Της Στέλλας Λενακάκη
Είναι αργά το απόγευμα και επαναλαμβανόμενοι θόρυβοι ακούγονται μέσα από το δωμάτιο. Ψίθυροι και κουβέντες από στόματα ανθρώπων. Κάτι ετοιμάζεται πάλι και το αισθάνεσαι στον αέρα.
Αναρωτιέται κανείς τι μπορεί να συμβαίνει και υπάρχει αυτή η μικρή αναστάτωση. Όλα γύρω στο χώρο έμοιαζαν διαφορετικά και αλλιώτικα από τα συνηθισμένα. Πάνε μήνες τώρα που το σπίτι είχε πάρει ζωή από την άφιξη αυτού του παράξενου επισκέπτη. Πρόκειται για έναν άνθρωπο, που ήρθε ξαφνικά μέσα σε μια κρύα νύχτα του χειμώνα ψάχνοντας καταφύγιο σε ένα νέο τόπο. Έμοιαζε να είναι βιαστικός, ανυπόμονος και κουρασμένος αλλά ικανός να δεχθεί τη νέα πραγματικότητα. Είχε μια προσιτή και ευχάριστη προσωπικότητα και το βασικό γνώρισμα του ήταν μια κόκκινη βαλίτσα που σχεδόν πάντα είχε συντροφιά μαζί του.
Ήταν μια βαλίτσα ευρύχωρη, στρουμπουλή και έτοιμη να εκραγεί από το μεγάλο φορτίο της. Πάνω της υπήρχε μια μεγάλη επιγραφή που έγραφε «ασυνόδευτο πακέτο». Αυτή η βαλίτσα είχε γνωρίσει πολλούς τόπους και είχε ταξιδέψει σε πολλά μέρη. Ο κάτοχος της, την αγαπούσε ιδιαίτερα και δεν μπορούσε να σκεφτεί τη ζωή του χωρίς αυτήν. Σε κάθε ταξίδι, εκείνη δεν μπορούσε να λείπει. Σε κάθε διαδρομή, ήταν η πρώτη που το γνώριζε και η πρώτη, που καλωσόριζε όλο το περιεχόμενό της. Χειμώνες και καλοκαίρια ήταν πάντα πρόθυμη να ακολουθήσει τα βήματα του συνταξιδιώτη της. Πολλές ήταν εκείνες οι φορές που γέμιζε από σταγόνες δακρύων που έσταζαν από δάκρυα συγκίνησης, χαράς, λύπης και προσμονής κατά τη διάρκεια των αποχαιρετισμών και των αφίξεων.
Όμως, ετούτη τη βραδιά ένιωθε πάλι εκείνο το περίεργο και οικείο μούδιασμα μέσα στην ατμόσφαιρα. Εκείνη ήξερε, διαισθανόταν ότι ένα νέο ταξίδι πρόκειται να ξεκινήσει. Καθώς, εκείνη ξετύλιγε τις σκέψεις της και αναρωτιόταν τον επόμενο προορισμό άκουσε τον ήχο από το κουδούνι της πόρτας. Με περιέργεια, στράφηκε προς την είσοδο και μόλις η πόρτα άνοιξε εκείνη και ο άνθρωπος αντίκρυσαν ένα περίεργο αλλά και πολύ απρόσμενο θέαμα. Ανάμεσα σε κατακόκκινα τριαντάφυλλα, που γέμιζαν το πλαίσιο της πόρτας ξεπρόβαλλαν μικρά παιδικά πρόσωπα. Η μορφή τους έλαμπε και έμοιαζαν να έχουν γίνει μια αγκαλιά, καθώς ήταν τοποθετημένα μέσα σε ένα τεράστιο πακέτο.
Όμως, αυτό το πακέτο δεν έμοιαζε με κανένα άλλο γιατί είχε κάτι το ξεχωριστό. Ήταν φτιαγμένο από αγάπη και απευθυνόταν σε εκείνο τον περίεργο αλλά συνάμα συμπαθητικό και καλοσυνάτο άνθρωπο. Εκείνος, το κοίταξε με φοβερό ενδιαφέρον και δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω του. Ιδίως εκείνη η μεγάλη επιγραφή δεν μπορούσε να τον αφήσει ανεπηρέαστο όσο και αν ήθελε να κρατήσει τα συναισθήματά του καλά κρυμμένα. «Αγαπημένε μας δάσκαλε, θέλουμε να είμαστε πάντοτε το ασυνόδευτο πακέτο της καρδιάς σας, που θα κουβαλάτε σε όλα τα ταξίδια σας». Όπως ήταν φυσικό κανένας δε πήρε το λόγο ούτε ο άνθρωπος ούτε η βαλίτσα, αφήνοντας με αυτόν τον τρόπο τη σιωπή να αναλάβει το σπουδαιότερο ρόλο, εκείνο της αλήθειας που κρύβεται πίσω από τα πιο ουσιαστικά πράγματα στη ζωή. Τότε, η κόκκινη βαλίτσα άρχισε να αλλάζει χρώμα, μετατρέποντας εκείνο το κόκκινο χρώμα που είχε αποκτήσει από όλες τις εμπειρίες της σε ένα υπέροχο λευκό γεμάτο από το φως που προερχόταν από το χαμόγελο των παιδιών.
Από εδώ και στο εξής η βαλίτσα δεν ήταν πια ένα ασυνόδευτο αντικείμενο αλλά απέκτησε συνοδούς και συνοδοιπόρους, που την συντρόφευαν σε όλα τα ταξίδια της. Χώρεσε μέσα της όλα εκείνα τα ανείπωτα, που τα λόγια δεν ήταν αρκετά για να εκφράσουν και η ζωή της απέκτησε νόημα και σκοπό. Ο άνθρωπος αυτός κουβαλούσε όλα αυτά τα στοιχεία μέσα στη βαλίτσα του και αυτό τον έκανε να αισθάνεται δυνατός και να ελπίζει..
Άραγε εσύ τι κουβαλάς μέσα στη βαλίτσα σου; Μήπως έχει χώρο για λίγο φως και χαμόγελα;
Αφιερωμένο σε όλους τους αναπληρωτές και όλους όσους αισθάνονται οικεία διαβάζοντας αυτό το κείμενο. Καλά ταξίδια και ας προσέχουμε όσο μπορούμε τι κουβαλάμε μαζί μας γιατί αυτά καθορίζουν και τη στάση μας προς τη ζωή.