Γράφει ο Γιώργος Εμμ. Αυγουστινάκης*
Βρισκόμαστε στα μέσα του Νοεμβρίου. Ο καιρός, δυστυχώς, δε θέλει να μας δείξει πως σε λίγες ημέρες θα μας αφήσεις το Φθινόπωρο. Πριν πολλά χρόνια τέτοια εποχή στην ύπαιθρο χώρα, στα χωριά μας, επικρατούσε μεγάλη κινητικότητα. Τα οργώματα της γης και η σπορά ήταν η βασική εργασία της εποχής. Τότε οι αγρότες μας για πολλές ημέρες, χρησιμοποιώντας το παραδοσιακό ξύλινο αλέτρι ή στην καλύτερη περίπτωση το σιδερένιο, όργωναν και έσπερναν τη γη, για να βγάλουν τον ευλογημένο καρπό για τις ανάγκες της οικογένειάς τους.
Σήμερα δε θα συναντήσουμε παρόμοιες εικόνες στην ύπαιθρο του τόπου μας, όπως περιγράφονται στους στίχους του ποιήματός μου: ” ΟΡΓΩΜΑ ΜΕ ΤΟ ΞΥΛΙΝΟ ΑΛΕΤΡΙ” (ησιόδειο άροτρο).
Ο Ρ Γ Ω Μ Α Μ Ε Ξ Υ Λ Ι Ν Ο Α Λ Ε Τ Ρ Ι
(Ησιόδειο άροτρο)
Εξήντα χρόνια γύρισε οπίσω το μυαλό μου,
πώς εγινόταν τ ‘ όργωμα τότε εις το χωριό μου.
Νοέμβρης μήνας έφτανε , το όργωμα αρχίζει
ο κάθε γεωργός ξανά για το ψωμί πασχίζει .
Βροχές πολλές επέφτανε , μαλάκωνε το χώμα ,
τα χορταράκια φύτρωναν ,πρασινωπό ‘ χε χρώμα .
Ξυπνά ο γεωργός πρωί, άγριο το μπογάζι ,
όλα τα χρειαζόμενα απ ‘ την αποθήκη βγάζει .
Παίρνει τα τα ζυγάλετρα ,παίρνει τον και το ζεύκη ,
τα ζευτικά του χαίρεται , δεν θα τον βγάλουν ψεύτη .
Φορτώνει τα ζυγάλετρα ,παίρνει το σπορικό του ,
βγαίνει από το σπίτι του και κάνει το σταυρό του.
Λαλεί τα βόδια γρήγορα και φτάνει στο χωράφι ,
τα μάτια του σαν να ‘βλεπαν θάλασσα το χρυσάφι .
Γι αυτόν χρυσάφι αληθινό ήτανε το σιτάρι
και με το νου λογάριαζε , ίντα σοδειά θα πάρει .
Τα βόδια ζέφνει στο ζυγό ,τ’ αλέτρι αγκιστρώνει ,
σίδερο τσ’ ακροσταβαράς στα λούρα το γαντζώνει.
Στα κέρατα των δυο βοδιών σκοινιά σφιχτά τα δένει
κι από την άλλη άκρη ντως τα ζώα κουμαντέρνει .
Μα πριν αρχίσει τ ‘ όργωμα ,σακούλα αγκαλιάζει ,
τα σπορικά ‘ πιδέξια γύρω του τα τινάζει .
Σφιχτά πιάνει την έχερη , ισιώνει το αλέτρι ,
αρχίζει έργο όμορφο , ως είναι κι όπως πρέπει .
Η έχερη στηρίζεται γερά εις το ποδάρι
και κάνει το το όργωμα να ‘ χει περίσσια χάρη .
Πίσω αυτή , το υνί μπροστά ,που σχίζει το χωράφι ,
ανοίγει τζι τσι αυλακιές ,δεν πάει ο χρόνος στράφι .
Αυλάκι ανοίγει το υνί ,το χώμα ανασηκώνει
και τα παρούτια βοηθούν το χώμα για να απλώνει .
Το χώμα , αν είναι σκληρό ,το υνί το δυσκολεύγει ,
μα ο ζευγάς κατέχει το και άλλο μηχανεύγει .
Εις την ουρά του ποδαριού πατεί και ανεβαίνει
κι έτσι βαθιά στο έδαφος το υνί όλο και μπαίνει .
Το χώμα αφράτο , μαλακό , τσοι σπόρους τσοι σκεπάζει
και το ζευγά απασχολεί ,μόνο αυτό τον γνοιάζει .
Να σκεπαστεί όλος καλά κι έπειτα να φυτρώσει ,
να μεγαλώσει ογλήγορα , καλά να το μεστώσει
κι ο νους του κάνει σχέδια , τι διάφορο θα δώσει .
Είναι τεχνίτης ο ζευγάς κι οι αυλακιές του ίσιες ,
η μια δίπλα στην άλληνε ,δεν είναι ‘ δα περίσσιες .
Φαίνετ ‘ η τέχνη του ζευγά , τ ‘ αλέτρι πώς το διάχνει ,
στο σύνορο του χωραφιού η αυλακιά σαν φτάνει .
Να μην αφήσει ακάμωτο καθόλου το χωράφι ,
γιατί δε θέλει οι κόποι του ποτέ να πάνε στράφι .
Βραδιάζει και ξεζέφνει τα τα κουρασμένα ζώα ,
για να γυρίσει στο χωριό , έφτασε πια η ώρα .
Γυρίζει , ρίχνει μια ματιά και τη δουλειά στιμέρνει ,
είν ‘ ευτυχής , γιατί μπορεί εις το μυαλό να φέρνει ,
να βλέπει , να φαντάζεται θάλασσα τα χωράφια ,
μεγαλωμένα ,πλούσια ,μεστά σαν τα χρυσάφια.
Το θέρισμα ,τ’ αλώνισμα ,το λίχνισμα και τ’ άλλα ,
περνούν μπροστά στα μάτια του , στα πρώτα του τα ζάλα .
Μ ‘ αυτές τσι σκέψεις στο μυαλό κούραση δεν ανιώνει
κι ως τση Μεσοσπορίτισσας ακόμη κι αν οργώνει .
* Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΜΜ. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΑΚΗΣ είναι συνταξιούχος δάσκαλος
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ:έχερη,ποδάρι,παρούτια,ακροσταβαρά=μέρη του ξύλινου αλετριού
Λούρα=μεγάλοι,μεταλλικοί κρίκοι,εξάρτημα του ζυγού.
Στιμέρνει=εκτιμά,υπολογίζει (και στιμαδόρος=εκτιμητής)
Ζεύτης=τα δυο σχοινιά που έδεναν στα κέρατα των βοδιών, για να τα κατευθύνει ο ζευγάς.
Μπογάζι=δυνατό πρωινό κρύο
Κουμαντέρνει=οδηγεί,ελέγχει
Στράφι=άδικα,μάταια
Διάχνει=χειρίζεται
Ανιώνει (ανιώθει)=καταλαβαίνει,αισθάνεται
Ζευτικά=τα ζώα που μπαίνουν στο ζυγό
Μεσοσπορίτισσα=η γιορτή της Παναγίας στις 21 Νοεμβρίου (Εισόδια Θεοτόκου )