Κείμενο – φωτογραφία: Γεώργιος Χουστουλάκης
Στη Μεσαρά, αλλά και σε όλα τα χωριά υπήρχαν μερακλήδες, υπήρχαν πάντα και οι λυράρηδες, όπου ανέβαζαν το κέφι στην παρέα, και όταν βράδιαζε, η παρέα, κάθε ένας για το δικό του λόγο, βγαίνανε στις γειτονιές και τραγούδαγαν όλοι μαζί διάφορους σκοπούς, από μαντινάδες έως και λαϊκά της εποχής!
Οι καντάδες είχαν κορυφωθεί, την εποχή του Λευτέρη του Γαλιανού!
Όλα τα χωριά είχαν συνήθως 4 ή 5 λυράρηδες, το ίδιο και η Γαλιά, όλες τις εποχές, ακόμα και σήμερα!
Διότι η Γαλιά, ήταν από τα πιο μερακλίδικα χωριά!
Οι λυράρηδες, συγκεντρωνόταν σε κάποιο καφενείο, έτρωγαν κυρίως απλό φαγητό, έπιναν κρασί και όταν νύχτωνε, η παρέα έβγαινε στους δρόμους και τραγούδαγε κάνοντας καντάδα στις γειτονιές, εκεί όπου αγαπούσε ο καθένας ή είχε «μπολιάσει» κάποια κοπέλα και του έκανε την καρδιά να σκιρτά και να χτυπά δυνατά!
Έτσι έκανε και ο Λευτέρης ο Γαλιανός.
Είχε το μαγαζί του, ένα καφενείο στη μεσοχωριά, μαζευόταν οι τέσσερις πέντε φίλοι του και κουτσοπίνανε παίζοντας λύρα.
Όλοι τους τότε ήταν ανύπαντροι.
ΟΙ φίλοι του Λεφτέρη ήταν ο Κουτσόκωστας, ο Καπαϊδώνης, ο Καψαλόκωστας, ο Χαζιρομιχάλης και ίσως και άλλοι.
Σαν πήγαινε 9 η ώρα το βράδυ, τους έλεγε:
-Άντε, σηκωθείτε, να πάμε μια γύρα στο χωριό!
Αυτός βέβαια είχε τους δικούς του λόγους, αφού κι αυτός κάποια υπεραγαπούσε!
Κοντά στην αγάπη του σταματούσε και με την παρέα του έπαιζαν σκοπούς της νύχτας, που ήταν δικοί του, όπως και το «άστρα μη με μαλώνετε που τραγουδώ τη νύχτα»!
Έκτοτε καθιερώθηκε στις τότε καντάδες ο Γαλιανός σκοπός στις καντάδες, απ’ όλους τους μερακλήδες της Μεσαράς!
Δεν έβγαιναν κάθε μέρα για καντάδες, αλλά όμως δυο φορές τη βδομάδα σίγουρα!
Ο Γαλιανός σκοπός είναι σκοπός της νύχτας, τον τραγούδαγαν τη νύχτα με τα αστέρια και το φεγγάρι, και η νύχτα βοήθαγε, η αγαλλίαση της ψυχής, να ανέβει ως τον ουρανό, κι ως τ΄άστρα!
Ο Ανδρέας Νικολούδης, ένας από τους βασικούς λυράρηδες του χωριού, όπως και ο Τσαχονικολής, δεν ήταν στη βασικά στελέχη της παρέας του Λευτέρη.
Όμως, και Ανδρέας και ο Τσαχονικολής και ο Μιχάλης Μαραγκάκης, αν και μικρότεροι, είχαν τον Λευτέρη …από κοντά!
Όλοι τους είχαν φτιάξει κι από μια λύρα, και προσπαθούσαν να τον πλησιάζουν όσο κοντά μπορούσαν, με σκοπό να μάθουν τα κομμάτια του.
