Κείμενο: Γεώργιος Χουστουλάκης
Aν υπήρχε κάτι σε πνευματικό πλούτο στις γνώσεις ενός παιδιού σχολικής και προσχολικής ηλικίας, αυτό ήταν τα παιδικά τραγουδάκια που μάθαινε νωρίς από το σπίτι του!
Οι γονείς όλοι στη Κρήτη τους άρεσε γενικά η ποίηση, και οι ίδιοι προσπαθούσαν να αποστηθίσουν μεγάλα κομμάτια από τον Ερωτόκριτο, την Ερωφίλη το τραγούδι του Ξωπατέρα του Λόγιου, και χίλια άλλα δυό άλλα τραγούδια. Οι μεγάλοι μετέφεραν στους μικρούς όσα ήξεραν από ποίηση σε συνδυασμό με το χιούμορ, και έτσι καμάρωναν τα παιδιά τους όταν τα αποστήθιζαν!
Στα περισσότερα τραγουδάκια βρίσκουμε τις ρίζες στα βάθη της ενετοκρατίας, πέρασαν και επί τουρκοκρατίας, όμως είναι πραγματικά άξιον απορίας, πώς κατάφεραν και έφτασαν έως εμάς τη δεκαετία του ’50 και ’60! Το λυπηρό ήταν όμως που τη δεκαετία του ’70 εξαφανίστηκαν πλέον οριστικά από τα παιδικά νεανικά στοματάκια, και ο παράδεισος αυτός της πληθώρας παιδικών τραγουδιών και ποιημάτων δεν υπάρχει πλέον!
Είναι δύσκολο να βρεθούν και να διασωθούν όλα ακριβώς όπως ήταν αρχικά, αυτά τα ατέλειωτα παιδικά τραγούδια. Η προσπάθεια δάσωσης από εμένα και του φίλου μου Φανούριο Ζαχαριουδάκη, τουλάχιστον απέφερε καρπούς, τουλάχιστον καταφέραμε να διασωθεί ένα σημαντικό μέρος από μεσαρίτικα τραγούδια και ποιηματάκια, έστω και τμήματα κάποιων από αυτών, εφ’ όσον δεν γνωρίζουμε το αρχικό.
Ίσως υπάρχουν παραλλαγές ανά τόπους, αλλά εδώ η Γαλιανοβοριζανή σχολή ευθύνεται τουλάχιστον ώστε για να διασωθούν τραγουδάκια τα οποία μας μάθαιναν, όντας εμείς μικρά παιδιά.
Αν και στο Δημοτικό μαθαίναμε παιδικά τραγούδια, εν τούτοις τα πιο πολλά τα μαθαίναμε στο σπίτι. Σήμερα τα ποιηματάκια αυτά μπορεί να φαντάζουν αστεία και περίεργα, ακόμα και ακαταλαβίστικα, αλλά έχουν όμως να κάνουν με την τοπική Μεσαρίτικη λαογραφία του τόπου μας, και για αυτό προσπαθήσαμε τα διασώσουμε, κι ότι καταφέραμε.
Τα τραγουδάκια – ποιηματάκια αυτά, τα έλεγαν ανάλογα την περίπτωση, είτε μετά από βροχή, είτε σε συνδυασμό με το παιγνίδι, είτε για μαρκάρισμα ποιος ή ποια ομάδα θα αρχίσει πρώτη, για σάτιρα, για εντυπωσιασμό κλπ.
Παρακάτω παραθέτουμε μερικά ατόφια στη τοπική διάλεκτο, όσα τουλάχιστον καταφέραμε να διασώσουμε.
Κάποια βέβαια είχαν το δικό τους μουσικό ρυθμό, κι άλλα λεγόταν σαν απαγγελία από το παιδί με το σχετικό ύφος!
1- ΚΆΤΩ ΠΆ ΚΆΤΩ ΚΕΊ ( το παιγνίδι ξυλογαϊδάρα)
Κάτω ‘πά κάτω ‘κεί, αύριο είναι Κυριακή
Βάνω τ’ άσπρο μου βρακί, πάω στην Αμερική!
Βρίσκω κάστανα ψημένα και καρύδια φουρνισμένα
πάω τα τση μάνας μου, δέρνει με σκοτώνει με διπλομανταλώνει με,
κάνει με μπαλώματα, ρίχνει με στα δώματα (‘η
με πετά στα δώματα)
Πάω στον Αφέντη μου: -Καλώς το Αφεντάκι μου!
