Του Δημήτρη Χ. Σάββα
Έχουν περάσει από τότε τριάντα ολόκληρα χρόνια. Ήταν η πρώτη που ήρθα στην Κρήτη και συγκεκριμένα στις Μοίρες. Φλεβάρης του 1986. Λες και ερχόμουνα χρόνια πριν…. Άριστες οι εντυπώσεις μου, καλή παρέα, πραγματικοί φίλοι με τους οποίους και σήμερα ανταμώνουμε υπό το πέπλον του Θεού Διονύσου!
Ο κουνιάδος μου ο Γιώργος ο Ζαχαριάς, ο Δημήτρης ο Ηλιάκης, ο Κωστής ο Χουστουλάκης, ο Γιώργος ο Πατεράκης ο οδοντοτεχνίτης, ο Μπάμπης ο Ξεκαρδάκης, ο Κυπρόκωστας, ο Αλέκος ο Τσιριντάνης και ο μακαρίτης ο Βαγγέλης ο Καμπουράκης, Θεός σχωρέστον! Δεν ξέρω αν ξεχνώ κάποιον ή κάποιους. Αφού γνωριστήκαμε και συστηθήκαμε, εγώ τότε νιόγαμπρος, στο καφενείο του Γιάννη του Λενιδάκη, κατηφορίσαμε για πού αλλού; από τα Μάταλα. Μόνιμος και συχνός προορισμός για τους υπόλοιπους και η προαναφερόμενη περιοχή, αλλά και η φιλόξενη τότε ντισκοτέκ «ακουάριους». Αν θυμάμαι καλά μία ντισκοτέκ με καλάμια διαμορφωμένη. Αυτή ήταν η πρώτη επίσκεψή μου στα Μάταλα. Ακολούθησαν κι άλλες πολλές, αφού εκεί έμειναν τα καλοκαίρια συνήθως τα παιδιά της οικογένειας του Λευτέρη Ζωγραφάκη, που η γυναίκα μου διατηρούσε και διατηρεί αδελφικές σχέσεις, η Μαρίνα, η Ανδρονίκη και ο Στυλιανός.
Δέθηκα χειροπόδαρα που λέμε μ’ αυτό τον τόπο. Ένας τόπος μοναδικός, ένα αγκυροβόλιο της «ευναιεταώσης», της πυκνοκατοικημένης Φαιστού, έτσι όπως συνήθιζε ο Όμηρος να την ονομάζει στην Ιλιάδα. Εκεί σ’ αυτό τον τόπο αργότερα, στο νότιο μέρος του λιμανιού των Ματάλων, υπήρχαν νεώσοικοι προκειμένου να σταθμεύουν οι τριήρεις. Φυσικά τα Μάταλα, έγιναν γνωστά κατά τη δεκαετία του εξήντα, αφού φιλοξένησαν στις γραφικές τους σπηλιές «τα παιδιά των λουλουδιών». Αυτά τα παιδιά με τις πρωτόγνωρες για πολλούς ιδέες, αυτά τα παιδιά που ονειρεύτηκαν ένα κόσμο διαφορετικό, πολλοί απ’ αυτούς ήταν διανοούμενοι, καλλιτέχνες, άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, πολλοί απ’ αυτούς υπηρέτησαν σε κορυφαία πνευματικά ιδρύματα! Αυτά τα παιδιά φρόντισε η τότε «καθώς πρέπει» κοινωνία μας και η καθεστηκυία τάξη να τα στιγματίσει και εύκολα, όπως το συνηθίζει πολλές φορές, να τα αποκαλέσει αλήτες. Ίσως, αυτός ο θεσμός του τριημέρου κάποια στιγμή, εκτός από τις συνηθισμένες εκδηλώσεις να πλαισιωθεί και από τη διοργάνωση ενός συνεδρίου, το οποίο να έχει σχέση με την εμφάνιση αυτών των ευρωπαϊκών κινημάτων και το ρόλο τους.
Μάταλα! Αυτό το άλλοτε γραφικό ψαροχώρι, αυτός ο αγαπημένος προορισμός των Μεσαριτών, κυρίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες ή αν προτιμάτε:
Καντάδα στα Μάταλα!
