Γράφει ο Γεώργιος του Γρηγορίου Σταματάκης
Υποκύπτοντας -διότι είμαι δύσκολος- στις πιέσεις πολλών φίλων μου, αποφάσισα να κοινοποιήσω ένα απόσπασμα από ένα παλιό μου δημοσίευμα για τις παλιές αρρώστιες και επιδημίες το οποίο είναι πάντα επίκαιρο όπως όλα τα κλασικά έργα. Συμβάλλοντας κι εγώ στις γνώσεις μας για την πανδημία που μας πλήττει αλλά κυρίως αφήνοντας υπονοούμενα για την θεραπεία της.
ΓΙΑΤΡΙΚΟΥΛΙΕΣ
Πάνω απ’ όλα η υγείαΙ Γιατί σα την υγεία δεν υπάρχει. Ούτε τα πλούτη, ούτε η ομορφιά αξίζουνε μία, άμα δεν υπάρχει υγεία. Είναι αίφνης κιανείς μεγαλονοικοκύρης με τσι παράδες χαχαλιές και σάζει τα καλύτερα στιβάνια. Ήντα τα θέλει, όμως, άμα έχει μαργωτίδες; Να τα κρεμάσει στα μεσοδόκια και να τα θωρεί αφόρια να μαραίνεται η καρδιά του ή να ξεκαλικώνεται ντις την ώρα και να τρίβει τα πόδια του με τσι λεμονόκουπες. Καλλιά δεν είναι να χει ένα κακό ζευγάρι στιβάνια και να τον ελείπουνε οι μαργωτίδες; Ή να ’ναι μια ωραία κοπέλα και να βγάλει μαυρογαλπούς στη μούρη, τσερόνια στα χείλια, ταπεινάρες στο λαιμό ασκορδαψούς στα μάθια κι ένα κακό μιμί στη μύτη. Ήντα την εθέλει την ομορφιά με τόσανα πονέματα και ποιoς θα βρεθεί να τση βάλει μήλο στο κλήδωνα; Γιατί τη πάσα μία, δε την εκυβερνούνε, ούτε τα πλούτη, ούτε η ομορφιά, αλλά η υγειά τση. Γι’ αυτό ήτονε περιζήτητες τα πια παλιά χρόνια οι χοντρές. Γιατί μια χοντρή έχει πάντα την υγειά τση. Και δε χρειάζεται να ’ναι κιαμιά νοικοκύρισσα για να παχύνει. Δε παχαίνουνε μόνο τα καλολοΐδια. Άμα δεν είναι κιαμιά αρρωσταριά παχαίνει και με τσι κουφωτούς και με τσι λαψανίδες.
Βέβαια πολλές παλιές αρρώστιες σήμερο δεν υπάρχουνε. Το ίδιο και σημερινές αρρώστιες δεν υπήρχανε παλιά. Παλιά είχαμε το γράντισμα αλλά δεν είχαμε κατάθλιψη. Σήμερο έχομε νευρική ανορέξια αλλά όχι μαλαθράκους. Οι παλαιινές αρρώστιες ήτονε τριώ λογιώ και μόνο: τα πονέματα, οι βαρισμασθιές κι αυτές που φέρνει η κακή ώρα, που ούτε σπέρνει, ούτε θερίζει. Η κακή ώρα είναι πάντα ομπρόσκερας και κιανείς δε μπορεί να την αποφύγει. Τα εγκεφαλικά, τα καρδιολογικά και