Πήγαιναν μετά στο σπίτι, και προσπαθούσαν να τα «βγάλουν»!
Έτσι, όταν ο Λευτέρης καθόταν στα πέτρινα σκαλοπάτια του σπιτιού του και έπαιζε, ο Ανδρέας και οι άλλοι, καθόταν ή στου Τσάχα το σπίτι, (πατέρα του Τσαχονικολή) ή στου Αντρεογιώργη και τον άκουγαν.
Ύστερα κι εκείνοι δοκιμάζανε κατά πόσο μπορούσαν να τα παίξουν.
Κάπου εδώ συνέβη και το εξής ευτράπελο!
Μια μέρα καθόντουσαν όλοι οι φίλοι του Ανδρέα στο σπίτι του γέρο Τσάχα και ο ίδιος ο Τσάχας έλειπε.
Ο Μαραγκάκης Μιχάλης κάτι κοίταζε μέσα στο σπίτι, και ξαφνικά βλέπει κάπου ένα παλιό πιστόλι!
Εκεί που το περιεργαζόταν, πατά κατά λάθος τη σκανδάλη, και το όπλο εκπυρσοκροτεί!
Η σφαίρα έφυγε και τρύπησε το παπούτσι του Τσαχονικολή, αλλά παράλληλα πήγε και έξω, και εσκότωσε και μια αίγα που είχε δεμένη ο γέρο Τσάχας!
Έτυχε να επέστρεφε εκείνη την ώρα ο Τσάχας στο σπίτι, και ακούει από μακριά τη κραυγή της αίγας, μαζί με το μπουρμπαδίδι!
Αμέσως από μακριά κατάλαβε τι είχε συμβεί!
-Ωχ! Βρήκανε το όπλο μου και παίξανε τση αίγας! Σκέφτηκε…
Οι άλλοι δεν τον είχαν δει, και είπανε να κρύψουν στη θέση του το όπλο, και να κάνουν τους αδιάφορους!
Ωστόσο ο γέρο Τσάχας δεν τους μάλωσε, αλλά απλά πήρε το όπλο και το κάπου πέταξε!
Πριν τον Λευτέρη λύρα έπαιζαν στη Γαλιά και ο Τσάχας και ο Μαραγκοδράκος και ο Πασπαρογιώργης, ο Παπαγιάννης, και ο Ευαγγελινός.
Οι περισσότεροι μονάχα σε παρέες. Ο Τσάχας και Παπαγιάννης έπαιζαν πιο επαγγελματικά.
Η λύρα δε του Πασπαρογιώργη, ήταν πολύ μικρή!
Οι καντάδες, συνεχίστηκαν και στις επόμενες γενιές, τις γενιές, στις γενιές του ’20, όπου πέρασαν σ τις γενιές του ‘’55 – ’60, όπου και εξέπνευσαν σιγά- σιγά μέχρι το 1975…
Όσοι έχουν αναμνήσεις από τις παλιές καντάδες, όπως και εγώ, θα έχουν μια καλή ανάμνηση από τα ωραιότερα ξέγνοιαστα νεανικά χρόνια!
Θα θυμούνται τα καλαμπούρια της παρέας, τα γέλια με τα αστεία, αλλά και τη νεανική λαχτάρα, όταν πέρναγε η παρέα κοντά στην «συμπάθεια» του κάθε ένα από τη γειτονιά της, και ακόμα το καρδιοχτύπι, άμα το «σινιάλο» από ένα φώς, πρόδιδε ότι «το μήνυμα ελήφθη», πάμε τώρα στα σπίτια μας…
Πράγματι κάπου τα μεσάνυχτα, διέλυε η παρέα, και πήγαιναν όλοι στα σπίτια τους πανευτυχείς!
Ευχαριστούμε για άλλη μια φορά τον Γαλιανό κ. Μύρο Μαραγκάκη , για τις πληροφορίες σχετικά με τις καντάδες εκείνα τα χρόνια!