Ένας τίτλος που φυσικά δεν ανήκει σε μένα, αλλά στον Γιώργη Γιατρομανωλάκη, καθηγητή της Νεοελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, αλλά και συγγραφέα. Είχα την τύχη να γνωρίσω παλιότερα, τον εκ Ζαρού ορμώμενο, καθηγητή του Πανεπιστημίου, αλλά και να μιλήσω μαζί του, πριν από είκοσι μέρες περίπου.
Χαρακτηριστική η ευγένειά του, η καλοσύνη του, και η σεμνότητά του. Είπαμε με την πρώτη ευκαιρία να συναντηθούμε στο Ζαρό, πρώτα ο Θεός.
Σας παραθέτω λοιπόν, ως έχει το δημοσίευμα του αγαπητού Γιώργη Γιατρομανωλάκη και όπως προανέφερα έχει τίτλο: «Καντάδα στα Μάταλα». Το έχω αντλήσει από το ένθετο της εφημερίδας «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ – ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ» και αναφέρεται στα καλοκαιρινά μπάνια. Η συγκεκριμένη δημοσίευση έγινε στις 29 Ιουλίου 2001, ημέρα Κυριακή.
«Την πρώτη φορά που είδα γυναίκα χωρίς φουστάνι ήταν το καλοκαίρι που πέρασα στα Μάταλα, παιδί ακόμη. Τα Μάταλα τότε ήταν ένας τόπος ολωσδιόλου άγνωστος. Ένα ελάχιστο ψαροχώρι στο Λιβυκό Πέλαγο, πεντακάθαρο, δαρμένο και καθαρισμένο αιώνες από τη θάλασσα και τον νοτιά. Τα Παιδιά των Λουλουδιών έφτασαν εκεί ύστερα από αρκετά χρόνια και το έκαναν διάσημο. Διάσημο δηλαδή τουριστικά. Μαζί τους ήρθαν τα οικόπεδα, οι ξενοδοχειακές μονάδες, η μιζέρια, η παράγκα και οι τουρίστες. Έλληνες και ξένοι. Όμως τα χρόνια εκείνα τα Μάταλα ήταν ένα μικρό και άγνωστο για τους πολλούς ψαροχώρι, με ελάχιστα σπίτια μπροστά στην αμμουδιά και στις πλαγιές του ανατολικού λόφου. Απέναντι, στη δυτική πλευρά έχασκαν σκοτεινά τα σπήλαια, ακατοίκητα. Κανένα μαγαζί. Κανένα ξενοδοχείο. Μόνο μια ταβέρνα, με μικρή αυλή πάνω από τη θάλασσα, σκεπασμένη με καλάμια.
Ο πατέρας μου, που ήταν οδηγός στα ΚΤΕΛ του νομού Ηρακλείου, αποφάσισε ξαφνικά να συνδυάσει τις οικογενειακές και τις επαγγελματικές υποχρεώσεις του, να αφήσει για ένα μήνα το καθημερινό δρομολόγιο από το χωριό μας στο Ηράκλειο και να το αλλάξει με το δρομολόγιο Μάταλα – Ηράκλειο. Αυτή η λεωφορειακή γραμμή είχε ανοίξει πρόσφατα και οι περισσότεροι οδηγοί (που ήταν και ιδιοκτήτες των λεωφορείων) έκαναν τα πάντα να την αποφεύγουν. Το τμήμα του δρόμου Ηράκλειο – Μοίρες ήταν υποφερτό, άσφαλτος αλλά στενός με πολλές στροφές. Περίπου όπως και σήμερα.