Πάω πόδε πάω πέρα, βρίχνω μια κοπέλα, εκράθιενε σταφύλια,
πέφτει τση μια ρόγα, σκύφτω να τη πιάσω, παίζει μου ένα μπάτσο!
Κάτω ‘πά κάτω ‘κεί, πάει η πέρδικα να πχεί, και τσακίζει το σταμνί!
2-ΤΖΊΓΚΟ ΛΕΛΈΓΚΟ
Τζίγκο Λελέγκο, (ή Φράγκο Λελέγκο) παίξε τη καμπάνα, να κατεβούν οι Φράγκοι
να φάνε μακαρούνια, με τα χρυσά πιρούνια!
3-ΟΙ ΠΟΝΤΙΚΟΊ ΚΙ Η ΓΆΤΑ
Ελάστε ούλοι οι ποντικοί με τα ποντικαλάκια
να πάμε να χορέψουμε στου φούρνου τα στενάκια,
μα ο κάτης που κυνήγαγε, εψόφισεν εκείνος!
-Ακόμα δεν εψόφισα, και ούτε θα ψοφίσω!
-Μη με φας κάτη μου, σου φέρνω ‘γω το ρύζι!
-Δεν το θέλω ‘γω το ρύζι, εις τα ‘ντόδια μου καθίζει!
Μα σε θέλω στη κοιλιά μου να στυλώσεις τα νεφρά μου!
4-ΔΏΔΕΚΑ ΧΡΟΝΏ ΚΟΠΈΛΙ
Δώδεκα χρονώ κοπέλι, ετρυγούσαμε στ’ αμπέλι.
Πάω πάνω πάω κάτω, και μπερδεύω σε ένα βάτο!
Έρχονται τρείς κορασίδες, να μου κλέψουν τσι σταφίδες!
Έρχεται κι η πχιά μεγάλη, και με βάνει στο τσουβάλι!
Έρχεται κι πχιά μική, και με βάνει στο σακί!
Έρχεται κι η χοντροκόλα, με ένα κόπανο μου κόλα, ή
κι όλο στη κοιλιά μου ‘κόλα!
5-ΒΡΈΧΕΙ ΒΡΈΧΕΙ
Βρέχει βρέχει και χιονίζει, κι η γιαγιά μου κοσκινίζει
να μου σάσει ένα κουλούρι, σα του τράγου το κουδούνι,
να το πάω του τσαγκάρη, να μου σάσει παπουτσάκια
να πατώ στα χαλικάκια, να μαζεύω τα σταχάκια με τα δυό μου τα χεράκια!
Να πηγαίνω στα σοκάκια να φιλώ τα κοριτσάκια!
Βρέχει βρέχει και βροντά, έλα παπαδιά κοντά, να μοιράσουμε τα αυγά!
Ένα ‘γώ ένα συ ένα του παπά ο γιός!
6-ΛΙΆΣΕ ΉΛΙΕ
Λιάσε Ήλιε να λιαστούμε, και κουλούρια σου βαστούμε
από κάτω απ’ τη (μ)ποδιά μου, γα να μη τα δει η θειά μου!
Λιάσε ήλιε να λιαστώ, να ντυθώ να χτενιστώ
να ντιδήρω στσι Καρές, να θωρώ τσι Μεσαρές!
Να θωρώ και τον Κοκόλη, που τονε ζυγώνουν όλοι!
Με σπαθιά και με ζωνάρια, και με χίλια παλληκάρια!
Έβγα ήλιε να λιαστώ, και κουλούρια σου βαστώ
με το μέλι με το γάλα, και τη σιδεροκουτάλα
7-ΤΣΊΜΠΙ – ΤΣΊΜΠΙ ΚΌΡΑΚΑ (παιγνίδι που τσιμπούσαν τη παλάμη του χεριού)
Τσίμπι – τσίμπι κόρακα, -πού τα πάς τα πρόβατα?
-Κάτω στα λαγκώματα, που’ ναι ελιές σα χώματα.
Πού ‘ναι και νερό να πχιούνε, κι ασκιανός να κοιμηθούνε! Τσίμπρος!
8-ΠΆΡΕ ΨΩΜΊ ΚΙ ΑΓΓΟΎΡΙ
Πάρε ψωμί κι αγγούρι, κι αγλάκα στο παπούρι
Πού ‘ναι και νερό να πχιούμε κι ασκιανός να κοιμηθούμε
Μα δε σε θέλω πούρι, αν είσαι και καμπούρης! Τσίμπαρος!