όλες οι άλλες αρρώσθιες, οφείλουντονε στη κακή ώρα, που την ήφερνε η βιστιριά, ο φταρμός, η κατάρα, το κακό συναπάντημα, το κακό αμάτι, το βαροκάρδισμα τση μάνας, ο αναστεναγμός του ορφανού, ο αφορεσμός του παπά, κι οι εφτά ουρανοί που εγούγια κι αλλοίμονο τ’ αθρώπου, άμα τύχει κι ’ναι ανοιχτοί. Αίφνης: Ένας που ήπαθε συμφόρεση στο Ροδάνι και τον εβρήκανε βουβό και με το στόμα στραβωμένο, στο μόνο πράμα που πήγε το μυαλό τως, ήτονε πως του πάντιξε κιαμιά ανεράιδα, που ασφαλώς θα τση μίλησε και του πήρε την εμιλιά. Τον εφέρανε στο χωριό, τον εχυματίσανε τριώ λογιώ αγιασμό, τον εθυμιάσανε με καλορίζικα, του αστροφωτίσανε τ’ απομεσώρουχα, του βάλανε το δεξί παπούτσι ζερβά και το ζερβό δεξά και τον ετσιρίξανε από πάνω σάμε κάτω με αεροζόλι, αλλά την υγεία του δε την εξανάδε. Σάμε να φτάξει ο Αβέρκιος από τσ’ Απεζανές να του κάμει ένα διαβαστικό, ήτονε ποθαμένος. Κι αναφέρω το παράδειγμα αυτό για να δείξω ότι τα γιατρικά και οι γιατρικουλιές είναι καλά και χρήσιμα αλλά δε φτάνουνε πάντα. Το καλύτερο γιατρικό είναι η πρόληψη και στη περίπτωση αυτή δε θαν εχρειάζουντονε πράμα, άμα ο τσιφτελής δεν εμίλιε τσ’ ανεράιδας. Γι’ αυτό σε φανταξό, τελώνι, ανεράιδα, κακάθρωπο, καταχανά, και στ’ αποδέλοιπα πειρασμικά δε ανοίγομε συζήτηση. Ποτέ!
Μπορεί βέβαια στο παράδειγμά μας, ο αρρωστάρης να ήτονε άντρας, αλλά αυτό είναι σπάνιο. Οι άντρες ποτέ δεν αρρωστούνε. Τολάιστο οι καλοί άντρες. Οι αρρώσθιες είναι για τα κοπέλια και τσι γυναίκες. Το ίδιο και οι γιατρικουλιές. Εμάς στο χωριό μας με τη μακραίωνη ιστορία, οι άντρες που ’ρωστήσανε ήτονε μετρημένοι στα δαχτύλια τση μια χέρας. Κι ακόμη σήμερο τσ’ αναθιβάνομε ως κακό παράδειγμα. Μεγαλύτερο ρεζιλίκι και ντροπή από το να ’ρωστήσει άντρας, δεν υπάρχει, και γι’ αυτό οι άντρες δε ’ρωστούνε!
Κιαμιά γιατρικουλιά δεν ήτονε ξεκάθαρη. Όλα ήτονε ανεκατωμένα: βότανα, θεοτικά, μαγιολίκια… Παπάδες, μάγοι, γητεύτρουσες, μπολτοζέρηδες… Εκατέχανε καλά, πως με την υγεία δε παίζουνε, γι’ αυτό τα κάνανε όλα, που άμα δεν ήπιανε το ένα, να πιάσει σκιας το άλλο.
