Γράφει η Έφη Μιχελάκη*
Ετσά πολύ αγαπήθηκε τούτος ο τόπος απ’ το Θεό που όλα σχεδόν τ’ Αγιάκια ντου επαέ τα κόνεψε.
Μα κι οι ντόπιοι Του τ’ ανταποδώσανε, και δεν αφήκανε στ’ αόρι πέτρα να μην τη νε βάλουνε απάνω σ’ αλλη, για να στεγάσουνε τη χάρη ντου, να ανεπιάσουνε τη πίστη ντως και να βάλουνε κεραμίδι στη κεφαλή τ’ Αγίου απου του ‘ χανε ταμένο το ξωκλήσι.
Τόπος λειτρουημένος απο απλούς ιερωμένους με στιβάνια, κι απ’ τα Αγιάκια των Αστερουσίων, αυτούς τους κρυφούς ενοίκους του βουνού απ’ τα τριγύρω σπηλιαρίδια..
Εδιαλέγανε το τόπο να ‘ χει γαλήνη κι απανεμιά, να κελαρίζει το νερό, να μπορεί να κρατήξει το μοναχό για να στέσει το μοναστηράκι ντου.
Και να μην ήτονε παντιδερός ο τόπος δε τζη πολύγνοιαζε, για δεν εψάχνανε μαθές τη τέρψη του κορμιού σε τέθοιες συνθήκες.
Το κελί του μοναχού ήτονε χτισμένο στη νοτική μπάντα , εκειά που ΄σήμερα στέκει μια παλιά αποθήκη.
Γύρου γύρου απ ‘ το κλησήδι θωρρεί κιανείς κι ακόμη ίχνη αρχαίου Ιερού συλημένου βέβαια απο λογής λογής αρχαιοκάπηλους κατεχάρηδες μα κι ακάτεχους..
Ο λόγος για το μοναστηράκι τ’ Αη Παύλου στι Παρανύμφους Αστερουσίων , το χωργιό καταγωγής μου, μια μονόκλιτη βασιλική με ισχνά ίχνη τοιχογραφιών στο εσωτερικό ντου.
Μα η μαθιά του πεζοπόρου του τασημάρη, του περασάρη του κάθε περηπατητή,
στέκεται στο εξαίσιο θύρωμα απο λαξευτό πωρόληθο της Ενετοκρατίας, και το μυαλό ντου “αδειάζει” στη σιωπή και τη μαγεία που απλόχερα του προσφέρει τ’αόρι κι ο Θεός του αοργιού..
* Η Έφη Μιχελάκη είναι Κτηνίατρος από το Ασήμι, με καταγωγή από τα Αστερούσια