Στο διάβα του χρόνου λησμονεί κανείς στιγμές ευτυχισμένες, χαρούμενες. Στιγμές γεμάτες αξίες! Έχουν περάσει 5 χρόνια από τότε που ο φάρος της ζωής του Σπύρου Σηφογιωργάκη έσβησε και εγώ δε λησμονώ τις στιγμές που έζησα κοντά του. Στιγμές έντονες και γεμάτες από αλήθεια.
Το βλέμμα του ήταν αυστηρό και καθηλωμένο στο συνομιλητή του. Αν τον παρατηρούσες όταν συζητούσε, σου έδινε την εντύπωση ότι δεν υπήρχε τίποτε άλλο τριγύρω του εκτός από τον ίδιο και το συνομιλητή του.
Οι φράσεις του ήταν αυστηρές και πάντα μελετημένες, όσο για τις κινήσεις των χεριών του ενώ μιλούσε ήταν έντονες και επιβλητικές.
Όλα αυτά άλλαζαν μόνο όταν κρατούσε τη λύρα. Η ματιά του μεγάλωνε, η αυστηρότητα αποδεσμευόταν και οι κινήσεις των χεριών του ήταν γαλήνιες αφού τις καθοδηγούσαν οι νότες τις ψυχής του και όχι της σκέψης του. Κάπως έτσι καταλάβαινε κανείς το ρομαντισμό που έκρυβε μέσα του ο Σπύρος Σηφογιωργάκης. Ο μέγας δημιουργός και ξεφαντωτής.
Η μουσική ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του. Από τα παιδικά του κιόλας χρόνια το είχε αντιληφθεί. Με μια σφάκα χοντρή που ‘χε γοργοξεραθεί στο φούρνο έφτιαξε την πρώτη του λύρα παρέα με τον παπα-Κωστή Πετυχάκη. Το 1947 ο παπας-Κωστής του παραχώρησε τη συμμισακιά λύρα που είχαν και από τότε ουσιαστικά ξεκίνησε το δημιουργικό μουσικό του σεργιάνισμα. Μ’ αυτήν τη λύρα τον είχε πρωτοακούσει και ο Αλέκος Καραβίτης και του έκανε έπειτα την πρόταση να τον πάρει στην Αθήνα για να του μάθει λύρα.
Ο Σπύρος Σηφογιωργάκης, παρ’ όλες τις αντιρρήσεις από την οικογένειά του, τον ακολούθησε. Το 1949, όμως, αναγκάστηκε να επιστρέψει στο νησί, διότι του είχε έρθει ειδοποίηση ότι περνούσε περιοδεύων.
Ως φαντάρος τώρα στάθηκε τυχερός, διότι την περίοδο αυτή έζησε πολλά γλέντια που σαν αποτέλεσμα είχαν να πυρώσουν ακόμα περισσότερο τη θέλησή του να κατακτήσει μουσικές δυνάμεις. Τη θέλησή του αυτή αφύπνισαν πολλοί άρχοντες της λύρας από την περιοχή της Μεσαράς, όπως ο Λεωνίδας ο Κλάδος, ο Κωνσταντίνος Φουστάνης, ο Προβατίνης, ο Σπανάκης και πολλοί άλλοι.
Από τις Μοίρες λοιπόν ξεκίνησε, όπως έλεγε και ο ίδιος, “η ανθρώπινη ζωή του”. Πέρασε μια ζωή ονειρεμένη με γλέντια αξέχαστα και όπως υπογράμμιζε τότε τα γλέντια ήταν αρχοντικά διότι η συμμετοχή του κόσμου ήταν αληθινή, δεν πήγαινε ο κόσμος από υποχρέωση, αλλά πήγαινε πραγματικά για να γλεντήσει.
Κάπως έτσι λοιπόν ο Σπύρος Σηφογιωργάκης γοητεύτηκε από τη μουσική και κάπως έτσι δεσμεύτηκε στον εαυτό του να αφιερωθεί ολόψυχα. Η αρχή έγινε με τις καθιερωμένες αγορές που έπρεπε να κάνει τότε ένας λυράρης. Πήρε λοιπόν ”βερεσέ” 1.700 φράγκα και αγόρασε ένα ρολόι, δύο κουστούμια, δύο ζευγάρια παπούτσια, ένα άσπρο και ένα μαύρο, και ένα ραδιοφωνάκι. Αυτά τα ξεπλήρωνε μετά σιγά-σιγά από τα γλέντια που έπαιζε. Το πρώτο δε γλέντι που έπαιξε ήταν στις Βρύσες Αποκορώνου.
