Ο Σπύρος Καγιαλές – Καγιαλεδάκης, ο «Θρύλος του Ακρωτηρίου», έγραψε με τον ηρωισμό του και την αυτοθυσία του, μια από τις πιο ένδοξες στιγμές της Ελλάδος, κατά των Αγώνα των Κρητών, το 1897, για ένωση με την Μητέρα Πατρίδα.
Δυστυχώς τα περισσότερα Ελληνόπουλα, ακόμα και τα Κρητικόπουλα αγνοούν την ύπαρξη αυτών των ηρώων.
Ο Σπύρος Καγιαλές
Ο Σπύρος Καγιαλές γεννήθηκε το 1872. Ο πατέρας του Δημήτρης, καταγόταν από τη Γραμβούσα και ήλθε νωρίς, μαζί με την οικογένειά του, από τα Καμπιά και εγκαταστάθηκε στην οδό Λάκων, στη Χαλέπα. Όταν αργότερα εγκαταστάθηκαν εκεί και τα παιδιά του με τις οικογένειές τους, ολόκληρη η γειτονιά αποκλήθηκε «Καγιαλεδιανά».
Η μητέρα του Μαρία, το γένος Ορνεράκη, ήταν από τα Σφακιά.
Όλοι οι άνδρες της οικογένειας έλαβαν μέρος σε όλους τους αγώνες της εποχής τους για την Ελευθερία και την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Στο Ακρωτήρι ο Σπύρος Καγιαλές υπηρέτησε από την αρχή της Επανάστασης του 1897 μαζί με τους αδελφούς του Γιώργο, Μανώλη, Αντώνη και Σήφη. Επίσης, έλαβε μέρος στις μάχες του Δρίσκου κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913, όπου και πάλι διακρίθηκε για την ανδρεία του και τιμήθηκε με την απονομή ειδικών μεταλλίων και διπλώματος.
Γενναίος πολεμιστής υπήρξε και ο μονάκριβος γιος του Γιώργος, που διακρίθηκε στα πεδία των μαχών στη Μακεδονία, όπου και έπεσε. Ο χαμός του αγαπημένου του γιου, σημάδεψε την υπόλοιπη ζωή του και υπήρξε η πραγματική αιτία του θανάτου του, αργότερα.
Η μάχη του Ακρωτηρίου
Στις 15.30 της 9ης Φεβρουαρίου 1897, δίδεται το αρχικό σύνθημα για τον βομβαρδισμό από το θωρηκτό “Σικελία”, που αποτελούσε την ναυαρχίδα του αρχηγού του ενωμένου στόλου Ιταλού υποναύαρχου Κανεβάρο και που ναυλοχούσε έξω από το λιμάνι των Χανίων.
Αμέσως τα πολεμικά πλοία των Μεγάλων Δυνάμεων, αρχίζουν χωρίς προειδοποίηση, ένα σφοδρό βομβαρδισμό του στρατοπέδου του Ακρωτηρίου, όπου ήδη κυμάτιζε η ελληνική πολεμική Σημαία.
Ολόκληρη την περιοχή Ακρωτηρίου «κάλυψε βαριά πολεμική αντάρα που έκανε την γη να σείεται μέσα σε πυκνούς καπνούς, δέσμες φωτιάς, σύννεφα σκόνης και βροχή κατακερματιζόμενων στόχων που τινάζονταν στον αέρα, με την υπόκρουση σφοδρών θορύβων».
Όπως σημειώνεται ειδικότερα στο «Ημερολόγιο του Στρατοπέδου του Ακρωτηρίου»,… «οι ήχοι των ομοβροντιών των πλοίων ήταν εκκωφαντικοί και έμοιαζαν με ισχυρές βροντές που ακούγονται μόνο όταν πέφτουν κεραυνοί. Οι βολιδοφόρες οβίδες κατά την έκρηξή τους, προκαλούσαν κρότο μεγαλύτερο από τις βολές των πυροβόλων. Στο πανδαιμόνιο των κρότων προστίθετο και ο κρότος καταιγιστικών πυροβολισμών. Η ηχώ όλων αυτών, πολλαπλασιαζόταν μέσω των βουνών του Ακρωτηρίου και συγκλόνιζε κυριολεκτικά όλη την ευρύτερη περιοχή, που την μετέβαλε σε πραγματική κόλαση. Το μελανό χρώμα των οβίδων, φαινόταν καθαρά στον αέρα. Την εικόνα συμπλήρωνε η έκρηξή τους. Άφθονος μαύρος καπνός και βαθυκόκκινες φλόγες, ανακατεύονταν με σύννεφα σκόνης και με βροχή από χώματα, λίθους, βράχους και κομμάτια από ερείπια που προκαλούσε η πρόσκρουση των βλημάτων στο έδαφος».
Με μια μόνο από τις οβίδες αυτές που είχαν διαμετρήματα 21, 27 και 32 εκατοστά, μία κατοικία στις Κορακιές έγινε αμέσως σωρός από ερείπια και ογκώδεις βράχους.
Οι Τούρκοι «αλαλάζοντες» επωφελήθηκαν και επιχείρησαν έφοδο κατά του στρατοπέδου για να το καταλάβουν. Αλλά οι ηρωικοί αγωνιστές του Ακρωτηρίου πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση και τους απώθησαν με επιτυχία.
Πεντακόσιοι περίπου Ευρωπαίοι αξιωματικοί και πεζοναύτες, παρακολουθούσαν τις σκηνές φρίκης από τις επάλξεις του φρουρίου Χανίων, όπου είχαν στηθεί μαζί με την τουρκική και οι σημαίες των Μεγάλων Δυνάμεων.