Μια από τσι παλιές αρρώστιες ήτονε και η Πανόγλα:
Η ΠΑΝΟΓΛΑ:
Αυτή ’ναι η χειρότερη αρρώσθια γιατί ξεκληρίζει σπίθια, οικογένειες και χωριά. Όσοι την είδανε έχουνε να πούνε πως είναι μιαν άσκημη γριά, μια ολιά πιο μακριά από τσι κανονικές, αδύνατη και στραβοπόδα που δε βρίχνεις απάνω τση ψαχνί να τσιμπίσεις ούτε με τη βελόνα. Τ’ άσπρα τση μαλλιά είναι ξέπλεχτα και ξεχτένιστα και όσα αντόδια δε τση λείπουνε είναι μαύρα και γεμάτα κουφάλες. Όπου πάει δε φεύγει σάμε να μη ’πομείνει αρθούνι. Είναι από τσ’ ανάγκες που δεν έχουνε γιατρειά και το μόνο που μπορεί να κάμει ο άθρωπος είναι να πέσει με τσ’ Αγίους και να ζητήξει να προφτάξει η χάρη τως. Αλλά και οι Αγίοι το μόνο που μπορούνε να κάμουνε είναι να την εμποδίσουνε να μπει σ’ ένα χωριό. Άμα μπει, κι αυτοί σηκώνουνε ψηλά τα χέρια. Δεν υπάρχει μπλιο σωτηρία. Τόσονα κακή αρρώσθια είναι, που ξεγελά τσ’ ίδιους τσ’ Αγίους. Στέκει ο Άγιος στην άκρη του χωριού για να την εμποδίσει κι αυτή χώνεται κι ανιμένει να περάσει κιανείς καβαλάρης απ’ ομπρός τση. Πηδά στη καπούλα του χτήματος, πιάνει κι ένα μποκάρι μαλλί και κάνει αλαβάρι πως ξαίνει και μπαίνει στο χωριό ανενόχλητη, γιατί ο άγιος θαρρεί πως είναι χωριανή και δε την εμποδίζει. Μέχρι σήμερο υπάρχουνε χωριανοί που δηγούνται περιστατικά που τως ετύχανε των ίδιω, οντέν επολέμησε να καβαλικέψει το χτήμα τως η πανόγλα. Ευτυχώς την εκαταλάβανε κι εδώκανε του χτημάτου καιρό κι ετσά που ’χε δοσμένο το σάλτο, ήπεσε χάμε κι ήσκασε σα το ξυλάγγουρο. Στο χωριό που θα πέσει η πανόγλα δε φεύγει σάμε να το ξεκληρίσει. Και το χωριό εκειονά δε πρέπει να ξανακατοικηθεί ποτέ, γιατί πρίχου φύγει ξεδιαλέγει ένα σπίτι, πάει στη παρασθιά και κάνει ένα αυγό στον άθο. Χίλια χρόνια να περάσουνε, πέτρα να μη πομείνει απάνω σ’ άλλη, το αυγό τση πανόγλας δε παθαίνει πράμα. Εκειά στέκει κι ανιμένει. Κι άμα φτάξουνε καινούριοι γκάτοικοι ξεπουλιά και βγάνει ένα μικιό πανογλάκι που σάμε το κολατσό είναι μεγαλωμένο και πρίχου αλλάξει η μέρα γερασμένο και καταστεμένο κανονική πανόγλα. Θερίζει επιτόπου τσ’ αθρώπους και ύστερα φεύγει να πάει να βρει αλλού να θανατώσει. Πρίχου όμως φύγει κάνει ένα αυγό στη παρασθιά…. Γι’ αυτό και στα χωριά που ξεκληρίζει η πανόγλα δε ξαναπατεί άθρωπος.
