Ο Αλέξανδρος Διάκος γεννήθηκε το 1911 στη Χάλκη της Ρόδου. Τότε το νησί βρισκόταν υπό ιταλική κατοχή και ο Αλέξανδρος, από μικρό παιδί γαλουχήθηκε με τον πόθο και τα ιδανικά της λευτεριάς. Την περίοδο αυτή τα Δωδεκάνησα βρίσκονταν υπό τον ιταλικό ζυγό. Ο Αλέξανδρος, γεννήθηκε και μεγάλωσε με τον πόθο για τη λευτεριά της ιδιαίτερης πατρίδας του και την ενσωμάτωσή της στη Μητέρα Ελλάδα. Από μικρό παιδί κιόλας, μαθητής Γυμνασίου αντιδρούσε στις ιταλικές διαταγές και απαγορεύσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, σε μια επέτειο της 25ης Μαρτίου κατέβασε την ιταλική σημαία που κυμάτιζε στο προαύλιο του Γυμνασίου του και ύψωσε τη Γαλανόλευκη· ήταν μια μεγάλη πράξη, από ένα μικρό παιδί.
Το 1929 φεύγει από το νησί και φθάνει στην Αθήνα, όπου και κατατάσσεται στην Στρατιωτική Σχολή των Ευελπίδων. Από εκεί αποφοιτά και εντάσσεται στις τάξεις του Ελληνικού Στρατού το 1934, ονομαζόμενος Ανθυπολοχαγός Πεζικού.
Η κήρυξη του πολέμου βρίσκει τον Διάκο στο βαθμό του Υπολοχαγού, να υπηρετεί στην Πίνδο. Ο ίδιος ζήτησε να μεταβεί στο μέτωπο. Ο Αλέξανδρος πίστευε πως ήταν η ευκαιρία να αποδείξει γι’ ακόμη μια φορά στον ιταλό κατακτητή, πως«του Έλληνος ο τράχηλος ζυγό δεν υπομένει». Ο Διάκος ορίζεται διοικητής του 2ου Λόχου του 4ου Συντάγματος Πεζικού και ρίχνεται στην πρώτη και τελευταία του μάχη.
Ο δρόμος που ανεβάζει από Ζούζουλη στην Τσούκα διαπερνά μια δασώδη ρεματιά και σε απόσταση περίπου μισής ώρας καταλήγει, ύστερα από μια ανηφόρα, σε ένα εικονοστάσι. Αυτό το εικονοστάσι επέλεξε ο Υπολοχαγός Διάκος για να τάξει τις προφυλακές του. Ο υπόλοιπος λόχος βρισκόταν στη ρεματιά. Ο καιρός δύσκολος με φοβερό κρύο, ιδίως στη ρεματιά όπου βρισκόταν το υπόλοιπο του λόχου. Οι άνδρες κρύωναν. Κάποιοι πλησίασαν τον Διάκο και του ζήτησαν να ανάψουν φωτιές. Μέσα στην νύχτα ήταν επικίνδυνο, καθώς μπορεί να γίνονταν αντιληπτοί από τους ιταλούς. Όμως ο Διάκος ξέροντας πως χωρίς φωτιά, η επιβίωση των ανδρών του θα ήταν αδύνατη και εκμεταλλευόμενος την απόκρυψη που παρείχε η ρεματιά διέταξε ν’ ανάψουν φωτιές και να ζεσταθούν τα παλικάρια του.
Η νύχτα περνούσε ήσυχα, χωρίς τίποτα να διαταράσσει αυτή την ησυχία. Οι άνδρες κοιμόνταν γύρω από τις φωτιές, ο Διάκος σα να ’ξερε, δεν ήθελε να κοιμηθεί, ίσως σκεφτόταν αυτό που θα επακολουθούσε, αυτό για το οποίο τον προόριζε η μοίρα. Ίσως να αναπολούσε την ιδιαίτερη πατρίδα του, που τόσο επιθυμούσε να δει ελεύθερη. Ίσως να σκεφτόταν την εκδίκηση στον κατακτητή, που σκλάβωσε τα Δωδεκάνησα, ίσως επιζητούσε την εκδίκηση.