Ο δρόμος Μοίρες – Πιτσίδια (το τελευταίο χωριό πριν από τα Μάταλα) ήταν χωματόδρομος, αλλά σχετικά βατός. Από κει και κάτω άρχιζαν οι φοβερές λακούβες, η παχιά σκόνη και οι κατηφορικές στροφές ενός δρόμου, που μόλις διακρινόταν ανάμεσα στα αρμυρίκια και τα σκίνα. Αλλά ο πατέρας μου, καλός οδηγός και καλός οικογενειάρχης, δεν είχε κανέναν ενδοιασμό. Μας πήρε όλους μαζί ένα απόγευμα, μας μετέφερε στον άγνωστο και άνυδρο τόπο και μας εγκατέστησε σ´ ένα χαμηλό σπιτάκι, σχεδόν πάνω στο κύμα. Αυτός έφευγε πρωί πρωί για το Ηράκλειο, κάνοντας αμέτρητες στάσεις να πάει και να ´ρθει και κατά τις έξι το απόγευμα κατέβαινε κορνάροντας απ´ τα βουνά.
Τότε λοιπόν ήταν που είδα για πρώτη φορά γυναίκα χωρίς φουστάνι. Ήταν μια μελαχρινή Γαλλίδα, πολύ νέα, που μίλαγε λίγα ελληνικά και την έλεγαν Μαρί. Όμως όσες μέρες έμεινε στα Μάταλα, όλοι την φώναζαν Μαρία και της μιλούσαν με μεγάλη οικειότητα, σαν να ήταν δικός μας άνθρωπος. Μάλιστα ούτε καν φρόντιζαν να μετριάσουν τη βαριά κρητική προφορά, που έτσι κι αλλιώς παρέμενε τα χρόνια εκείνα έντονη, αναλλοίωτη ακόμη από την επίδραση του αθηναϊκού ραδιοφώνου και της τηλεόρασης. Τη Μαρία συνόδευε ένας ψηλός και αδύνατος άνδρας, Γάλλος κι αυτός που δεν ήξερε (τουλάχιστον στην αρχή) καμιά ελληνική λέξη. Ψάρευε με ψαροντούφεκο και μάσκα, κάτι που βλέπαμε για πρώτη φορά, αφού όπως έλεγαν κάποιοι, η μάσκα και ο αναπνευστήρας ήταν ένα απο τα μυστικά όπλα του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Μαρί έβγαινε λίγο πριν από το μεσημέρι από ένα μικρό ενοικιασμένο σπίτι, δίπλα στο δικό μας, κρατώντας μια ψάθα, μια πετσέτα και ένα βιβλίο. Ήταν ντυμένη κανονικά, με φούστα και μπλούζα, περπατούσε στα δροσερά ακόμη χαλίκια, πλησίαζε το κύμα, άπλωνε την ψάθα και την πετσέτα, έδενε τα μαλλιά της με μια κορδελίτσα και μετά γδυνόταν. Τότε ακριβώς ήταν που όλοι όσοι βρισκόμαστε στο ψαροχώρι, παραθεριστές από τα κοντινά χωριά, Ηρακλειώτες, ντόπιοι ψαράδες, άνδρες που έπαιζαν χαρτιά στην ταβέρνα, γυναίκες που μαγείρευαν, εμείς τα παιδιά, όλοι γενικώς σταματούσαμε για να δούμε τη Μαρί να γδύνεται. Έβγαζε πρώτα την μπλούζα της, προσέχοντας να μη λύσει τα μαλλιά της, τη δίπλωνε και την απόθετε δίπλα στην άμμο. Ύστερα ξεκούμπωνε τη φούστα και την άφηνε να κυλάει στα πόδια της. Μαγνητισμένοι όλοι την κοιτάζαμε, καθώς έλαμπε, αποθεωμένη μέσα στο κατακόκκινο μαγιό της. Έμενε ένα δυό λεπτά ακίνητη, σαν να μας έδινε λίγο χρόνο ακόμη να τη θαυμάσουμε, ύστερα έσκυβε, μάζευε τη λυμένη φούστα και έπεφτε κατακέφαλα στο κύμα.
