του Πέτρου Μηλιαράκη*
Η Μεγάλη Εβδομάδα είναι χρόνος πάντα επίκαιρος για αναστοχασμό, προβληματισμό και κατάνυξη. Ιδίως όμως η κατάνυξη των πιστών κορυφώνεται με τα Πάθη του Χριστού. Κυρίως τη Μεγάλη Πέμπτη και τη Μεγάλη Παρασκευή βιώνει ο κάθε χριστιανός τη μακροθυμία του Ιησού με σεβασμό στα Άγια Πάθη Του, που δυστυχώς το Πάσχα του 2020 οι χριστιανοί, και ειδικότερα οι ορθόδοξοι, θα το βιώσουν – θα το βιώσουμε – μακριά από τις εκκλησίες. Η ελπίδα όμως και η ευχή είναι η Ανάσταση του Κυρίου και το Άγιο Φως της Λαμπρής να φέρουν στον κόσμο – στην όπου Γης ανθρωπότητα – καθολική υγεία, παγκόσμια ειρήνη και ευημερία!
Τα Πάθη του Χριστού αφετηρία τους έχουν τη σύλληψή Του λόγω της προδοσίας του Ιούδα.
Επακολουθούν δε τα απάνθρωπα βασανιστήρια, ο επαίσχυντος ευτελισμός και η παράνομη διαδικασία, που αφορά παρωδία δικών.
Ο Χριστός δικάστηκε κυρίως από δύο δικαστήρια: από εκείνο του ιερατείου και από εκείνο των Ρωμαίων κατακτητών. Κατ’ ουσίαν δηλαδή δικάστηκε από τον αρχιερέα Καϊάφα και από τον ηγεμόνα Πιλάτο.
Ασφαλώς, όμως, λόγω αναπομπής της υπόθεσης, για λόγους τοπικής αρμοδιότητας από τον Πιλάτο στον Ηρώδη, υπάρχει και η εκδοχή του τρίτου δικαστηρίου. Ο Ηρώδης, που ανέπεμψε τον Ιησού και πάλι στον Πιλάτο, πρωτίστως ασχολήθηκε με τον ευτελισμό του Ιησού, παρά με τη διαδικασία δίκης. Και τούτο γιατί «εξουθενήσας δε αυτόν ο Ηρώδης συν τοις στρατεύμασιν αυτού και εμπαίξας, περιβαλών αυτόν εσθήτα λαμπράν, ανέπεμψεν αυτόν τω Πιλάτω» (Λουκάς ΚΓ/11-12).
Ωστόσο, οι δίκες αυτές, με τις επιμέρους διαδικασίες που χαρακτηρίζουν την κάθε μία χωριστά, ενοποιούνται (ιστορικά) σε “μια διαδικασία”, και τούτο γιατί καθιερώθηκε να αναφέρονται ως “η Δίκη του Χριστού”.
Με αφορμή και αιτία την επισκόπηση της Δίκης αυτής, επιβάλλεται στο ασφυκτικό αυτό περίγραμμα να τοποθετήσουμε τα πράγματα σε μια ιστορική και νομική τάξη με βάση τις Γραφές. Επίσης ο γράφων ως νομικός οφείλει εξαρχής να τοποθετηθεί με τα παρακάτω…
η θέση ενός νομικού
Ο καταστατικός χάρτης της χώρας μέχρι τον παρόντα χρόνο θεσπίζει ότι επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού (άρθρο 3 του Συντάγματος). Επίσης ο σκληρός πυρήνας της συνταγματικής τάξης, με μη αναθεωρητέα διάταξη (άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγματος), θεσπίζει το απαραβίαστο της θρησκευτικής ελευθερίας. Συνεπώς παν ό,τι καταγράφεται ενταύθα με προσφυγή στις Γραφές, εκφέρεται με απόλυτο σεβασμό στις άλλες γνωστές θρησκείες όπως επιτάσσει (και) η έννομη τάξη (ειδικότερα βλ. άρθρο 13 παρ. 2 του Συντάγματος). Το αυτό δε ισχύει και για κάθε μη θρησκευόμενο.
