Γράφει η Έφη Μιχελάκη*
Η αλήθεια είναι πως όλες τσι παιδικές αστένειες τσι είχα περασμένες και τη κατσίβερη και τα ανεμοβλοϊδια και τσι μαγουλάδες.
Και το κοκίτη είχα περασμένο σάμε που το γάλα μιας χωριανής γαϊδάρας μου ‘κοψε το βήχα μια κι όξω κι ίσως είναι και ετουτοσάς ένας λόγος απού τα αγαπώ και τα σέβομαι τα “χτήματα ” και μαζί με αυτά κι όλο το ζωικό βασίλειο.
Από πονόλαιμους και αμυγδαλές και γρίπες ( κάθε χειμώνα μέχρι αρχές τσ’ άνοιξης είχαμε το ίδιο βιολί στο σπίτι μας) κι η μάνα μου ήτονε αναγκασμένη μπλιό με ετουτηνά την ευαισθησία μου στι κρυγιώτες.
Τα ίδια ήπαθα κι οφέτος και ακόμη χειρότερα.
Ψυγημένη ήμουνε ούλο το Μάρτη και σάμε και σήμερα που σας σε μιλώ.
Εξεκίνα ο πόνος απ΄το αριστερό ριζαύτι , πιασμένος ο σβέρκος και οι δυο μου κουτάλες όλα τα αριστερά μου πλαϊσερά και κατέβαινε σάμε χαμηλά στι κοκκάλους.
Δεν εγύριζε η κεφαλή μούδε δεξά μούδε ζερβά .
Εστόσονα πόνο είχα χρόνια να το νε ‘κούσω..
Στην εκκλησιά μου βάλανε απουσία , το ίδιο και στο καφενείο τση Αγγελοπούλενας απού συχνάζω στο χωργιό, και στο πολιτιστικό σύλλογο τα ίδια.
Μα τολάϊστο η παρέα δεν εξέλειπε απ’ το σπίτι μας και κάθα αργά βεγγερίζαμε στο τζάκι με όλα τα θειαδάκια που είναι πομεινάρικα στη γειτονιά μου, κι η καθεμιά ήβγανε και τη δική τζη διάγνωση για τη πάθηση μου.
Η μια ‘λεγε για στρούφιγμα η άλλη πως ήμουνε ψυγημένη, άλλη πως ήτονε μόνο μάτι, κι άλλη πως ήθελα ξελαίμισμα ..
Η θεία η Στασώ μου’ πε πως θέλω παντρειά για τούτονα κάνω την αρρωσταρά μα πράμα δεν έχω…
Σάμε που τση ξεβαρέθηκα όλες τως κι αποφάσισα να πάω στου γιατρού.
Ποθαμένη ήτονε τοτεσάς και η συγχωρεμένη η Ουρανία απου γιατροπόρευγιε όλο το χωργιό και στρουφίματα και πονέματα και στραμπουλίματα και ψυγήματα κι όλα τα ορθοπεδικά τα ‘σαζε.
Περίμενα το σειρά μου το λοιπόν στο αγροτικό Ιατρείο, κόσμος και λαός εκειά στην αναμονή.
Η αλήθεια είναι πως μόνο σε τέθειες στιγμές εχτιμά κιανείς την υγειά , κι ήντα καλό πράμα είναι να την έχει.
Ήφταξε η σειρά μου κι εφουκάρωσα μέσα.
Μια γιάτρενα ήτονε όλη κι όλη κι ετουλόγου τζη με εξέτασε και μου ‘παιρνε το ιστορικό.
Και μια μεσοκόμα παραδίπλα που ανεμάσε μια μαστίχα και ανεχάρασε σαν την αίγα.
Ερώτηξε με που πονώ, και εντάκαρα να τση λέω και εγώ το πόνο μου..
Πως είμαι στρουφιγμένη και ματσιδιασμένη, για το πόνο τσι κουτάλες και στα πλαϊσερά μου, μα η γιάτρενα δεν εκαταλάβαινε πράμα.
Κι ήκανε υπομονή, (εθώρουνα ντη) μα δε τζη ήφταιγα και ποθές που ήτονε τα νεύρα τζη πειραγμένα και δεν εκάτεχε και τα Κρητικά..
Τση ξανάπα πιο καθαρά πως είμαι ψυγημένη, και πως η κεφαλή μου δε γυρίζει μούδε ζερβά μούδε δεξά, και πάλι δεν συνεννοηθήκαμε ..
Στο τέλος εζήτηξε μετάφραση απ’ τη μεσοκόμα που αναχάρασε τη μαστίχα, και αυτή τση εξήγησε ήντα μου συμβαίνει .
Ύστερα με ρώτηξε να τση πω …πως αξιολογώ το πόνο με κλίμακα απ’ το ένα μέχρι το δέκα.
Κι εγώ με τη σειρά μου , δεν εκατάλαβα ήντα με ρώτηξε, και μου ‘καμε κι εμένα τη μετάφραση η μεσοκόμα…
Είπα τζη πως ο πόνος μου είναι ακριβώς σαν το καλικώτριμμα ίσως και λίγο παραπάνω.
Ετοτεσάς ετρεζάθηκε η γιάτρενα, και παίζει το σάλτο βουτά τη τσάντα τζη και μολέρνει απ το γιατρείο όξω.
Σ’ όλη τη διαδρομή μέχρι τ’ αμάξι τζη την εγροικούσαμε να βαταλαλεί πως παραιτείτε και πως δεν αντέχει άλλο.
Επομείναμε σύξιλοι όλοι οι ασθενείς κι εγώ στην υστεργιά εβρήκα και το μπελά μου απ τσι αποδέλοιπους πως εποτρέζανα τη γιάτρενα ..
Ηντα τα θες.
Κατασκέπαση εκόντεψε να με πιάσει κι εμένα, και δρόμο δρόμο για το σπίτι εβλαστήμουνα το Εθνικό Σύστημα Υγείας και τον Υπουργό απου μαζί με το γιατρό δε στέλνει και μεταφραστή στη Κρήτη.
Εγλύτωσα ευτυχώς τα χάπια και όλες ετουτεσάς τσι ανοσθιές και γιατροπορεύτηκα με τα δικά μας γιατροσόφια τα παλαϊινά και τα αληθινά, τα παντοτινά!! .
Βραστάρια δηλαδή, ζεστασές κι εντριβές με το μπλάβο οινόπνεμα, με τη ρακή και με το καθαρό πετρόλαδο.
Με τη σοφία τω παλαιινώ αθρώπω και γιατρικουλιές απου δε πρέπει να ξελείπουνε απο κιανένα σπίτι!
*** Το καλικώτριμμα έχει γραφτεί πριν ένα χρόνο, το ξαναδίνω όμως μετά απο πολλές πολλές παροτρύνσεις φίλων.
* Η Έφη Μιχελάκη είναι Κτηνιατρος από το Ασήμι, με καταγωγή από τα Αστερούσια.