9-Ο ΨΎΛΛΟΣ
Ο ψύλλος εγκρεμίστηκε, από το παραθύρι
και εφώνιαζέ του η μάνα του: -Πού πας Καραβοκύρη?
-Να πάω θέλω στα Χανιά, να σάσω μια μανάρα
να πελεκώ τα μάρμαρα, να τρέχει κουτσουνάρα!
Να τρέχει το κρυγιό νερό να πίνει η ματζουράνα!!»
Τση ματζουράνας το κλαρί, του κρίνου το σταφύλι
τση μαυρομάτας το φιλί, με μάρανε στα ‘χείλη!
Να πάω θέλω στα Χανιά, να πάρω μια μπεγίρα
να κουβαλώ τσι γέροντες, με μια κακοβεργίδα!
10-ΦΕΓΓΑΡΆΚΙ ΜΟΥ ΛΑΜΠΡΌ
Φεγγαράκι μου λαμπρό, φέγγε μου να περπατώ
να πηγαίνω στο σκολειό, να μαθαίνω γράμματα,
γράμματα σπουδάματα, του Θεού τα πράματα!
Να μαθαίνω μαργιολιές, να φιλώ τσι κοπελιές,
να μαθαίνω γραμματάκια, να φιλώ τα κοριτσάκια!
11-ΦΕΓΓΆΡΙ ΜΟΥ ΛΑΜΠΡΌΤΑΤΟ
Φεγγάρι μου λαμπρότατο που πάς στη ρίζα ρίζα
χαιρέτα μου και το νονό, απού ‘χω στα Βορίζα!
12-ΑΠΟ ΄ΠΑΈ ΘΑ ΠΑΊΞΩ ΜΝΙΆ
Από παέ θα παίξω μνιά, να πάω στσ’ Άγιους Δέκα,
ξανοίξετε το μπόι μου, και θέλω και γυναίκα!
Από παέ θα παίξω μνιά, να πάω στο Τυμπάκι,
να ειδώ τη θειά μου τη Λενιά, που ψήνει κουνελάκι!
Από παέ θα παίξω μνιά να πάω στσι Γκαγκάλες
που ‘χουνε ψείρες γαλανές, σα τα κουκιά μεγάλες!
Επήγα κι επαντρεύτηκα από του Καμηλάρη,
και εχάρισέ μου η πεθερά, ντελόγο ένα μουλάρι!
13-ΑΧΙ ΜΆΝΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ (το έλεγε το άρρωστο παιδί)
Άχι μάνα δεν μπορώ, σφάξε μου ‘να( μ)πετεινό!
Βάλε του και στο ζουμάκι, εμισή οκά ριζάκι!
Και κειανείς να μην προβάλει, γιατί θα ‘ρρωστήσω πάλι!
14- ΑΧΙ ΤΟ ΚΑΚΟΡΊΖΙΚΟ
‘Αχι το κακορίζικο μνια βράκα που τη βάνω
Και σφίγγει το κολάκι μου, και δεν μπορώ να κλάνω!
-Μωρέ κοπέλι κρητικό, ήντα βαστάς στη βράκα?
-Δυό βολαράκια ζάχαρη και μνιά ποτήλια ράκα!
15-ΤΟΥ ΦΛΑΣΚΟΎΡΗ ΤΑ ΚΟΥΚΙΆ
Του Φλασκούρη τα κουκιά, ήτανε πολύ γλυκειά
Κι ο Φλασκούρης το μαθαίνει, κι αρματώνεται και βγαίνει
σέρνει μια σκουρολεπίδα, για να σφάξει τη ζουρίδα
κι η ζουρίδα του γρυλώνει, κι άρκαλος τ’ ανεματσώνει!
16-ΤΟ ΤΡΑΓΟΎΔΙ ΤΣΗ ΚΑΝΕΛΆΔΑΣ
Κρύο και παγωμένο, κι απ’ το βουνό φερμένο!
Τρέξτε κοπελιές να πχείτε, να καλοπαντρεφτείτε!
Και ‘σεις οι παντρεμένοι, καλή ψυχή καημένοι!
Τρέξτε μικροί μεγάλοι, τα φράγκα είναι χαλάλι!
Γλυκό γλυκό το φτιάχνω, για αυτό και δε προκάνω!
Κρύο κρύο είναι μπούζι, γλυκειό σα το καρπούζι!