ο Χριστός είναι φίλος μας, «ίνα ώσιν εν»
Με βάση τα προαναφερόμενα θα πρέπει ως προδιάθεση να λεχθούν και τα εξής: Ο νεοκαταταγείς Άγιος, ο Γέροντας Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης, διακήρυξε εμφαντικώς την αγάπη στον Χριστό, αλλά και την αγάπη του Χριστού με μια μοναδική προσέγγιση. «Ο Χριστός είναι το παν», διακήρυξε ο Άγιος αυτός. Επίσης «η χαρά είναι ο ίδιος ο Χριστός» ή «ο Χριστός είναι φίλος μας» (1). Η άποψη, άλλωστε, αυτή ευρίσκει έρεισμα σε όλο το κήρυγμα της αγάπης του Ιησού Χριστού: «υμείς φίλοι μου εστέ» (Ιωάννης ΙΕ/14).
Υπ’ όψιν επίσης ότι την ίδια κατεύθυνση συλλειτουργεί και η αρχιερατική προσευχή του Κυρίου, όπου «ίνα πάντες εν ώσι… ίνα ώσιν εν» (Ιωάννης ΙΖ/21-23). Με την προδιάθεση αυτή, ουδείς πρέπει να παραγνωρίζει ότι θεμέλιο της χριστιανής θρησκείας είναι η αγάπη.
Άλλωστε ο Χριστός δίδαξε ότι «ουκέτι υμάς λέγω δούλους… υμάς δε είρηκα φίλους…» (Ιωάννης ΙΕ/15). Σύμφωνα δε πάντοτε και με τη χριστολογική άποψη στην ερώτηση “cur Deus homo” (γιατί έγινε ο Θεός άνθρωπος), η απάντηση συμπυκνώνεται στο ότι «ο Χριστός αφορά την ανακεφαλαίωση των πάντων», «ο Χριστός ολοκληρώνει μέσα του την τάξη του κόσμου» (2). Και κυρίως ο Χριστός δε μας απειλεί! Ο Χριστός μάς αγαπά όπως είμαστε: «υμάς δε είρηκα φίλους». Αλίμονο σε όποιον έχει επιφύλαξη να προσευχηθεί στον Χριστό, για ό,τι θέλει η καρδιά του άδολα…
τα κενά της ερμηνείας
Το παρόν κείμενο όχι μόνο είναι αδύνατον να εξαντλήσει το ζήτημα της Δίκης του Ιησού, αλλά και να το ψηλαφίσει καν! Η Δίκη του Ιησού απαιτεί ιδιαίτερο δοκίμιο-πραγματεία. Στην οικονομία του περιγράμματος αυτού, τα όσα γράφονται δεν αφορούν προσέγγιση από θεολόγο ή ιστορικό, αλλά από νομικό. Επιδιώκεται δε να αναδειχτούν καίρια ζητήματα για τη Δίκη του Ιησού, τα οποία χρήζουν “νομικής παρέμβασης”, καθόσον μάλλον η “θεολογική” βιβλιογραφία αδικεί εν πολλοίς δικονομικά και ουσιαστικά σημεία της Δίκης, με κίνδυνο παρερμηνειών. Ένα δε από τα κρίσιμα ζητήματα είναι το «συ είπας» του Ιησού στους θρησκευτικούς δικαστές Του, αλλά και στον πολιτικό δικαστή Του, τον Πιλάτο. Το αυτό θέμα τίθεται και με το «υμείς λέγετε ότι εγώ ειμί».