Σ’ άλλα χωριά γροικούμε πως ο Άγιος που ζυγώνει τη πανόγλα είναι ο Άι Χαλάραμπος. Στο δικό μας, όμως, είναι η ίδια η χωριανή μας Παναγία που η χάρη τση είναι μία. Πολλές φορές που ήπεσε θανατικό πανόγλας, το μόνο χωριό που δεν ήπαθε πράμα ήτονε το δικό μας γιατί ήστεκε η Παναγία στη προσπαθιά και δεν ήφηνε πράμα να περάσει. Ένα σεφέρι από το 1700 σάμε το 1810 η πανόγλα επαρουσιάστηκε στη πάντα μας και ήκαμε μεγάλο κακό. Ετότεσας, στη σημερινή χτηματική περιφέρεια τω Καπετανιανώ υπήρχανε πολλά χωριουδάκια: Το Λουσούδι, ο Άι Αντώνης, ο Άι Κύρλος, τα Καλάλαγκα, τα Σκλαβιανά,τα Καρκαλετουδιανά, το Καβούσι κι άλλα που φαίνουνται ακόμη τα κατάλια τως. Μια κακή ταχινή επαρουσιάστηκε η πανόγλα στον Κόφινα και ξεκίνησε να θερίζει τσ’ αθρώπου και να ρημάσει τα χωριά που τση παντίχνανε. Πρώτα ξεκλήρισε το Λουσούδι, ύστερα τον Άι Αντώνη, ύστερα τα Σκλαβιανά και ήφταξε και σ’ εμάς. Εσταμάτησε στο Πάνω Χωριό και άμα ’ποθάνανε όλοι οι αθρώποι εξεκίνησε να κατεβεί και στο Κάτω. Η Παναγία, όμως, που βρίσκεται και στέκει στη πόρτα του χωριού δε την ήφηνε να περάσει. Η πανόγλα δεν εκώλωνε αλλά εματαμορφίζουντονε, ήπαιρνε φόρα, εχώνουντονε στσι κοιλιές τω χτημάτω αλλά δεν εκατάφερε να ξεγελάσει τη Παναγία μας που η χάρη τση είναι μία. Αλλά και οι χωριανοί δεν εκάτσανε με τα χέρια σταυρωμένα. Εζώσανε όλο το χωριό με μια κλωστή και τσι δυο άκρες τση, τσι δέσανε στην εκκλησία. Η Πανόγλα εγύριζε γύρω γύρω το ζωσμένο χωριό αλλά δεν εμπόριε από ποθές να μπει μέσα, παρά μόνο από τσι δυο άκρες τση κλωστής που όμως τσι κράθιε η Παναγία. Αφού κατάλαβε πως δε θα τα κατάφερνε να τρυπώξει, επήγε και χώστηκε σ’ ένα χαράκι στον Αγκρεμά μια ολιά πιο κάτω από τσι καμπινέδες του σκολειού. Εκειά εχώνουντωνε μέρες και νύχτες κι ανήμενε να ’ποξεγνοιάσει η Παναγία, να βρει καιρό να νταλντίσει και να ξεκληρίσει και τσι Κατωχωριανούς, κρίμας, Θε μου, τσ’ αθρώπους! Και πραγματικά παραλίγο να το καταφέρει, γιατί όσο επερνούσανε οι μέρες, οι χωριανοί που ήτονε τρυπωμένοι στα σπίθια, εξεθαρρέψανε και ντακάρανε να διασφαλάσουνε και σε πόρτες και σε παραθύρια. Είδε η πανόγλα τη κίνηση, εξεχώστηκε από το χαρακούλι τση, και πήρε φόρα να μπει στο χωριό μας. Η Παναγία, όμως, δεν ήτονε ’ποξεγνοιασμένη. Μπορεί να ’κανε την αδιάφορη για να ξεγελάσει τη πανόγλα, αλλά είχε και τσ’ αμέντες τση γιατί είχε ένα ολόκληρο χωριό κρεμασμένο στο λαιμό τση. Ετσά την ώρα που η πανόγλα ήφτανε πάνω από την εκκλησία, ίδια εκειά που είναι σήμερο το μικιό πλαταιάκι, ήπιασε η Παναγία μια πέτρα και φώνιαξε: «Αλάργο από πα!» Επέταξε με δύναμη τη πέτρα και τη ήφαε στο μίλιγκα η πανόγλα. Δεν επόμεινε στο τόπο, μα τα αίματα ετσιρούσανε ίσα πέρα. Οι χωριανοί εκούσανε τσι σκληρές και το μούγκρος και προβάλανε. Το μόνο που προλάβανε να δούνε ήτονε ο κώλος τση πανόγλας με το συμπάθιο, όντεν εποκώλευε στου Χρισθιανού τη μάντρα.