Η Μάχη
Εκεί μέσα στη νύχτα τον πλησιάζει μια σκιά, ήταν ο έφεδρος Ανθυπολοχαγός Λευτέρης Ντάσκας, διμοιρίτης του λόχου, από τα πρωτοπαλίκαρα του Διάκου, σύντροφος στον αγώνα, και αργότερα σύντροφος και στην αθανασία. Ο Ντάσκας πιστός στο λοχαγό του, το Διάκο, του εξέφρασε την ανησυχία του για την κατάληξη. Ο Διάκος τον καθησύχασε. Δεν πέρασε πολύ ώρα και μια τουφεκιά έπεσε που διέκοψε τη βραδινή γαλήνη. Οι τουφεκιές συνεχίστηκαν. Οι άνδρες πετάχτηκαν, ο Διάκος ήταν ήδη στο δρόμο και έτρεχε προς τις προφυλακές, καλώντας τους διμοιρίτες του να συντάξουν τους άνδρες. Όταν ο Διάκος έφτασε στο εικονοστάσι, ένας λοχίας τον κατατόπισε πρόχειρα. Στο δρόμο, πάνω, ακούστηκαν βήματα και άγνωστες φωνές. Ο σκοπός πρότεινε «αλτ τις ει;», καμία απόκριση. Ήταν ιταλοί. Οι τουφεκιές ξεκίνησαν, και το ιταλικό τμήμα απάντησε με χειροβομβίδες και αυτόματα. Σε λίγο οι πυροβολισμοί σταμάτησαν, ο Διάκος διέταξε παύση. Οι άνδρες του Ντάσκα είχαν έρθει.
Ο λόχος ακροβολίστηκε. Μπροστά ο Διάκος σκαρφάλωνε, πίσω του ο Ντάσκας και οι άνδρες του λόχου. Κανείς δε μιλούσε. Σε λίγο τα ιταλικά πολυβόλα και οπλοπολυβόλα άρχισαν να βάζουν. Ο Διάκος επιτάχυνε, οι σφαίρες περνούσαν από πάνω τους, μερικοί στρατιώτες πληγώθηκαν, ο Διάκος πρόσταξε «εφ’ όπλου λόγχη», οι άνδρες υπάκουσαν και όρμησαν, ο λοχαγός μπροστά και ξωπίσω αυτοί. Οι ιταλοί για να πετύχουν ισχυρό φραγμό ρίχνανε και χειροβομβίδες. Η ελληνική θέληση για λευτεριά με τη λόγχη εφ’ όπλου νίκησε και σε λίγο ο Διάκος έφτανε στην κορυφή της Τσούκας. Οι ιταλοί όμως αντεπιτέθηκαν, οι έλληνες δεν κράτησαν, έφθασαν στους πρόποδες. Ο Διάκος δεν ήθελε να ηττηθεί και δεν έπρεπε: χωρίς την Τσούκα, το Σύνταγμα του Δαβάκη δεν μπορούσε να προχωρήσει. Ο Διάκος διατάζει επίθεση με τη λόγχη. Η Τσούκα ξαναπέφτει στα χέρια μας. Όμως η υποστήριξη των ιταλών με πυρά Πυροβολικού και όλμων σε συνδυασμό με αντεπίθεση επανέφεραν την Τσούκα σε ιταλικά χέρια.
Ο Διάκος ανασυγκροτεί το λόχο του και αντεπιτίθεται σώμα με σώμα, μάταια όμως οι ιταλοί βαστάνε και σπρώχνουν τους έλληνες στη βορειοανατολική πλαγιά. Ο λοχαγός παίρνει ένα μάνλιχερ στο χέρι από ένα νεκρό στρατιώτη.