Άλλο κρίσιμο ζήτημα είναι η ενίοτε “σιωπή” του Ιησού στα ερωτήματα εάν είναι Υιός του Θεού. Επίσης παρερμηνειών αιτία μπορεί να είναι και ο όρος «Υιός του Ανθρώπου». Το παρόν κείμενο εστιάζει επιγραμματικώς στα παρακάτω…
«Συ είπας»: Η ευθεία ομολογία του Ιησού
Κατ’ ουσίαν το «συ είπας» του Ιησού παρερμηνεύεται. Προδήλως δε και αδιστάκτως είναι εσφαλμένη η θέση ότι «η απάντησις αύτη δεν είναι ούτε σαφής βεβαίωσις ούτε άρνησις, αλλά συγκατάθεσις διδομένη ως είδος τι παραχωρήσεως» (3). Προς αποκατάσταση της αλήθειας των πραγμάτων υπ’ όψιν τα εξής:
Στη Δίκη του Ιησού «…ο αρχιερεύς είπεν αυτώ: “Εξορκίζω σε κατά του Θεού του ζώντος ίνα ημίν είπης ει συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού”. Λέγει αυτώ ο Ιησούς: “συ είπας”… Τότε ο αρχιερεύς (με το “συ είπας”) διέρρηξε τα ιμάτιά του (!) λέγων ότι εβλασφήμησε και απεφάνθη “τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων; Ίδε νυν ηκούσατε την βλασφημίαν αυτού. Τι υμίν δοκεί; Οι δε αποκριθέντες είπον: “Ένοχος θανάτου εστί”» (Ματθαίος ΚΣΤ/56-67).
Το «συ είπας» του Ιησού στον αρχιερέα Καϊάφα προδήλως σημαίνει ότι “ακόμη και εσύ το λες” ή άλλως “το είπες ήδη”, δηλαδή αδιστάκτως “ναι”!
Η ερμηνεία αυτή είναι η μόνη που αδιστάκτως αντέχει δικονομικώς και ουσιαστικώς στα όσα αμέσως έλαβαν χώρα. Και τούτο γιατί ο αρχιερέας (με το «συ είπας» του Ιησού) διέρρηξε τα ιμάτιά του (!) και απεφάνθη ότι δε χρειάζονται μάρτυρες.
Και δεν υπήρχε ανάγκη μαρτύρων γιατί ο Ιησούς με τη διατύπωση αυτή ομολόγησε ότι είναι ο Χριστός ο Υιός του Θεού, καθιστάμενος με την ομολογία αυτή κατήγορος του εαυτού Του. Στην ίδια ακριβώς ιστορική συνέπεια συγκαταλέγεται και η απάντηση του Ιησού στην ερώτηση «συ ουν ει ο υιός του Θεού;», οπότε ο Ιησούς απεκρίθη: «Υμείς λέγετε ότι εγώ ειμί». Η απάντηση αυτή του Ιησού σημαίνει ότι “ακόμη και σεις λέτε ότι είμαι ο Υιός του Θεού”. Αποδεικνύεται δε κατά τρόπο αδιστάκτως βέβαιο ότι η έκφραση «υμείς λέγετε» συνιστά την ομολογία του Ιησού, καθόσον ευθύς αμέσως το Συνέδριο απεφάνθη: «Τι έτι χρείαν έχομεν μαρτυρίας; Αυτοί γαρ ηκούσαμεν από του στόματος αυτού» (Λουκάς ΚΒ/68-71).
Επίσης, όπου ενώπιον του Πιλάτου αρχικώς ο Ιησούς δεν αποκρίνεται επί της κατηγορίας, τούτο προδήλως συνεπάγεται αποδοχή της κατηγορίας. Άλλωστε ήδη είχε ομολογήσει στο Συνέδριο κατά τα προεκτεθέντα.
Σε κάθε περίπτωση όμως, υπ’ όψιν ότι η Δίκη του Ιησού ελάμβανε χώρα κατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο, δόγμα του οποίου ήταν ότι «ο σιωπών δοκεί συναινείν» (qui tacet consentrire videtur).