Τρέξτε μικροί μεγάλοι, τα φράγκα είναι χαλάλι!
Κρύο και παγωμένο, κι απ’ το βουνό φερμένο,
πίνεται νύχτα μέρα, κατασταλάζει τη χολή, και διώχνει τη χολέρα!
17-ΣΕ ΓΆΪΔΑΡΕ!
Σε γάιδαρε να πάμενε στη Χώρα, να πάρομε μνια κοπελιά να ‘ναι γεμάτη ψώρα!
Σε γάιδαρε να πάμενε στσι Μοίρες, να πάρομε μνια κοπελιά, να ‘ναι γεμάτη ψείρες!
18-ΤΟ ΚΟΥΚΊ ΚΑΙ ΤΟ ΡΕΒΊΘΙ
Το κουκί και το ρεβίθι, επαλεύγανε στη βρύση, και περνά και η φακή, και τσι βάνει φυλακή!
19-ΟΙ ΑΣΧΟΛΊΕΣ ΤΣΗ ΝΟΙΚΟΚΥΡΆΣ
Τη Δευτέρα πάει να πλύνει, και τη Τρίτη τα στραγγίζει
Τη Τετάρτη τα απλώνει, και την Πέμπτη τα μαζώνει
τη Παρασκευή μπαλώνει, το Σάββατο σιδερώνει
Και τη Κυριακή αλλάζει, πω -πω ψείρες που τσι βγάζει!
20-Ο ΠΑΠΑΣ ΑΠΌ ΤΗ ΚΡΆΝΑ
Ο παπάς από τη Κράνα, ελειτρούγα στη Κοπράνα
κι έπαιζε το σημαντήρι, και μαζώνονταν οι χοίροι!
Κι ο παπάς από τη Βόνη, τη γαϊδούρα του ζυγώνει
στα πλακάκια τηνε φτάνει, στην οριά τηνε δακάνει
κι ο παπάς εμάνιζε, κι η γαϊδούρα γκάνιζε!
Κι ο παπάς επορδοκόπα, κι η γαϊδάρα τσινοκόπα!
21-Η ΓΆΤΑ
Μια φορά κι ένα καιρό, πήγε η γάτα στο χορό
δεν εχόρευγε καλά και τση ‘κόψαν την ουρά!
Την επήγαν στην Αθήνα, και τη βγάλανε Κατίνα!
Και τση δώσανε γλυκό, και δεν είπε «ευχαριστώ»!
Και τση δώσανε καπέλο κι είπενε πως δεν το θέλω!
Και τση δώσανε φουστάνι, κι είπενε πως δεν μου κάνει!
Και τση δώσανε μνια βράκα και την ήρπαξε κι αγλάκα!
Και τη σφίξαν τα ποντίκια, και τη κάνανε κομμάθια!
22-Ο ΚΑΛΌΓΕΡΟΣ Ο ΒΆΤΣΗΣ
Ο καλόγερος ο Βάτσης κι ο Κουτρουλοκανεβάτσης
όξω κάθεται κι εργά, και σφεντύλια πελεκά.
-Πόσο δίνεις τα σφεντύλια?
-Μια οκά ταγή τα τρία!
23-ΜΑΜΟΥΝΆΚΙ ΓΑΖΩΤΌ
Μαμουνάκι γαζωτό, πες μου: Πού θα παντρευτώ?
-Γη στη Πόλη γη στο Κάστρο, γη στη Βενετιά από κάτω!
24- ΠΉΔΙ ΠΉΔΙ ΒΑΣΙΛΙΆ
Πήδι – πήδι βασιλιά, το κουλούκι σου πεινά.
Δός του πίτα και κουκιά, να γαυγίσει στο χτενά!
25 ΤΟ ΣΠΡΊ ΣΠΥΡΊ ΚΟΥΚΆΚΙ (για μαρκάρισμα ποιος θα αρχίσει πρώτος)
Το σπυρί – σπυρί κουκάκι, το μανά μανάθουλάκι
ποιο να πέψω ποιο να αφήσω, άμε συ κουτσοριφάκι!
26- ΕΝΑ ΔΥΟ ΠΕΝΤΕ ΔΕΚΑ (για μαρκάρισμα ποιος θα αρχίσει πρώτος)
Ένα δύο πέντε δέκα, και του Παντελή η γυναίκα
πήγε να αγοράσει γάλα και κατάπχιε μια κοκκάλα
27- ΝΑΝΙ ΝΑΝΙ
Νάνι νάνι να ‘τε το, να κοπέλες πάρτε το
να του δώσετε λιολιά, και καρύδια στην ποδιά.