Μαζεύει τους άνδρες και ζητά να τον ακολουθήσουν στην τελευταία επίθεση. «Εμπρός παιδιά! Εμπρός! Για μιαν Ελλάδα! Για μια μεγάλη Ελλάδα! Για μιαν ελεύθερη Δωδεκάνησο!», «Μαζί σου λεβέντη», αναφώνησαν οι άνδρες και κουρασμένοι και ιδρωμένοι καθώς ήταν, ακολούθησαν με όλη τη δύναμή τους τον λοχαγό. Η πρώτη γραμμή των ιταλών πέφτει. Ο Διάκος σε λίγο βρίσκεται μπροστά σε ένα πολυβολείο, ο στρατιώτης δίπλα του πέφτει νεκρός, ο Διάκος σημαδεύει και ρίχνει στους χειριστές του φίατ. Το πολυβόλο ξαναρίχνει. Ο Διάκος σταματά. Πληγώθηκε. Πέφτει στη γη σαν ήρωας, μόνο έτσι θα μπορούσε να πέσει, όχι σαν κοινός θνητός. «Μας έφαγαν τον Υπολοχαγό», φώναξε ο Ντάσκας καθώς έτρεχε προς τον Διάκο και μια ριπή σωριάζει κι αυτόν στο έδαφος, πιστό εκεί δίπλα στον λοχαγό του. Η Τσούκα εκείνη την ημέρα παρέμεινε στα ιταλικά χέρια, όμως οι μάχες που ακολούθησαν την έφεραν υπό την κατοχή μας.
Η αναφορά που πήρε στα χέρια του ο Συνταγματάρχης Δαβάκης, αργότερα, ανέφερε:
«Πολλαπλάσιαι ιταλικαί δυνάμεις αντεπετέθησαν κατά των οπλιτών του λόχου… Με αδάμαστον αποφασιστικότητα και ακλόνητον θάρρος ο υπολοχαγός Διάκος Αλέξανδρος κατόρθωσε ν’ ανασυντάξη εκ τρίτου τον λόχον, να τον εμψυχώση και να τον ρίψη μετά νέας ορμής εναντίον των λυσσωδώς αμυνομένων ιταλών. Καθ’ ον δε χρόνον δια τέταρτην φοράν ο δοκιμασθείς λόχος εκαλείτο με την λόγχην εφ’ όπλου ν’ αντιμετωπίση νέαν, θραυσθείσαν και αυτήν, αντεπίθεσιν του εχθρού δια της τελικής εφόδου του, ο δε ηρωικός διοικητής του λόχου αυτού, τεθείς επί κεφαλής, εκραύγαζε με φωνήν Άρεως: «Εμπρός, παιδιά, για μια μεγάλη Ελλάδα και μίαν ελεύθερη Δωδεκάνησο», ριπή πολυβόλου τον εφόνευσε». Ο Συνταγματάρχης θαύμασε, ο νεαρός Υπολοχαγός, από την ανελεύθερη Χάλκη έπεσε μαχόμενος για την Πατρίδα του. Μέρες αργότερα κάποιο ελληνικό τμήμα βρήκε το άψυχο, αλλά ηρωικό σώμα του Διάκου, πάνω σε στρώμα από κλαδιά και φύλλα. Από τη στολή του έλειπαν τα κουμπιά.
Ο Υπολοχαγός Αλέξανδρος Διάκος ήταν ο πρώτος έλληνας Αξιωματικός του Στρατού Ξηράς, ανάμεσα στους 13748 νεκρούς και αγνοούμενους του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που έπεσε μαχόμενος για την Πατρίδα στα αιματοβαμμένα βουνά την Πίνδου. Έπεσε μαχόμενος για τα ιδανικά της ελευθερίας, που τόσο ποθούσε για την ιδιαίτερη πατρίδα του τη Χάλκη της Ρόδου.
Έπεσε με τη λέξη Ελλάδα στο στόμα.