Το ότι δε ο Ιησούς ενίοτε διά της σιωπής επιβεβαίωνε την κατηγορία, προκύπτει και από το ότι ο Πιλάτος «εθαύμασε λίαν» (!), καθόσον ο Ιησούς δεν αντέκρουσε την κατηγορία που του καταμαρτύρησαν οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι (Ματθαίος ΚΖ/14-15). Η σιωπή συνεπώς του Ιησού αφορά σιωπηρή (ex silentio) συναίνεση και μάλιστα από πρόθεση (ex voluntate). Σε κάθε περίπτωση δε και ενώπιον του Πιλάτου, ο Ιησούς ομολόγησε ότι είναι «ο Χριστός ο Υιός του ευλογητού» τόσο με το «εγώ ειμί» (Μάρκος ΙΔ/62) όσο και με το «συ είπας» (Λουκάς ΚΓ/3), όπως αυτό ορθώς ενταύθα δικονομικώς και ουσιαστικώς ερμηνεύεται.
Ουδεμία άλλη εκδοχή επιδέχεται η δικονομική τάξη της Δίκης του Χριστού.
Τέλος, άξιο αναφοράς είναι ότι ο όρος «Υιός του ανθρώπου», που είναι αντικείμενο επίσης παρερμηνειών, σημαίνει ευθέως ότι αφορά άνδρα μη προερχόμενο από τη συνεύρεση ανδρός και γυναικός! Ο «Υιός του Ανθρώπου», σύμφωνα με την κρατούσα παράδοση, είναι ο άνδρας εκ γυναικός μόνον υπάρχων, όπως λεπτομερώς (με προσφυγή στις πηγές) αλλά και αυθεντικώς αναλύει ο Άγιος Νεκτάριος (4).
ο άθλιος και ο Άγιος
Το καθήκον να ανεγερθεί ιερός ναός προς τιμήν του Ιωσήφ από την Αριμαθαία
Στη Δίκη πέραν του ιερατείου, το οποίο ο Χριστός αποφασιστικώς είχε πλήξει, κεντρικό ρόλο διαδραμάτισε και ο Πιλάτος. Υπ’ όψιν ότι την πολιτική αυτή θέση του ηγεμόνα ο Πιλάτος κατείχε ως ευνοούμενος του Σηιανού, ο οποίος όμως ήδη, ως ένοχος συνωμοσίας κατά του αυτοκράτορα Τιβέριου, είχε θανατωθεί!
Έτσι ο Πιλάτος είχε απολέσει τον πολιτικό του προστάτη. Συνεπώς, όταν δέχτηκε την απειλή ότι «…ουκ ει φίλος του Καίσαρος» (Ιωάννης ΙΘ/13), έντρομος υπερασπίστηκε τη θέση του και όχι την αθωότητα του Ιησού!
Η ιστορικότητα όμως των εξελίξεων με τον σταυρικό θάνατο του Ιησού και το γεγονός της ταφής Του ανέδειξε έναν Μεγάλο Άγιο. Και τούτο γιατί, όταν ακόμη και «οι μαθηταί πάντες αφέντες αυτόν έφυγον» (Ματθαίος ΚΣΤ/56), τότε «ελθών Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, ευσχήμων βουλευτής… τολμήσας εισήλθε προς Πιλάτον και ητήσατο το σώμα του Ιησού» (Μάρκος ΙΕ/42-43).
Ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία ήταν βουλευτής, μέλος του Μεγάλου Συνεδρίου αλλά και μυστικός μαθητής του Ιησού (Ματθαίος ΚΖ/57-60). Είναι εκείνος ο οποίος «το Άχραντον Σώμα σινδόνι καθαρά ειλήσας και αρώμασι εν μνήματι καινώ κηδεύσας απέθετο».
Ο Ιωσήφ, βουλευτής του Μεγάλου Συνεδρίου, δε συγκατατέθηκε στη Βουλή αυτή για την καταδίκη του Ιησού (Λουκάς ΚΓ/50-54)!
Παρά δε που ο Άγιος αυτός αναφέρεται και από τους τέσσερις Ευαγγελιστές, και σε κάθε Θεία Λειτουργία, και παρά που η μνήμη του τιμάται από την Εκκλησία (31 Ιουλίου), εντούτοις έχει παραβλεφθεί από τους πιστούς (ίσως) και από την οργανωμένη Εκκλησία.