Η Μαρί δεν ήταν η μόνη γυναίκα που κολυμπούσε στα Μάταλα. Ηρακλειώτισσες, γυναίκες από τα κοντινά χωριά, κορίτσια, μαμάδες και γιαγιάδες έκαναν καθημερινά μπάνιο και τις Κυριακές η παραλία, προς την ανατολική πλευρά, ήταν γεμάτη κίνηση και φωνές. Οι περισσότερες γυναίκες έμπαιναν στο νερό με μακριές κομπινεζόν ή νυχτικές, με τα εσώρουχα να διαγράφονται από μέσα καθαρά. Υπήρχαν και αρκετές που φορούσαν κανονικά μαγιό, ολόσωμα, αλλά τελείως άκομψα. Όμως καμιά δεν γδυνόταν, όπως έκανε η Γαλλίδα. Κατέβαιναν στην παραλία ντυμένες με μακριές ρόμπες, έφταναν στο κύμα, τις έβγαζαν γρήγορα-γρήγορα και έπεφταν στα ρηχά με φωνές και τσιρίγματα. Έβγαιναν έξω σκυφτά και γρήγορα, με τα χέρια στο στήθος, άρπαζαν από χάμω τις ρόμπες και τυλίγονταν σφικτά. Σπάνια να δείς κάποια να κάνει ηλιοθεραπεία. Μόνο η Μαρί, μακριά από τις άλλες, στη μέση της παραλίας άχνιζε πάνω στην ψάθα, απορροφημένη στο διάβασμα. Απρόσιτη και σιωπηλή.
Αυτή η κατάσταση κράτησε πάνω από δέκα μέρες. Η Μαρί και ο ψαροντουφεκάς έτρωγαν τα μεσημέρια στην ταβέρνα, μιλούσαν με τους ντόπιους, έλεγαν ιστορίες και έμειναν εκεί, στη σκιά ως την ώρα που έδυε ο ήλιος, αντίθετα με τους άλλους που εξαφανίζονταν στα χαμηλά σπιτάκια για τη μεσημβρινή σέστα. Το βράδυ όλοι σχεδόν κατέβαιναν στη ζεστή, αμόλυντη άμμο δίπλα στα καΐκια. Καθώς ούτε ηλεκτρικό υπήρχε ούτε ραδιόφωνο, οι νυχτερινές συγκεντρώσεις στην άμμο αποτελούσαν τη μοναδική, αλλά όχι ασήμαντη διασκέδαση όλων μας. Μέσα στο σκοτάδι λύνονταν οι γλώσσες, τα σώματα και τα αισθήματα και γινόμασταν όλοι μια παρέα. Τι τραγούδια, τι ιστορίες, τι ανέκδοτα. Κυρίως αυτά. Άλλοτε γεμάτα υπονοούμενα, άλλοτε απροκάλυπτα τολμηρά και πιπεράτα, τόσο που η μάνα μου σκούνταγε συνεχώς τον πατέρα μου, που πρωταγωνιστούσε σ´ αυτό το είδος των αφηγήσεων, <<πιο σιγά>>, έλεγε, <<είναι και τα παιδιά εδώ>>, χωρίς πάντως να καταφέρνει και πολλά. Μαζί μας και η Μαρί. Καμιά φορά και ο ψαροντουφεκάς. Αλλά η Μαρί ήταν πάντα εκεί. Κάθε βράδυ. Δυσδιάκριτη, σχεδόν αόρατη μέσα στο σκοτάδι, σιωπηλή αλλά παρούσα, αναδίνοντας ένα λεπτό απροσδιόριστο άρωμα που μας μεθούσε όλους. Πιότερο, υποθέτω, τους άνδρες της παρέας, που την κοιτούσαν εκστατικοί, πνιγμένοι στον καπνό των τσιγάρων. Κάθε βράδυ, άγνωστο πως, όλο και περισσότεροι.