Η πανόγλα εγειάγυρε στο πάνω χωριό, εσκάλισε τον άθο στου Βρυσανού το σπίτι και ήκαμε ένα αυγό. Ύστερα ήφυγε και δεν εξαναφάνηκε στη πάντα μας. Οι χωριανοί εξεζώσανε το χωριό, εκόψανε τη κλωστή κομάθια, την εχύσανε κερί και το κάψανε όλο στη χάρη τση Παναγίας που γλίτωσε το χωριό μας, μια κι όξω, από τέθοιο θανατικό. Ύστερα ’κούσαμε πως εξαναπαρουσιάστηκε πολλές φορές πανόγλα και ξεκλήριζε χωριά, όπως το 1770, το 1780, το 1796, το 1820. Στο χωριό μας, όμως, δεν εξαναφάνηκε γιατί ήτρεμε τη Παναγία. Αλλά κι οι χωριανοί εκάνανε ό,τι μπορούσανε. Κάθε φορά που γροικούσανε για την αθιβολή τση εζώνανε το χωριό και τ’ αφήνανε στη χάρη τση Παναγίας. Γι’ αυτό και δεν εχτίσανε ποτέ σπίτι ομπρός από την εκκλησία. Μπορεί να ήτονε ο τόπος λίγος και τα σπίθια μια τροχαλιά, αλλά όλα πίσω από τη Παναγία που ήστεκε στο πόρο του χωριού και το προστάτευε. Το σπουδαιότερο όμως απ’ όλα που κάμανε, ήτονε πως μαζώξανε τη πέτρα, εκεινά που πέταξε η Παναγία τση Πανόγλας. Η πέτρα αυτή επιστεύανε πως είχε μεγάλη δύναμη και χάρη γιατί την είχε πιασμένη η ίδια η Παναγία. Κι αφού κατάφερε να διώξει τη χειρότερη αρρώσθια, εμπόριε να κάμει τα πάντα. Γενιές και γενιές αθρώπω εβρίχνανε την υγεία τως χάρη σ’ αυτή τη πέτρα.
«Πετεινόβηχας κρατεί το κοπέλι, ήντα να του κάμω;» ήλεγε η μια.
«Να το πας ντρέτα στην εκκλησία και να το σταυρώσεις με τη πέτρα τση Παναγίας» τσ’ ήλεγε η άλλη.
«Ντα ’ποβγάνει και τον πετεινόβηχα;» εξαναρώτουνε η πρώτη.
«Παναγία μου, Παναγία μου, ήντα λές! Τη πανόγλα επόβγαλε, στον πετεινόβηχα δε θα τα καταφέρει!»
Μετά τη Κατοχή που οι χωριανοί επήγανε και πάρα πέρα, άμα το ’φερνε η κουβέντα ελέγανε και για τη πέτρα τση Παναγία μας. Ετσά εκούστηκε κι αλλού κι αθρώποι που είχανε μεγάλη ανάγκη ήρχουντονε, ακόμη κι από τη Χώρα και σταυρώνουντονε με τη πέτρα. Εφτάνανε στο χωριό κι εψυχωμαχούσανε και φεύγανε εφτάγεροι. Ήφταξε, όμως, το πράμα και στ’ αυθιά του Δεσπότη που ήρθε στο χωριό και ήθελε να μας επάρει τη πέτρα. Το χωριό εξεσηκώθηκε. Οι άντρες με τα μπιστόλια, οι γυναίκες με τα σκαπέθια και τα κοπέλια με τσι τζίμπες από τα σαλισάμπρια, δε τον εφήκανε καθόλου να σιμώσει στην εκκλησία. Μα να θέλει να μας επάρει το γιατρό μας να ’ρρωστήσομε όλοι και να μην έχομε μια παρηγοριά κι ελπίδα! Άσε που πιστεύαμε ακράδαντα πως άμα ήφευγε η πέτρα θαν εγιάγερνε ντελόγο η Πανόγλα. Όσο ήτονε η πέτρα στο χωριό δεν τσ’ ήκουγε ούτε να σιμώσει. Κακός Δεσπότης που θέλει να