Γράφει ο Λάμπρος Λιάπης
– Μπαμπά, τί γιορτάζουμε σήμερα; Ρώτησε ένα αγοράκι που ανέμιζε μηχανικά μια μικρή πλαστική Ελληνική σημαία την ώρα της παρέλασης.
Ο μπαμπάς πηρέ αγκαλιά το αγοράκι ώστε εκείνο να βλέπει καλύτερα και του ψιθύρισε οτι θα του απαντήσει στο σπίτι, όταν γυρίσουν.
Η παρέλαση τελείωσε, τα αγήματα αποχώρησαν, τα εμβατήρια σίγασαν, οι μπάντες ξαπόσταιναν, οι φωτογράφοι αποσύρθηκαν και ο κόσμος έσπευδε να πιάσει στασίδι σε καφετερίες και ταβέρνες.
Ο μπαμπάς με τον γιο γύρισαν σπίτι. Εκεί το αγόρι αφού έβγαλε τα καλά του και φόρεσε τη φόρμα του, έτρεξε και υπενθύμισε στο μπαμπά την ερώτηση.
Εκείνος πήγε στο γραφείο του κι έβγαλε από έναν φάκελο μια φωτογραφία. Την έκρυψε διακριτικά στον κόρφο του και πηρέ το αγόρι αγκαλιά στην πολυθρόνα.
– Πριν κάποια χρόνια, πολύ πριν γεννηθείς κι εσύ αλλά κι εγώ ακόμα, κάποιοι ξένοι αποφάσισαν να κατακτήσουν τον κόσμο. Μονό που το αποφάσισαν μονοί τους. Και θέλησαν να το κάνουν με όπλα. Σκοτώνοντας όσους αντισταθούν. Έτσι λοιπόν έστελναν απεσταλμένους σε διάφορα κράτη ζητώντας τους να παραδοθούν. Έστειλαν και στην Ελλάδα έναν τέτοιον. Ο απεσταλμένος αυτός γύρισε πίσω με έναν φάκελο που έγραφε μια λέξη με τρία γράμματα.
ΟΧΙ.
Ένα ΟΧΙ που σφηνώθηκε στα μυαλά των στρατιών του κόσμου και βάλθηκαν να κλείσουν τα στόματα αυτών που το υπερασπίστηκαν.
Μάταια.
Άλλωστε, η Ελλάδα ανεκλήθην γεννούσε Έλληνες.
Και, δεν παλεμένε οι Έλληνες σαν ήρωες μα οι ήρωες παλεμένε σαν Έλληνες.
Αυτό νευρίασε πολύ τους επίδοξους κατακτητές. Αποφάσισαν να εξαφανίσουν από τους χάρτες τη χωρά μας. Γι’ αυτό έστειλαν τις στρατιές του κόσμου ολάκερου. Ιταλούς, Βουλγάρους, Αλβανούς, Γερμανούς. Και μας πολεμούσαν με λυσσά.
Όσο έβλεπαν οτι οι Έλληνες δεν έπεφταν, τόσο λυσσούσαν. Και τόσο θέριευαν την επίθεση. Στα χιονισμένα βουνά. Στις ταραγμένες θάλασσες. Στις ανεμοδαρμένες κορυφές. Στο μπλε του ουρανού μας. Μας χτυπούσαν παντού. Κι εμείς τί ήμασταν; Μια χούφτα λαός. Αν βγάλεις τους γέροντες, τις γυναίκες και τα παΐδια, τί έμενε; Άδω όμως ήταν το λάθος τους. Υπολόγισαν χωρίς όλους αυτούς. Στον πόλεμο αυτόν πήραν μέρος όλοι παιδί μου. Οι γέροντες κράτησαν όπλο. Οι γυναίκες φρόντιζαν τους πολεμιστές. Πολλές από αυτές πολέμησαν πιο γενναία κι από άντρα. Τα παιδιά έκλεβαν ο,τι μπορούσαν και το έδιναν στους δικούς μας. Και οι άντρες μας…
Οι άντρες μας σ’ αυτόν τον ατελείωτο χειμώνα στάθηκαν όρθιοι μπροστά στο θάνατο. Τον έφτυσαν στα μούτρα και φώναξαν μια λέξη που αντήχησε στα πέρατα της γης.
ΑΕΡΑ φώναξαν και σείστηκε το συμπάν. Κι ακούστηκε και στα έγκατα του Ίδη και τρόμαξαν οι εχθροί.
219 μέρες γραφούν τα βιβλία αντισταθήκαν τα παλικάρια αυτά. Χωρίς φαγητό, χωρίς νερό, χωρίς όπλα πολλές φόρες, χωρίς ρούχα ζεστά, χωρίς πολεμοφόδια, χωρίς ανάσα. Κι έπαιρναν στη πλάτη τους λαβωμένους κι έτρεχαν στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου να σώσουν ότι μπορούσε να σωθεί. Και να ξαποστάσουν μια σταλιά. Και μετά πάλι στα χιόνια, με παγωμένα χεριά και πόδια να δαγκώνουν τα χείλη τους και να προσπαθούν να πείσουν τον εαυτό τους οτι δεν έπαθε κρυοπαγήματα, δεν είναι ματωμένοι, δεν είναι ετοιμοθάνατοι. Γιατί αν το πίστευαν αυτό τότε ο εχθρός θα έφτανε στις γυναίκες και τα παΐδια τους. Σε εμάς.
Και σκοτώθηκαν πολλοί. Ούτε ένας μάταια όμως. Κάθε σπίτι έχει κι από έναν σκοτωμένο. Κάθε σπίτι έχει κι από έναν ηρώα. Κάθε σπίτι έχει έναν λόγο να θρηνεί. Και τον ίδιο ακριβώς λόγο να υπερηφανεύεται.
Κι έτσι εμείς οι Έλληνες έχουμε όλοι σχεδόν από μια τέτοια φωτογραφία (βγάζει την φωτογραφία και την δείχνει στο αγόρι).
Το αγόρι αφού την επεξεργάστηκε για μερικά δευτερόλεπτα, σκύβει και φίλιοι την κενή στολή.
– Μπαμπά η στολή αυτή ήταν του πάππου, του μπαμπά σου δηλαδή;
– Ναι παιδί μου, του πάππου απάντησε βουρκωμένος ο μπαμπάς.
– Μπαμπά, κατάλαβα τί γιορτάζουμε σήμερα. Μονό που δεν ξέρω αν είναι μέρα χαράς ή λύπης. Δεν μου αρέσει ο πόλεμος. Παίρνει τους ανθρώπους και αφήνει τις στολές.
Ο πατέρας έσφιξε στην αγκαλιά το αγόρι και φίλησε ευλαβικά κι εκείνος την στολή.
Την στολή που φιλοξένει την ψυχή της Ελλάδας.
Χρόνια πολλά Ελλάδα.