Ὁ Πέτρος Χρήστου ὁπλαρχηγὸς Β’ τάξεως, γεννημένος τὸ 1887, διατέλεσε δάσκαλος στὴ Γραδέσνιτσα τοῦ Μοριχόβου. Στὴ συνέχεια ἐντάχθηκε στὸ ἔνοπλο σῶμα τοῦ Κρητικοῦ Γ.Βολάνη, ὅπου διακρίθηκε γιὰ τὶς ἡγετικὲς του ἰκανότητες. Συνεργάστηκε ἐπίσης, μὲ τὸν Γ.Δικώνυμο Μακρῆ.
Τὸ Μάϊο τοῦ 1906 σχημάτισε δικὸ του ἔνοπλο σῶμα ποὺ δροῦσε στὸ Μορίχοβο κατὰ τῶν βουλγαρικῶν σωμάτων ἀλλὰ καὶ τῶν ὀθωμανικῶν στρατιωτικῶν ἀποσπασμάτων, συνεργαζόμενος πολλὲς φορὲς καὶ μὲ τὸν ὁπλαρχηγὸ Σίμο Ἰωαννίδη.
Κατόπιν, συνεργάστηκε μὲ τὸν Γ.Τσόντο [ Καπετὰν Βάρδα ] στὸ νότιο Μορίχοβο καὶ στὶς περιοχὲς Φλωρίνης καὶ Πρεσπῶν.
Στὰ τέλη Μαΐου τοῦ 1907, λόγῳ τῆς ἀποχωρήσεως τοῦ Γ.Τσόντου καὶ πλήθους ὁπλαρχηγῶν πρὸς τὰ Κορέστια, ὁ Πέτρος Χρήστου μὲ τὸ σῶμα του ἀνέλαβε ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὸν Γ.Πρώϊμο ὅλη τὴν περιοχὴ Πρεσπῶν, Φλωρίνης καὶ νοτίου Μοριχόβου μὲ βάση τὸ Βαρνούντα.
Στη συνέχεια, κινήθηκε νοτιότερα πρὸς τὸ Βέρνο, ὅπου συνεργάστηκε μὲ τοὺς ὁπλαρχηγοὺς Ι.Καραβίτη, Παῦλο Νικολαΐδη, Σ.Κλειδὴ και Π.Γερογιάννη.
Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1907, μαζὶ μὲ τὰ σώματα τῶν Παύλου Νικολαΐδη, Γ.Τσόντου καὶ Ι.Καραβίτη, ἐπιτέθηκε σὲ κομιτατζῆδες στὴ Μπαρέσανη καὶ στὴν Ἄνω Καλλινίκη. Πολλοὶ νέοι ἔσπευσαν τότε, νὰ καταταχθοῦν στὶς ὁμάδες τῶν Ἑλλήνων ὁπλαρχηγῶν.
Στὰ τέλη τοῦ 1907, ἀνέλαβε τὴν ἄμυνα στὴν περιοχὴ τῶν χωριῶν Καμπάσνιτσα [Πρώτη] καὶ Κλαδορράχη.
Τὸν Μάϊο τοῦ 1908, ὕστερα ἀπὸ συμπλοκὴ μὲ ὀθωμανικὸ ἀπόσπασμα νοτιοδυτικὰ τοῦ Μοναστηρίου, κατέφυγε στὸ Μπούκοβο, ὅπου ὅμως τελικὰ συνελήφθη.
Ἀπαγχονίστηκε στὶς 24 Ἰουνίου τοῦ 1908 στὶς φυλακὲς Μοναστηρίου.