Στο μεταξύ, οι αξιωματικοί του ελληνικού θωρηκτού «Ύδρα», νόμιζαν ότι ο ενωμένος στόλος θα βάλλει και εναντίον τους. Γι’ αυτό ο κυβερνήτης Βώκος έδωσε από την αρχή εντολή στο πλήρωμα του, να λάβει θέσεις και να είναι έτοιμο για τον «υπέρ πάντων αγώνα», μέχρι και την τελική πτώση-θυσία στο βωμό της πίστης και της πατρίδας.
Όπως σημειώνεται στο «Ημερολόγιο του Στρατοπέδου του Ακρωτηρίου», τα γερμανικά πυρά ήταν τα πρώτα που ξεκίνησαν τον βομβαρδισμό. Τα αγγλικά ήταν ιδιαίτερα πυκνά. Τα ρωσικά εξαιρετικά ευθύβολα. Τα αυστριακά προφανώς «επίτηδες» ρίχνονταν, μάλλον, κατά των τουρκικών θέσεων και όχι κατά των χριστιανικών. Κατά τους Γάλλους τα πολεμικά πλοία τους, δεν έλαβαν μέρος στον βομβαρδισμό, ενώ κατά Ιταλούς πολεμικούς ανταποκριτές που παρακολουθούσαν τα γεγονότα και τα ιταλικά πολεμικά δεν μετείχαν στην «επαίσχυντη αυτή ενέργεια». Όμως, περισσότερες από 100 οβίδες ρίχτηκαν συνολικά κατά του στρατοπέδου του Ακρωτηρίου και ήταν αρκετές για τον χαλασμό που ακολούθησε.
Η πτώση της σημαίας και το έπος του Καγιαλέ
Ξαφνικά, μία ρωσική οβίδα πλήττει το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία και άλλη, που προερχόταν από το ρωσικό πολεμικό «Μπελίκη» χτυπά και καταρρίπτει τον ιστό με την μεγάλη ελληνική πολεμική Σημαία.
Τότε ο άξιος στρατοπεδάρχης Μιχάλης Καλορίζικος, διατάζει να στηθεί και πάλι στη θέση του ο κομμένος ιστός με τη Σημαία.
Δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει τη διαταγή του και πετάγεται σαν ελατήριο από το ταμπούρι του ο ατρόμητος αγωνιστής Σπύρος Καγιαλές. Με μεγάλο κίνδυνο για την ζωή του μέσα στην πύρινη κόλαση του βομβαρδισμού, έχοντας στα χείλη του -όπως ο ίδιος διηγούταν αργότερα- τους γνωστούς στίχους «για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδας την ελευθερία», αρπάζει τον ιστό, αναδιπλώνει την τεράστια Σημαία γύρω από τον ώμο του, ξαναστήνει τον ιστό και απλώνει την Σημαία που κυματίζει και πάλι περήφανη, μέσα σε πανδαιμόνιο ενθουσιασμού των επαναστατών.
Νέα οβίδα καταρρίπτει και πάλι τον ιστό. Και πάλι ο Σπύρος Καγιαλές πετάγεται και τον ξαναστήνει όπως πριν, ενώ το στρατόπεδο «σείεται από ουρανομήκεις ζητωκραυγές».
Προτού όμως κατασιγάσουν οι ζητωκραυγές, τρίτη οβίδα θρυμματίζει πια τον ιστό και ρίχνει κάτω την Σημαία.
Τότε συνέβη κάτι το απίστευτο, κάτι ανεπανάληπτο: Ο Σπύρος Καγιαλές, ορμά αμέσως, αρπάζει την σημαία, κάνει το ίδιο του το σώμα ιστό, και ανυψώνει με τα χέρια του τη Σημαία, που συνέχιζε να κυματίζει περήφανη απέναντι από τα κανόνια του ξένου στόλου.
Οι επαναστάτες και τα πληρώματα των ελληνικών πολεμικών πλοίων που παρακολουθούσαν την εξέλιξη του βομβαρδισμού, έγιναν μάρτυρες μίας απρόσμενης έκπληξης, ενός θαύματος που προκάλεσε η τόσο ριψοκίνδυνη όσο και μοναδική ηρωική πράξη του Σπύρου Καγιαλέ και εξέφραζε με μοναδικό τρόπο την αμετάκλητη απόφαση των επαναστατημένων Κρητικών για ελευθερία ή θάνατο.
Μόλις οι ναύαρχοι του ενωμένου στόλου είδαν με τα κιάλια, ότι η Σημαία και πάλι κυματίζει με κοντάρι έναν επαναστάτη, έναν από τους αγωνιστές που ορθώθηκε κόντρα στα κανόνια τους, δεν πίστευαν στα μάτια τους! Θαύμασαν τόσο, που διέταξαν αμέσως παύση πυρός.
Ήταν τότε που ο Ελευθέριος Βενιζέλος, κλαίγοντας αγκάλιασε τον ηγούμενο Ιερόθεο και του είπε: «Ιερόθεε, να για ποιον λαό αγωνιζόμαστε! Η νίκη και η Ένωση μετά από αυτά είναι βεβαία». (Μαρτυρία του ίδιου του Ιερόθεου στην εφημερίδα “Αθηναϊκή” 13 Νοεμβρίου 1961)
Το στρατόπεδο δονείται από τις ζητωκραυγές και τους πανηγυρισμούς. Στο θωρηκτό “‘Ύδρα” ψέλνεται ο εθνικός ύμνος. Ζητωκραυγές και χειροκροτήματα ακούγονται πλέον όχι μόνο από τα ελληνικά, αλλά και από τα ιταλικά και γαλλικά πλοία!!!