώς, φωτογραφία του Κώστα Κουτσάκη δεν εμπόρεσα να βρώ στα κιτάπια μου, κάποια στιγμή, όμως, θα βρω σε άλλο τόπο.
* Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι συνταξιούχος Δημοσιογράφος, με καταγωγλη τις Γκαγκάλες του Δήμου Γόρτυνας