Κείμενο: Νίκου Καζαντζάκη
Παλιά συνήθεια ήταν τότε στα χωριά της Κρήτης, όταν γύριζε το δειλινό ο άντρας από τα χωράφια, να του χει η γυναίκα ετοιμάσει χλιαρό νερό, να σκύβει και να του πλένει τα πόδια.
Ένα δειλινό γύρισε ο παππούς μου κατακουρασμένος από τη δουλειά, κάθισε στην αυλή, κι ήρθε η γυναίκα του με μια λεκάνη χλιαρό νερό, γονάτισε μπροστά του κι άπλωσε να του πλύνει τα σκονισμένα πόδια.
Ο παππούς μου την κοίταξε με συμπόνοια, είδε τα χέρια της που τα ‘χε φάει η καθημερινή λάτρα του σπιτιού, είδε τα μαλλιά της που είχαν αρχίζει κι άσπριζαν, ” γέρασε πια η κακομοίρα συλλογίστηκε, άσπρισαν τα μαλλιά της στα χέρια μου “, τη λυπήθηκε.
Σήκωσε το πόδι, έδωκε μια στη λεκάνη το νερό και την αναποδογύρισε. “Από σήμερα και πέρα γυναίκα, είπε, δε θα μου πλένεις τα πόδια – δεν είσαι μαθές δούλα μου, γυναίκα μου είσαι και κυρά μου ”
Αναφορά στον Γκρέκο, σελ 37
Φωτογραφία: Κωνσταντίνος Μάνος, Κρήτη 1964