Ένα βράδυ, μια βδομάδα μετά τον ερχομό των Γάλλων στα Μάταλα, μετά τα ανέκδοτα, τις ιστορίες και τα τραγούδια (πάντα μαντινάδες και κάποτε κανένα ριζίτικο), η Μαρί ζήτησε να μας πει ένα δικό τους τραγούδι. Έγινε απόλυτη σιγή – μόνο ο φλοίσβος του Λυβικού, ήσυχος δίπλα μας – εκείνη γονάτισε στην άμμο και μας τραγούδησε γαλλικά. Κανείς μας δεν καταλάβαινε τα λόγια, ο σκοπός ήταν ανοίκειος για τ´ αυτιά μας και ο ρυθμός αργός. Όταν τελείωσε το τραγούδι και η Μαρί μας ρώτησε αν μας άρεσε, κανείς δεν είπε κάτι ξεκάθαρο. Μερικοί είπαν <<ωραίο>>, άλλοι είπαν <<περίεργο>>, αλλά κανείς δεν μπόρεσε να μιλήσει καθαρά. Αυτό το λυπητερό γαλλικό τραγούδι (αργότερα το ταύτιζα με τα τραγούδια της Πιαφ, χωρίς ποτέ να είμαι βέβαιος), όπως ακούστηκε βράδυ στα Μάταλα, μας είχε φέρει σε βαθιές σκέψεις. Η Μαρί, γονατισμένη σαν να προσευχόταν, τραγουδούσε τόσο παθητικά, τόσο εξομολογητικά που όλοι βουβαθήκαμε. Όλοι είχαμε την εντύπωση πως αυτή η νυχτερινή αποκάλυψη ήταν βαθύτερη και πιο τολμηρή από το πρωινό γδύσιμο. Κανένας δεν μίλησε πια και χωρίς καλά-καλά να πούμε καληνύχτα αποσυρθήκαμε να κοιμηθούμε.
Δύο βράδια αργότερα, έφτασε στα Μάταλα ο Θανάσης Σκορδαλός, αυτός ο εξαίρετος λυράρης μαζί μ´ έναν νεαρό λαουτιέρη. Ο Σκορδαλός είχε παίξει λύρα σ´ έναν γάμο, σε κάποιο γειτονικό χωριό και όταν έμαθε πως ο πατέρας μου, που ήταν φίλος του, βρισκόταν στα Μάταλα, ήρθε να τον επισκεφθεί. Απ´ ότι όμως φάνηκε τελικά, ο Σκορδαλός ήρθε προσκεκλημένος στα Μάταλα για καντάδα.
Αφού ήπιαμε και φάγαμε και τραγουδήσαμε στην αυλή της ταβέρνας, φύγαμε τα παιδιά, οι γυναίκες και οι περισσότεροι άνδρες για ύπνο. Άλλωστε η ώρα ήταν περιορισμένη. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ο Σκορδαλός και ο λαουτιέρης, ήρθαν μπροστά στο σπιτάκι μας να κάνουν καντάδα στον πατέρα μου. Η καντάδα άρχισε με το σκοπό
Όνειρα πλέκω μυστικά, σκέψεις κρυφές ταιριάζω, μετά έπαιξαν το Ψάχνω να βρω μια μάγισσα, για σένα να ρωτήσω, συνέχισαν με τον σταφιδιανό σκοπό, ήταν το
Λένε τ´ ανθρώπου τσι πληγές
πως τσι γιατρεύει ο χρόνος
Μα μένα χρόνους και καιρούς
με τρώει ο ίδιος πόνος
και τελείωσαν με το Εγώ κι αν παίζω κι αν γελώ και Σαν το έρημο πουλί.
Ο πατέρας μου, που ήταν ακόμη ντυμένος και δεν είχε πέσει στο κρεβάτι, βγήκε έξω και άκουγα να μιλά ώρα πολλή με τον λυράρη. Ύστερα ο Σκορδαλός έπαιξε ένα σκοπό <<τση νύχτας>>, ιδιαίτερα παθητικό και ο πατέρας μου τραγουδούσε μια τραγουδούσε μια μαντινάδα που του άρεσε πολύ:
Γέμισε ο κόσμος ερωτιές
απ´ τη δική μου αγάπη
Κι εμένα μου ´μεινε η καρδιά
λαβωματιές γεμάτη
και η καντάδα τελείωσε. Κόντευε πια να ξημερώσει και ο πατέρας μου μόλις που προλάβαινε να κοιμηθεί δυο τρεις ώρες. Η Μαρί κι ο ψαροντουφεκάς έφυγαν εκείνο το πρωινό. Το βράδυ που γύρισε ο πατέρας μου τον ρωτήσαμε τί έγινε με τους Γάλλους κι αυτός μας απάντησε αδιάφορα πως κατέβηκαν στις Μοίρες, να πάρουν το λεωφορείο για την Αγία Γαλήνη, όπου, λέει, είχε καλούς τόπους για ψάρεμα.