ξεκληριστεί το χωριό μας. Εμανίσαμε πολύ και με το δίκιο μας. Όμως δεν ήτονε μόνο αυτός κακός δεσπότης. Όλοι που περάσανε από τη πάντα μας εκάμανε απόπειρα να μας επάρουνε τη πέτρα. Κιανείς, όμως, δε τα κατάφερε γιατί εβάναμε ομπρός τα μπέθια μας. Το ίδιο επολέμησε να κάμει κι ο τελευταίος Δεσπότης. Αυτός, όμως, είπε πως δε τη θέλει τη πέτρα. Μας εμάζωξε και επολέμουνε να μας εσιβάσει πως η πέτρα τση Παναγίας που έχει τόσανα θάγματα καμωμένα δεν έχει ούτε χάρη ούτε αξία. Όμως δε μας εσίβασε γιατί δεν είχε καλά επιχειρήματα. Αλαβάρι μας είπε:
«Είναι μεγάλη αμαρτία να πιστεύετε σε μια πέτρα. Τα θαύματα τα κάνει ο Θεός δια πρεσβειών της Παναγίας και όχι η πέτρα. Δε χρειάζεται η πέτρα για να κάνει η Παναγία το καλό. Μπορεί να το κάμει και χωρίς αυτή. Εγώ δεν θέλω να σας την πάρω. Θέλω όμως να την πετάξετε και να μην την ξαναδώ όταν έρθω στο χωριό σας»
Οι χωριανοί με ένα στόμα εφωνιάξανε:
«Και ύστερα με ήντα θα σταυρώνομέστανε;»
«Να σταυρώνεστε με το Σταυρό. Ο Σταυρός του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού έχει μεγαλύτερη χάρη από την πέτρα αυτή».
Αυτό, όμως, ήτονε που ταράχισε τσι χωριανούς, γιατί μπορεί να ’χουνε πολλά κακά αλλά δεν είναι αχάριστοι. Και δεν εξεχνούσανε πως από τη πέτρα τση Παναγίας είχανε πολύ καλό θωρώντας, μα από το Σταυρό του Χριστού πράμα. Ποτέ ο Χριστός δεν εφάνηκε στο χωριό μας. Η Παναγία όμως ήτονε πάντοτε παρούσα. Σε όλα! Και στα μικιά και στα μεγάλα. Κι εδά ήρθε ένας Δεσπότης και ήθελε να βάλομε πάνω από τη Παναγία το Χριστό! Από πού κι ως πού! Για να μη του το χαλάσουνε ξενοχωριανού αθρώπου, ορισμένοι ήτονε έτοιμοι να του πούνε -στα ψώματα βέβαια- πως παραδέχουντε και το Σταυρό το ίδιο με τη πέτρα. Ετσά για να κόψουνε τσ’ αφορμές. Αυτός όμως ήθελε να βάλομε το σταυρό πάνω από τη πέτρα και τη πέτρα να την επετάξομε τελείως και αυτό δεν εμπόριε να γενεί με πράμα. Δεν εθέλαμε και να τον εστενοχωρήσομε παρόλο που του ’βγαινε επειδή ήρχουντονε πρώτη φορά στο χωριό μας και γι’ αυτό επολεμήσαμε, με ατράνταχτα επιχειρήματα, να του γυρίσομε κεφαλή. Πρώτος εμίλησε ο Αποστόλης και είπε:
«Εμείς δε μπορούμε να το παραδεχτούμε αυτό που μας ελές γιατί δε στέκει. Ο ξένος είναι πράμα ιερό και γι’ αυτό σ’ έχομε τόσην ώρα επαδέ και γροικούμε με το συμπάθιο, τσ’ ανοσθιές σου, όμως πάνω απ’ όλα είναι οι χωριανοί μας. Καλλιά θα κάμομε εμείς τη Παναγία που είναι χωριανή μας, παρά το Χριστό που είναι Φουρνοφαραγγιανός».
