Της Έφη Μιχελάκη*
Στο φάλι του Μεσσαρίτικου κάμπου “ραχατεύει ” το χωριό μου εδά και εκατοντάδες χρόνους.
Και τα βιβλία το λένε ετουτονά το πράμα, μα πρέπει πως είναι κι αλήθεια.
Καμπίτες ήμαστε εμείς και πασπαρίτες, μα έχει κι ο κάμπος τσι χάρες του.
Τη θάλασσα την εγροικούσαμε μόνο και τη νε θωρρούσαμε κιόλας απ τσι φωτογραφίες.
Κι εγω απου σας σε μιλώ , θάλασσα επρωτόδα δέκα χρονώ.
Μα όλα κι όλα, το νερό το ρέγομέστανε όλοι μας, κι ήτονε οι χωργιανοί μου κι οι πρώτοι κολυμπητές στη κάτω Ρίζα.
Τα πολλά μαθήματα , τα πήρανε στι κολύμπες στ’ Αγίους Πάντες , στι πηγάϊδες του χωργιού , και στη στέρνα του Παπλωματά.
Θάλασσα δεν είχαμε θωρρώντας, μα είχαμε σκιάς ρυάκια και ποταμίδες κολύμπες και πηγάϊδες.
Δεν εψαρεύαμε βέβαια ψάρια γιατί δε τα κατέχαμε, μα ήμαστονε μαστόροι στα χέλια και τσι καβρούς.
Απ’ τσι παραμονές τση Σαρακοστής και μέχρι τα πρωτοβρόχια , που μας ήχανες που μας ήβριχνες στα ρυάκια και στι ποταμίδες.
Μωροκόπελα κοπελούδες γριές ντελικανήδες, μα και ιστάμενοι αθρώποι επιάναμε τα διάπαντα και κυνηγούσαμε το πχιά καλό μεζέ!
Το Καβρό.!!
Εθώργιες κοπέλια με το κοντό πατελονάκι και το γαλοτσάκι και κρατούσανε τα τσουβαλάκια απ τσι ζωοθροφές και τσι κουβάδες τίγκα στη καβρούς.
Εβάνανε τα πιτήδεια χεράκια ντως στη καβρότρυπα , και με μαστοριά και χάρη ενεσέρνανε όξω το καβρό, κι αυτός εκαταχτύπα τσι δαγκάνες του , και γύρευε να δαγκάσει στο ζόρε ντου απάνω ο κακομοίρης.
Κι ήτονε αντρειά να κατέχει κιανείς να καβρίζει εκειανά τα χρόνια…
Γιατί εβοήθα και στην οικιακή οικονομία τω σπιθιώ.
Αμα δεν είχανε ήντα να φάνε , όξω απ τα ζαρζαβατικά , τα γαλατερά και τα τσιμούλια, επιάνανε τα ρυάκια για τον εκλεκτό μεζέ.
Σαρακοστή δεν εκαταλαβαίναμε , παρόλο που μας το λεγε ο παπάς στη εκκλησά ,
παρά μόνο ως ‘ θελα “‘κούσομε” τη καβριά , τη τσίκνα του καβρού να πορίζει απ’ τσι καμινάδες τω σπιθιώ.
Μα και στα ντουκιάνια του χωργιού , ως θε λα βαρεθούνε το χοχλιό την ελιά και το ραπάνι, στέλνανε ένα μουστερή στο ρυάκι για το καβρό.
Κι εκάνανε τσι πιο καλές παρέες και καταστένανε μπεγεντισμένους ρεφενέδες με τη χαχάλα του καβρού.
Στο τέλος εγνώριζε ο απανταχού καβρός τον Ασημιανό!
Και τον αναγνώριζε σα το μεγαλύτερο εχθρό ντου και καταλυτή ντου .
Σε μια σχολική εκδρομή στο Φόδελε θυμούμαι αξέχαστα, ως εκάτσαμε εκειά στη ποταμίδα στο Φοδελιανό ποταμό και τως είπαμε πως είμαστε Ασημιανοί, μας σε πήρανε με τσι χαχαλόβεργες απο πίσω να μας σε δείρουνε.
Στην υστεργιά εμάθαμε πως είχανε μεγάλο καημό γιατί τως είχανε οι χωριανοί μου ξοφλημένους όλους τσι Φοδελιανούς τως καβρούς.
Μέχρι εκειά ήφταξε η χάρη μας..
Δεν ήμαστονε βέβαια σιχασάρηδες γιατί αν ήμαστονε δε θε λα τως σε σιμώνομε τω καβρώ ούτε στη κατοχή και ούτε στη μεγάλη πείνα.
Γιατί δεν ήτονε λίγες οι φορές που εθωρρούσαμε ψόφιους γαιδάρους στη ακροποταμιές, κι απάνω ντως μιλιούνια καβρούς να γεύγουνται.
Μα κι ο καβρός ο ίδιος ήκανε το κολάι ντου και κάτεχε κι αυτός το γιατρικό ντου και το καθαρτικό ντου.
Ως θε λα φάει ψακομένο μιαρό δηλαδή, αγλάκα και ήψαχνε το τσόχο να αράξει απάνω ντου, και να πιει το γάλα ντου.
Ήμαστονε βέβαια και τυχεροί, γιατί τα χρόνια εκειανά, ο Στερνιανός ποταμός ο Χαντράς, κατέβαζε με τσι τόνους τα νερά απ τα όρη στο κάμπο μας, τα ελέη του Θεού!
Καμπόσοι χωριανοί βέβαια , μιζμιτζήδες και σιχασάρηδες.
δεν εκαβρίζανε στι παταμίδες , μονό επιάνανε τα όρη για τον αορίτη καλοψωμισμένο και καθαρό καβρό.
Πολλές φορές που τα διηγούμαι στι παρέες ακόμη και σήμερα γελούνε και τσατίζουντε κιόλας μαζί μου οντε τως σε λέω πως οι καλύτεροι καβροί είναι στα όρη,
αλλάσουνε τα σιφούνια ντως δεκα όψες, γιατί θαρρούνε πως τσι κοροιδεύω..
Μα εστόσονα φτάνει το μυαλό ντως..
Δεν έχει μπλιό κανείς την εξά ντου να πει για το χωργιό ντου και να καυχηθεί για ελόγου ντου.
Μα Θεόψυχα μου , ψώμματα δε λέω.
Κι ο ίδιος ο καβρός άμα το νε ρωτήξεις, θα σου πει δύο πράματα:
Πως αγαπά το τσόχο ,και μισεί τον Ασημιανό…
Και εδά να τονε βγάλει και κιανένα ο δρόμος για το χωργιό μου κι η όρεξη να ξεμαμουνίσει χαχάλες, τα καφενεία και τα ταβερνεία του χωργιού είναι γεμάτα!
Και τέθοια λιξίδια δεν τα βρίσκεις όπου κι όπου.
Γιατί το χαβεσιλίκι ετουτονά είναι δικό μας προνόμιο και μόνο.
Ασημιανό και μόνο!
****, Δυστυχώς οφέτος στη Σαρακοστή μούδε καβρούς έχομε, μούδε και καφενεία.
Ώρα σας καλή… κι όλα θα διαβούνε..
* * Η κ. Έφη Μιχελάκη είναι Κτηνίατρος από το Ασήμι, με καταγωγή από τα Αστερούσια