Του Γιάννη Τσαμάνδουρα
Ήταν υπέροχη βραδιά. Ελαφρό αεράκι κατέβαζε την αφούρα χαμηλά και σκέπαζε τον κάμπο. Η κρυάδα μας περνούσε απαλά ακόμα χώνοντας μέσα μας τα παγωμένα νύχια του Απρίλη. Μάρτης ήταν ακόμα με το παλιό και το φεγγάρι μισό μας αποχαιρετούσε λίγο και σιγά σιγά πάνω από τα βουνά του Χώνου. Ο Χαυγάς και η ανατολή μαύριζε . Πίσσα σκοτάδι . Στο κάμπο είχε πέσει ένας γιάτσος απ την ομίχλη και η απόφαση της γειτονιάς ότι , «οι χοχλοί θα σύρνονται σα τα χώματα». Η μικρή μας γειτονιά το Σταύρωμα αλληλέγγυα ένας οργασμός, Ετοίμαζαν τα καλάθια τους λίχνους στην εξόρμηση για χοχλιδομάζεμα.
Είχα την αγωνία γιατί για πρώτη φορά θα γινόμουν και εγώ ένας χοχλιδολόγος.
Πίεσα την γιαγιά να μου δώσει το λύχνο της. Να μου σάσει τα φιτίλια χοντρά- χοντρά για να βγάζουν πολύ φλόγα
Τα ροζιάρικα χέρια από το βελονάκι και τα ρευματικά της δεν μου αρνήθηκα τα φιτίλια σα όφιδες κουλουριασμένα στο λύχνο τα άγια χέρια της γιαγιάς που στρούφιξε στην ποδιά της για να φέγγουν πολύ.
Φόρεσα τη πατατούκα μου δώρο της αμερικάνικης βοήθειας . Ήταν μακρύ το σκασμένο το αμερικανάκι όχι πολύ τρία τέσσερα νούμερα μεγαλύτερο που η κόψη του μου έφτανε στ ‘ αντικλίνια και το χέρι μου ήθελε καμιά τριανταριά πόντους να βγει όξω απ τη μανίκα.
Τα γαλοτσάκια ήταν αγορασμένα από του Χαρουπά έναντι εργασίας τριών μεροκάματων του πατέρα. ¨Ήμουν έτοιμος.
Το καλαθάκι μου , το μπουκάλι με το λάδι , τα φιτίλια δύο στην τσέπη .
_ Να ξεπασουλίζεις το λύχνο να φέγγει καλά . Πάρε και μια μαντήλα να τους δένεις από πάνω να μη σου φεύγουν
Οι τελευταίες οδηγίες της πολύπειρης γιαγιάς.
_ Άντε μάνι –μάνι. Όλοι οι χοχλιδολόγοι έχουν φύγει , έχουν πιάσει τα διάπαντα.
Ακολουθούσα τη Μάννα μου. Περάσαμε το μέγαρο. την πλατειά στράτα, το μεγάλο πηγάδι , το μεγάλο ποταμό
Και προχωρούσαμε όθε του Λιονέτο προς του Μπαγκάλη.
_ Πότε θα ντακάρουμε Μάννα.
_ Πιο κάτω που έχει πολλούς και αμάλαγους .
Πιάσαμε τις παραβολές τα ποντζάλε των πηγαδιών τις βάγγες , άλλους μάζευα, άλλους πατούσα, έκαμα σιρ-μαγιά.
Η μάννα γοργοπόδαρη και πεπειραμένη κάποια στιγμή την έχασα. Πολλούς λύχνους έβλεπα γύρο μου ε δα κατέχει το. Κάποιος από αυτούς θα είναι και ο δικός της , κοντά θα είναι έτσι θαρρευόμουν.
Μάζευα και εγώ από τις παραβολές χοχλίδια μικρά μεγάλα αγέννητα και γεννημένα. Μια στιγμή που φέγγισα το καλάθι μου να δώ την σοδιά μου πιο πολύ ήταν απέξω παρά μέσα.
Απόθεκα το λύχνο χαμε και κλωθογύρισα την μαντήλα στο καλάθι . Κακό άπου έπαθα. Ο παλιογαμπάς μου παρέσυρε το λύχνο και έσβησε. Και εδά ούτε σπίρτα ούτε και πυροβόλο. Εδώ κοντά θα ’ναι η μάννα μου .
Άρχισα να φωνάζω σιγά στην αρχή μετά πιο δυνατά απόκριση καμιά . Αντίλαλος από τα βουνά που φώναζε . Μα έ Μ α α α Μα μαμά πουθενά. Νόμιζα κάποιο από τ’ άλλα λυχνάρια θα με ακούσει. Μα μόνο η ορχήστρα των αφορδακών ηχούσε τριγύρω μου και ολούθε να σκεπάζει το κλάμα μου για να μη το γροικήσει μούτε ο Θεός.
Φώναζα συνεχώς Μα έ Μα δεν έχω λύχνο δεν έχω φώς και το κλάμα μου είχε κάνει κολύμπα.
Εντάκαρα να τουρτουρίζω , δεν ήταν από το κρύο, μα από φόβο και τρομάρα .
Άρχισα να βλέπω ένα σωρό φαντάσματα α Νεράιδες, βιτσίλες, κοράκους, πανώγλες, διαόλους , τριβόλους με πιρούνες με δραπάνια βγαλμένους από την εικόνα της β παρουσίας που ήταν στην εκκλησιά και φοβέριζε για να μην κάνουμε αμαρτίες τρομάζοντας την παιδική μου ψυχή.
Ο φόβος μου όλο και μεγάλωνε . ΟΙ στιγμές αιώνες και εγώ σαν τον άρτικα να στέκω στην ίδια θέση και γύρο μου σα πεταλούδες και μαμούνια οι διάολοι και τα ξωτικά .
Δεν Ξέρω αν με λυπήθηκε ο Θεός γή μάλλον Άγγελος ήταν που ακούγοντας το κλάμα μου ήρθε και μου μοστράρισε το λύχνο κατάμουτρα. Εκείνη την στιγμή άκουσα την μεγαλύτερη αρμονία στη ζωή μου.
_ Μωρέ Γιαννάκη ίντα κάνεις επαέ
Η θεία Ελένη του Δήμο η Ζαχαρούλενα .
_ Σώπα μη κλαις εγώ συναπάντησα τη μάνα σου και ίδια δα έρχεται .
_ Που είναι ο λύχνος σου
_ Δεν Κατέχω που πεσε .
Σε λίγο ήρθε η μάννα μου και με πήρε . Στο καλάθι μου είχε μείνει κολλημένος ένας γδυμνοχοχλιός που τον κουβάλησα στο σπίτι.
Την άλλη μέρα η γιαγιά ίντα μου καμες το λύχνο.
Έτσι ποτέ δεν ξανάκανα τέτοιο σπορ.
Του διαόλου ο χοχλιδολόγος δεν έχει ίντα απογενεί
καπετα-Γιάννης (Καραμέλος)