Όταν μικρή ζούσα στα Χανιά τα χριστουγεννιάτικα δέντρα που στολίζαμε ήταν κυπαρίσσια, όχι έλατα.
Στο σπίτι κυριαρχούσε ζαλιστικό άρωμα από ζουμπούλια που τα λέγαμε μανουσάκια.
Τα αγοράζαμε από κοφίνια στη διάσημη Αγορά.
Τα υπέροχα μελομακάρονα της μαμάς μου τα λέγανε φοινίκια, κι η μεγάλη βασιλόπιτα ήταν γιαουρτόπιτα.
Τα χρήματα που μας έδινε δώρο ο παππούς τα έλεγε “η καλή μου χέρα” και τα κάλαντα τα λέγαμε κάλαντρα.
Πρωί στις δέκα άκουγα στο ράδιο τη θεία Λένα, που τέτοιες μέρες μας μάθαινε χριστουγεννιάτικα τραγούδια και η μαμά μου προλάβαινε να τα γράψει σε τετράδιο για να τα έχω.
Τα καλλιγραφικά της γράμματα μου στέλνουν ακόμα στον ύπνο μου δυο λόγια.
Στο περίπτερο της πλατείας Δικαστηρίων, που κοντά μέναμε, έφερναν τις Τετάρτες Κλασσικά Εικονογραφημένα, εκδόσεις Ατλαντίδος. Τζεην Έυρ, οι Άθλιοι, Γουλιέλμος Τέλλος, ο πύργος των καταιγίδων κ.λπ.
Ένα σύμπαν που δεν ξέρω αν συνεχίζει έτσι, επιβιώνει στην ψυχή μου όμως με απίθανες λεπτομέρειες.
Για να νοσταλγώ, να θλίβομαι που το έχασα, να χαίρομαι που το έζησα για να γίνω εγώ.
Κείμενο – Φωτογραφία: Μάρω Βαμβουνάκη