Ήταν Πρωτομαγιά και τα γλέντια που είχαν στηθεί στο χωριό ήταν πολλά. Στο διπλανό μαγαζί από εκεί που έπαιζε ο Σπύρος Σηφογιωργάκης ήταν ο Νίκος Μανιάς με τον Κώστα Μουντάκη. Ο τρόμος του, λοιπόν, ήταν μεγάλος αφού έπαιζε δίπλα από καλλιτεχνικά θεριά της Κρήτης και γι’ αυτό είχε ζητήσει από φίλους και γνωστούς να του συμπαρασταθούν και να πάνε στο πρώτο του γλέντι. Πραγματικά το μαγαζί που έπαιζε ο Σπύρος Σηφογιωργάκης γέμισε ασφυκτικά και το γλέντι κράτησε μέχρι τις 10 το πρωί της επόμενης μέρας. Τότε μάλιστα για πρώτη φορά ασχολήθηκε μαζί του ο Τύπος και δημοσιεύτηκε η φωτογραφία του μαζί με σχόλια για το πρώτο επιτυχημένο του γλέντι.
Η πρώτη του επαφή τώρα με το ραδιόφωνο ήταν το 1955. Τότε ήταν αρκετά δύσκολο για έναν καλλιτέχνη να παίξει ζωντανά στο ραδιόφωνο. Περνούσε τον έλεγχο μιας επιτροπής, η οποία άκουγε τον καλλιτέχνη, έλεγχε τους στίχους που θα έλεγε και έπειτα έδινε την έγκριση για μια ζωντανή εκπομπή. Την επιτροπή αποτελούσαν 5 άτομα, εκ των οποίων οι βασικοί ήταν ο Σίμωνας Καρράς, ο Αριστείδης Μόσχος και η Δόμνα Σαμίου. Ήταν κατόρθωμα μεγάλο να ακουστεί τότε ένας καλλιτέχνης στο ραδιόφωνο.
Ο Σπύρος Σηφογιωργάκης τα είχε καταφέρει. Είχε εγκριθεί με ένα συρτό του Αλέκου Καραβίτη, στο οποίο είχε πει στίχους δικούς του.
Δισκογραφία
Επόμενη επιθυμία του ήταν μια δισκογραφική εργασία. Πράγμα δύσκολο για την εποχή, μιας και οι εταιρείες ζητούσαν 5.000. Έχοντας λοιπόν μια εγγυητική επιστολή στα χέρια του από το Ρεθεμνιώτη φίλο του Λευτέρη Γαγάνη, πήγε στην Αθήνα και κατόρθωσε, αντί για ένα, να γράψει δύο δίσκους.
Ο πρώτος δίσκος που ξεκίνησε την καλλιτεχνική του καριέρα ήταν ο “Φάρος”, ενώ ακολούθησαν πολλοί δίσκοι και πολλά τραγούδια που έγιναν επιτυχίες. Ο ίδιος ξεχώριζε το τραγούδι “Χαλάλισά τη τη ζωή”. Ο λαουτιέρης που συμπορεύτηκε μαζί του από το 1960 ήταν ο Γιάννης Μαρκογιαννάκης. Με τον Γιάννη Μαρκογιαννάκη έγραψαν τον πρώτο του δίσκο, το “Φάρο”, και από τότε βέβαια έμειναν αχώριστοι συνεργάτες μα και φίλοι.
Μετά από το ραδιόφωνο και τις δισκογραφικές εργασίες ήρθαν σιγά-σιγά και οι προσκλήσεις για ταξίδια τόσο εντός Ελλάδας όσο και εκτός. Το πρώτο κάλεσμα ήταν το 1962 από το Ελσίνκι της Φιλανδίας για συμμετοχή στο Πρώτο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νέων, υπό την αιγίδα της Ρωσίας. Ο Σπύρος Σηφογιωργάκης, οι μουσικοί του και ο Παγκρήτιος Σύλλογος Βρακοφόρων Χανίων κατόρθωσαν να πάρουν το πρώτο βραβείο μουσικής, χορού και φορεσιάς. Η χαρά του Σπύρου Σηφογιωργάκη ήταν απερίγραπτη.
Όλα του έμοιαζαν με παραμύθι και το παραμύθι αυτό φαίνεται να μην είχε τέλος. Ακολούθησαν πολλές ακόμα συμμετοχές, ταξίδια καθώς και ταινίες, όπως η συμμετοχή του σχήματός του στην ταινία “Ο Ζορμπάς ο Έλληνας” με τον Άντονι Κουίν και την Ειρήνη Παππά.