Όταν ύστερα από πολλά χρόνια ξαναπήγα στα Μάταλα, είδα την παραλία γεμάτη πολυθρόνες, ομπρέλες, ψάθες και αναρίθμητα κορμιά (νεανικά και γερασμένα) να κυκλοφορούν πάνω-κάτω άσκοπα και επιδεικτικά. Ο ανατολικός λόφος γεμάτος αυθαίρετα, ο δυτικός κατακτημένος από αμέτρητους επισκέπτες. Μαγαζάκια, ξενοδοχεία, μπαρ, αυτοκίνητα. Παντού ξενόγλωσσες επιγραφές. Το σπιτάκι που έμενα, το σπιτάκι που έμενε η Μαρί, πουθενά. Το βράδυ, μόνος – η παρέα μου είχε φύγει για την Αγία Γαλήνη – κατέβηκα στην παραλία στα στοιβαγμένα κανό και τα θαλάσσια ποδήλατα. Κανένας άλλος, εκτός από μένα. Ο φλοίσβος του Λυβικού μπροστά μου. Πίσω στο μεγάλο τουριστικό χωριό, με φώτα και μουσικές. Κάθισα στην υγρή άμμο και προσπαθούσα να θυμηθώ πού ήταν το χαμηλό σπιτάκι όπου πέρασα το πρώτο μου καλοκαίρι στα Μάταλα. Πού ήταν η ταβέρνα. Πού τραγούδησε γονατισμένη η Μαρί. Δεν εντόπισα τίποτε. Σηκώθηκα και πήγα για ύπνο. Ξεφτισμένοι ήχοι από ελαφρολαϊκά και μουσική ντίσκο με συνόδευαν όλη νύχτα>>.
Και αυτή η μουσική συνεχίζεται ακόμα σε πιο έντονους ρυθμούς σήμερα, εκκωφαντική, άναρχη ηχητικά πολλές φορές. Δύσκολα αναζητεί κανείς, αναπολεί όμως και νοσταλγεί, εκείνη την εποχή που μας περιγράφει ή μάλλον που μας γυρίζει πίσω ο Γιώργος Γιατρομανωλάκης.
Σίγουρα οι εποχές αλλάζουν… όμως δεν είναι και η καλύτερη εικόνα σήμερα, αυτή που παρουσιάζουν οι παραλίες μας. Έχουν αλλοιωθεί κι έχουν χάσει τη φυσική τους ομορφιά. Καθημερινά βιάζονται και επιβαρύνονται από εμάς, τους δήθεν πολιτισμένους. Αντίσκηνα, κατασκευές και οχήματα μεγάλου κυβισμού, που φθάνουν μέχρι το κυμοθάλασσο, κάνουν συχνή την παρουσία τους. Και τα ανεχόμαστε, μας εξυπηρετούν, δεν κουραζόμαστε. Έτσι νομίζουμε και νιώθουμε τους εαυτούς ευρωπαίους!
Άσε που φεύγοντας, αφήνουμε τα πολιτιστικά και έμπλεα παιδείας, αλλά και σεβασμού προς το περιβάλλον, αποτυπώματά μας. Για παράδειγμα σακούλες, πλαστικά ποτηράκια, πιατάκια, κουτάκια μπύρας, αναψυκτικών και οτιδήποτε άλλο δηλώνει…πρόοδο, ανάπτυξη και πολιτισμό. Η ευθύνη είναι συλλογική, καθολική και όχι μόνο των τοπικών αρχόντων. Αυτό ίσως δεν το έχουμε καταλάβει. Ας παραδειγματισθούμε και ας γίνουν τρόπος ζωής τα γραφόμενα του σεβαστού καθηγητή, κι ας δείξουμε τουλάχιστο εμείς το σωστό δρόμο στους νεότερους.
Ποιός ξέρει, ίσως αυτοί κάποτε κρίνουν πιο σωστά, συμπεριφερθούν πιο λογικά και δείξουν τον απαιτούμενο σεβασμό, δεσμευόμενοι στα αυτονόητα!