Ο δεσπότης δεν εμπόριε να μιλήσει γιατί τον αποστόμωσε ο Αποστόλης. Και ήντα να πει που όλοι οι χωριανοί ήτονε έτοιμοι να του φέρουνε τα ίδια και καλύτερα επιχειρήματα. Απάνω που δεν εκάτεχε το ήντα θαλά γενεί εκούστηκε μια κόρνα. Εγυρίσαμε και είδαμε ένα αμάξι παρκαρισμένο στο πλαταιάκι. Από τ’ αμάξι επορίσανε τέσσερις νομάτοι. Εστρώσανε χάμε μια κουβέρτα και βάλανε απάνω έναν αρρωστάρη. Ύστερα επιάσανε τη κουβέρτα από τσι τέσσερις καντούνους και τον εκατεβάσανε στην εκκλησία.
«Ερχόμαστε από το Ηράκλειο», μας είπανε, «γιατί εκούσαμε για τη θαυματουργή πέτρα τση Παναγίας σας και για τα τόσα θαύματα που κάνει κάθε μέρα. Να σταυρώσομε τον άθρωπό μας να βρει την υγειά του».
Ο αρρωστάρης που είχανε στην κουβέρτα εσφάδαζε από τσι πόνους. Τα μάθια του ήτονε ’ποβασιλεμένα, τα χέρια του στρουφισμένα, το στόμα του στραβωμένο. Το μίσμα και τ’ ανεστουλουχιστό του, εραΐζανε χαράκια. Εμείς όμως εχαρήκαμε. Γιατί θαν ήβλεπε ομπρός στα μάθια του ο Δεσπότης ήντα χάρη και αξία έχει η πέτρα τση Παναγίας μας. Αυτός όμως επήρε ένα χαρτί που κρατούσανε οι Ηρακλείωτες κι αντί να πει μια σωστή κουβέντα επιτέλους, εξαναντάκαρε:
«Βλέπετε τι κάνετε με τις προκαταλήψεις σας. Αντί να είναι αυτός ο άθρωπος σ’ ένα νοσοκομείο με γιατρούς και φάρμακα τον έχετε στα όρη και τα βουνά, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες. Το χαρτί αυτό λέει ότι πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας. Τι μπορείτε να του κάμετε σε τέτοια ασθένεια!»
Εδά όμως επήρε το λόγο ο Πεταχτάρης. Δεν ήντεξε άλλο, γιατί εκάτεχε για τσ’ αστένειες πια καλά κι από το καθένα:
«Τόσηνα ώρα», είπε, «ξεροκαταπίνω και δε μιλώ, αλλά δε μπορώ να καταπιώ άλλα. Δεν υπάρχει τέθοια αρρώσθια που λες. Επαδέ είναι όλοι οι χωριανοί και ρώτηξέ τσι και άμα βρεθεί ένας, να έχει ακουστά τη σκλήρυνση κατά πλάκας εγώ θα ξεβρακωθώ επιτόπου. Μα και να υπάρχει τέθοια αρρώσθια, αυτός δε την έχει. Φως φανάρι είναι, πως τον έχουνε φταρμισμένο! Δε τον εθωρείς;»
Εσίμωσε κι η Αυγιωνιά ξεχασκισμένη και είπε του Πεταχτάρη:
«Ως το λες, σύντεκνε, ετσαΐδια είναι κιόλας. Όσην ώρα εμιλούσετε εγώ του ’λεγα τη γηθειά. Και είναι σάικα και καλά φταρμισμένος. Να ξεμασελιστώ θέλει από το χασμουρητό. Στο πάτο τση θάλασσας…»
«Ντα κοπέλια είμαστε συντέκνισσα! Απ’ αλάργο το πράμα κάνει μπαμ!»