Νάνι νάνι να το, το μωρό μου το χιονάτο
που μαζώνει μυγδαλάκια, με τα δυό του τα χεράκια!
Νάνι νάνι να ‘τε το, να κοπέλες πάρτε το
Να του δώσετε λιολιά, κάστανα και μπεμπεμπλιά
και καρύδια στη ποδιά.
Κοιμήσου και παρήγγειλα στη πόλη τα προικιά σου
στα Γιάννενα τα ρούχα σου, και τα χρυσαφικά σου!
28- Ο ΓΚΑΝΤΈΜΗΣ ΚΆΝΕΙ ΓΆΜΟ
Ο Γκαντέμης κάνει γάμο, στον αγκάβανο απάνω.
Κι έχει για καλεστικούς, του χωριού τσι μποντικούς,
έχει και καλούς κουμπάρους, Λασιθιώτικους γαϊδάρους!
29- ΑΧΙ ΚΑΙ ΉΝΤΑ ΝΑ’ ΧΑΜΕ
Άχι και ήντα να’ χαμε, σαράντα αυγά σφουγγάτο,
και μια χειρομυλόπιτα σα τ’ αλωνιού το πάτο!
30- ΤΆΓΜΑΤΑ ΣΥΝΤΆΓΜΑΤΑ
Τάγματα συντάγματα, λόχους και διμοιρίες
εκάμανε στη ράχη μου, οι κόνιδες κι οι ψείρες
Τρείς σκατούλες στο πχιατέλλο, φάε συ μα ‘γω δε θέλω!
Πολλά βέβαια πολλά ήταν και τα σατυρικά τετράστιχα της εποχής εκείνης, όπως:
Στου Ψηλορείτη τη κορφή, γκανίζει ένα γαϊδούρι
Μα δε το καλοξάνοιξα και σού ’μοιαζε στη μούρη!
Αν έχεις τρύπα τρύπωξε και μαλαχούνα χώσου
και γάϊδαρο γυρεύουνε, να πας να σε φορτώσουν!
σάσει = φτιάξει
σταχάκια = βλασταράκια από τα χόρτα
μική = μικρή
ντιδήρω = περνώ απέναντι
ασκιανός = ίσκιος
παπούρι = λόφος
λαγκώματα = λαγκάδια
πήδι – πήδι = πήδα = πήδα
γκάνιζε = γκάριζε
Πούρι = ασφαλώς
μαργιολιές = πονηριές
πάμενε – πάμε
μανάρα = πέλεκυς μεγάλος
κουτσουνάρα = πολύ ποσότητα νερού που τρέχει από τον αγωγό
κουλούκι – σκυλάκι
σε γάϊδαρε = ντέ γάϊδαρε
μπεγίρα, μπεγίρι = άλογο
Από παέ = από δώ
κάτης = γάτα
ποτήλια = γιάλινο μπουκάλι μισής οκάς
ζυγώνει = κυνηγά
ξανοίξετε = δέστε, κοιτάξετε
εμάνιζε = νευρίαζε
σκουρολεπίδα= σκουριασμένη λάμα
γρυλώνει = γρυλίζει
ζουρίδα= κουνάβι
ντελόγο = αμέσως
αγλάκα = έτρεχε γρήγορα
τσινοκόπα = κλωτσούσε
αγκάβανος = γαϊδουράγκαθο
μαμουνάκι = ζουζουνάκι
γαζωτό = πουά με βουλίτσες
επορδοκόπα = έβγαζε αέρια από πίσω με θόρυβο
καλεστικούς = καλεσμένους
λιολιά = καραμέλες ξηροί καρποί, νταγκουλάκια ,γενικά διάφορα αποχερίσματα
μπεμπεμπλιά = στραγάλια φυστίκια, καρύδια
χτενάς = επαγγελματίας πλανόδιος με χτένια για κατεργασία του λιναριού, λιναράς
σφίξαν = κυνήγησαν
χειρομηλόπιτα= πίτα με χονδροαλεσμενο σιτάρι στο χειρόμυλο
μαλαχούνα = τετράγωνο πανέρι από βρούλα, που είχε επίπεδο καπάκι από επάνω, αλλά μπορεί και κωνικό. Μπροστά είχε πορτάκι που οι γυναίκες φύλασσαν τα πλεχτά τους