Ο Μιχάλης Κακογιάννης μετά τα γυρίσματα κάλεσε την κρητική παρέα στην πρεμιέρα στο Παρίσι και ο Σπύρος Σηφογιωργάκης πάντα περιέγραφε τις στιγμές που έζησε τόσο κατά την πρεμιέρα όσο και κατά τη δεξίωση που ακολούθησε, στην οποία είχε την τύχη να κάτσει στο ίδιο τραπέζι με τον Ωνάση, την Κάλλας και την Ειρήνη Παππά.
Την επόμενη δε μέρα από τη δεξίωση η κρητική παρέα ήταν επίσημη προσκεκλημένη του Ωνάση στο σπίτι του. Το 1967 ακολούθησε η ταινία ”Η νεράιδα και το παλικάρι”. Στην ταινία κυριαρχούσε μουσικά η μορφή του Σπύρου Σηφιγιωργάκη, ενώ χορευτικά ο Παγκρήτιος Σύλλογος Βρακοφόρων Χανίων.
Μετά από τα γυρίσματα και κατά την προβολή της ταινίας ο Σπύρος Σηφογιωργάκης μετά λύπης του διαπίστωσε ότι στο μοντάζ άλλαξαν πολλά και ότι στην ταινία η λύρα του δεν ακουγόταν. Η πικρία του ήταν μεγάλη, ωστόσο δεν έγινε αφορμή να σταματήσει να συμμετέχει σε γυρίσματα για τη μεγάλη οθόνη.
Ζωή σαν παραμύθι…
Οι στιγμές που έζησε ο Σπύρος Σηφογιωργάκης εξαιτίας της μουσικής ήταν απερίγραπτες και τον έκαναν να πιστεύει ότι ζούσε ένα παραμύθι. Η αγάπη του κόσμου ήταν έκδηλη σ’ όλη του την πορεία και ο ίδιος σ’ όλη του την καριέρα αυτήν την αγάπη φοβήθηκε. Τη φοβόταν πολύ και την τιμούσε πολύ, όπως έλεγε. Έλεγε επίσης ότι δεν υπήρχε ωραιότερη στιγμή από το να μην τον έχει ξεχάσει ο κόσμος.
Ένιωθε περήφανος για ό,τι έκανε και με το φόβο μην κουράσει και μην αλλάξει το πάθος που τον κοιτούσαν αποσύρθηκε νωρίς από τα καλλιτεχνικά, ενώ μπορούσε να είχε χαρεί κι άλλες τέτοιες στιγμές. Απολάμβανε, όμως, με θαυμασμό τους νέους καλλιτέχνες που έλεγαν τα κομμάτια του. Ήταν υπερήφανος όταν τραγουδούσαν τα τραγούδια του.
Φιλικά δε υποδείκνυε να μην τα παραποιούν. Ήταν κάτι που τον ενοχλούσε αφάνταστα. Το πιο συνηθισμένο λάθος που έκαναν νέοι καλλιτέχνες όσον αφορά σε στίχο δικό του ήταν για το τραγούδι “Του Ιούδα το φιλί”: «Σαν του Ιούδα το φιλί έμοιαζαν τα φιλιά σου, την προδοσία, την ψευτιά έκρυβες, έκρυβες στην καρδιά σου». Οι περισσότεροι λοιπόν έλεγαν: «Σαν του Ιούδα τα φιλιά», και ο Σπύρος Σηφογιωργάκης τους έλεγε πως ο Ιούδας εφίλησε μια φορά.
Αγάπη για τη μουσική, αγάπη για την Κρήτη, εκτίμηση για τους ανθρώπους που είχε στο πλάι του, όνειρα για μια Κρήτη που δε θα ξεχάσει το παρελθόν της. Για τον ίδιο; «Επιτακτική ανάγκη να μπει ο Ερωτόκριτος στην εκπαίδευση, σε όλα τα κρητικά σχολεία!». Αυτό του έδινε σιγουριά ότι οι νέοι θα ανακάλυπταν από νωρίς την ομορφιά που κρύβεται στην παράδοση της Κρήτης.
Αυτός ήταν ο Σπύρος Σηφογιωργάκης, ένας άνθρωπος με ταλέντο, ψυχή και όνειρα..!
Πηγή: neakriti.gr – Βούλα Νεονάκη