Ύστερα η Αυγιωνιά ερώτηξε το Δεσπότη:
«Συντέκνοι λέγομέστανε επειδή έχομε κουτσανυχισμένο μαζί ένα κοπέλι που πόθανε γιατί το κουτσανυχίσαμε πολλά βαθιά. Η συντεκνιά, όμως, δε χάνεται άμα ποθάνει το φιλιότσο. Ήντα λες κι ελόγου σου, να χαρείς το μεντατίφ σου;»
Ό,τι και να τσ’ ήλεγε βέβαια, δε θα τον επίστευε. Ήθελε όμως ν’ ακούσει και τη γνώμη του, γιατί οπωσδήποτε ενός δεσπότη η γνώμη, μιαν αξία την έχει.
Εδά που βρήκαμε το Δεσπότη εσκεφτήκανε όλοι να λύσομε καμπόσες από τσ’ απορίες μας. Η Πλουσία τον ερώτηξε:
«Γιάντα ο Άι Γιάννης ο Ριγολόγος δε τινάσσει τσι τουρίστες;»
Και η Δεσποινιά:
«Υπάρχουνε κι αληθινά παγώνια ή μόνο κεντηστά;»
Ο Δεσπότης τσι ’καμε όλες το ίδιο και είπε:
«Εγώ φεύγω και ό,τι θέτε κάνετε. Ούτε πρόκειται να ξανασχοληθώ με τη πέτρα σας γιατί με περιμένει ένα πολυσχιδές έργο».
Ετσά οι χωριανοί με τα επιχειρήματά τως, με το κόζι τως, με το λέγειν τως, με το χασμουρητό τως, αλλά προπάντων με το διάλογο, εκαταφέρανε όχι μόνο ν’ αλλάξουνε μυαλά του δεσπότη, αλλά να έχουνε τη πέτρα και με την ευλογία του.
Όσο καιρό ήτονε η πέτρα απαγορευμένη κι εθέλανε οι δεσποτάδες να τως την επάρουνε την εκαλοστερεύανε. Εδά που δε υπήρχε κίντυνος την είχανε όρτσα-όρτσα για να την έχουνε κι εύκαιρη κάθε φορά που θα τύχαινε μιαν ανάγκη. Και μια μέρα στα καλά του καθουμένου και χωρίς να πάρει άθρωπος χαμπάρι, εξαφανίστηκε! Ήντα γίνηκε και πως επήγε το ζάρε τση, ούτε κατάλαβε, ούτε ήμαθε ποτέ κιανείς. Όλοι βέβαια οι χωριανοί εστενοχωρεθήκανε και καλά, γιατί δεν ήτονε και λίγο αυτό που πάθανε. Το μόνο που τσι παρηγόρουνε ήτονε πως η πέτρα επόμεινε στο χωριό. Δεν ήφυγε όξω απ’ αυτό γιατί δεν επαρουσιάστηκε η πανόγλα. Τσι παρηγόρησε κι η Παρασκή που ήτονε σπουδαγμένη και διάβαζε τα γράμματα ογλήγορα-ογλήγορα:
«Αλλότες εδιάβαζα ένα μεγάλο χαρτί με τέσσερις καντούνους πολλά δύσκολο το παντέρμο. Και ήλεγε το χαρτί, πως ό,τι έχει μεγάλη αξία δε χάνεται ποτέ. Να μη στενοχωριέστε γιατί κι η πέτρα τση Παναγίας μας θα ξαναβρεθεί. Επαδέ εχάσανε τρεις φορές τη κεφαλή τ’ Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου και την εβρήκανε, δε θα βρεθεί και η πέτρα μας που τη χάσαμε μόνο μια φορά και η αξία τση οπωσδήποτε είναι πια μεγάλη!»
Ετσά επαρηγορηθήκανε μια ολιά, γιατί μπορεί να γλιτώσανε από τη πανόγλα, αλλά οι αστένειες είναι πολλές και την έχουνε μεγάλη ανάγκη, μια τέθοια πέτρα!»
(απόσπασμα από ένα εκτενέστερο δημοσίευμα στο Κρητικό Πανόραμα τεύχος 36. Η ζωγραφιά που το συνόδευε είναι έργο της συναδέλφισσας Ευγενίας Κελέσογλου Τσατσάκη).