Ουδείς γνωστός ναός στον ελλαδικό χώρο έχει ανεγερθεί στο όνομά του, ως εάν πρέπει να “αγνοείται” ο Άγιος εκείνος που, τολμήσας, ανέλαβε το ιερό καθήκον της αποκαθήλωσης και της ταφής του Ιησού. Συνεπώς καθήκον μας είναι να εργαστούμε Εκκλησία και Λαός, ιερωμένοι και λαϊκοί, για την ανέγερση ιερού ναού στο όνομα του Μεγάλου Αγίου, του Ιωσήφ από την Αριμαθαία.
Έτσι τούτες τις ημέρες θα πρέπει να εντοπίσουμε τον πολιτικό Πιλάτο που επιδιώκει να διατηρήσει τη θέση του (την εξουσία του δηλαδή), ακόμη και καταδικάζοντας σε θάνατο τον αθώο Ιησού. O ηγεμόνας Πιλάτος στο όνομα άσκησης της πολιτικής εξουσίας καταπατεί, ακόμη και υποκριτικά, με το να «νίπτει τας χείρας του», κάθε έννοια ήθους, δικαιοσύνης, θάρρους, ανθρωπισμού και αξιοπρέπειας.
Ταυτοχρόνως όμως επιβάλλεται να αναδείξουμε το ήθος, τη συνέπεια και τη γενναιότητα ενός βουλευτή που αντιπαρέρχεται τις όποιες σε βάρος του κυρώσεις, πράττων το καθήκον του κατά τη συνείδησή του.
Αυτός είναι ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία. Ύψιστης δε σημασίας είναι (συμβολικής και ιστορικής) και το ότι ο από την Αριμαθαία ευσχήμων βουλευτής Ιωσήφ παραχώρησε τον άσπιλο και καινοφανή τάφο του στον Ιησού. Χωρίς τον Ιωσήφ από την Αριμαθαία δεν υπήρχε η κληρονομιά του Παναγίου Τάφου που ο γράφων υποστηρίζει ότι είναι το Κέντρο του επί Γης κόσμου.
Ο τάφος αυτός δε συμβολίζει μόνο την Ταφή του Κυρίου αλλά και την Ανάστασή Του.
Συνιστά δε τη μέγιστη αναφορά τόπου και γεγονότος!
«Ουκ έστιν ώδε… ίδε ο τόπος όπου έθηκαν αυτόν».
Από καρδιάς ευχές.
Καλή Ανάσταση!
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Βλ. Άγιος Πορφύριος, “Βίος και Λόγοι” (2014), σελ. 228.
(2) Βλ. Π. Ευδοκίμοφ, “Η Ορθοδοξία” (1972), σελ. 189.
(3) Βλ. Π. Τρεμπέλας, “Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον”, σελ. 646-647. Επίσης βλ. Π. Τρεμπέλας «το αυτό λάθος και στην ερμηνεία της Καινής Διαθήκης» (2014) σελ. 127, όπου το «συ είπας» σημαίνει “το είπες εσύ ότι είμαι ο Χριστός”. Ο γράφων υποστηρίζει το απαράδεκτο της ερμηνείας αυτής. Επίσης ο γράφων υποστηρίζει ότι οι θεολόγοι θα έπρεπε, αναφερόμενοι στη Δίκη του Χριστού, να συμπράττουν και με νομικούς. Yπ’ όψιν ότι η αντίδραση του αρχιερέα Καϊάφα αποδεικνύει κατά τρόπο προδήλως βέβαιο, και μόνο με βάση τη δικονομική λογική, ότι ο Ιησούς ομολόγησε ευθέως και με γενναιότητα ότι είναι ο Χριστός ο Υιός του Θεού. Ιδού γιατί η ομολογία αυτή κατέστησε περιττή για τους κατηγόρους Του οποιαδήποτε άλλη «μαρτυρική απόδειξη», ακόμη και ψευδομαρτύρων, που ήδη είχαν επί τούτω «επιστρατευθεί».
(4) Βλ. Άγιος Νεκτάριος, “Χριστολογία” (1992).
* Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της χώρας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC-EU).