Μια μεγάλη μορφή των επαναστάσεων της Κρήτης, η μεγαλύτερη μετά τον πρώτο των Κρητών επαναστατών Ιωάννη Δασκαλογιάννη, ο Μιχαήλ Κόρακας, έκλεινε για πάντα τα μάτια του ένα φθινοπωρινό ξημέρωμα της 7ης Σεπτεμβρίου 1882.
Ήταν 6 λεπτά μετά τις 4 το πρωί, σύμφωνα με το ρεπορτάζ της ηρακλειώτικης εφημερίδας «Μίνως», όταν η ασθενής καρδιά του «αθλητή των κρητικών αγώνων και πατέρα των Κρητών», όπως τον αποκαλούσε η αθηναϊκή εφημερίδα «Αιών», σταμάτησε να χτυπά στο σπίτι του, στην Πόμπια, όπου μόλις πριν από 50 ημέρες είχε επιστρέψει, μετά από απουσία 4 χρόνων στην Αθήνα.
Σα να συναισθανόταν το τέλος, ο Κόρακας έκανε το τελευταίο του ταξίδι καθώς τον «τραβούσε το χώμα του τόπου του», όπως είχε πει παλιός συναγωνιστής του στη θριαμβευτική υποδοχή που του είχε γίνει, όταν ρωτήθηκε από κάποιους του πλήθους, γιατί ξαφνικά επιστρέφει στο Ηράκλειο ο Κόρακας. Ο «Γέρος», όπως ήταν το παρατσούκλι του, έμεινε βαριά άρρωστος στο κρεβάτι του επί ένα μήνα, από τις 7 Αυγούστου, κατά τις εφημερίδες της εποχής, από τις 2 Αυγούστου, σύμφωνα με τον επικήδειο του Γεωργίου Ι. Κουταντάκη, τον οποίο εκφώνησε κατά την τελετή της ταφής. Η κηδεία του μετατράπηκε σε μια συγκέντρωση των επαναστατών απ’ όλο το νησί, καθώς ήταν αφορμή όχι μόνο να αποτίσουν φόρο τιμής στη μνήμη του μεγάλου αρχηγού τους, αλλά παράλληλα να δώσουν το μήνυμα στον Τούρκο κατακτητή, που μετά από μια περίοδο κατά την οποία εφαρμόστηκαν πιο φιλελεύθερα μέτρα, σκλήραινε και πάλι τη στάση του, ότι ήταν εδώ, όλοι μαζί. Ανάλογο κλίμα υπήρχε κατά την υποδοχή του ήρωα στο λιμάνι του Ηρακλείου, στις 13 Ιουλίου.
Ο Μιχαήλ Κόρακας, όπως αρχικά ήταν το επώνυμό του, είχε γεννηθεί στην Πόμπια το 1797. Ο πατέρας του Νικόλαος Καρούζος, από τα πρώιμα χρόνια της τουρκοκρατίας, τον 18ο αιώνα, χτυπούσε τους Τούρκους, πέφτοντας πάνω τους σαν κόρακας. Κι έτσι έμεινε αυτό το επώνυμό στην οικογένεια, όπως ανέφερε στον επικήδειο λόγο του για τον μεγάλο νεκρό ο Γεώργιος Ι. Κουταντάκης. Ο επικήδειος εκφωνήθηκε στην κηδεία του Κόρακα, την Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου, στο κοιμητήριο της Πόμπιας, και δημοσιεύτηκε σε δύο συνέχεια στην εφημερίδα «Μίνως», στις 25 Σεπτεμβρίου και 2 Οκτωβρίου 1882.
Ο πόθος για ελευθερία τού μεταδόθηκε από τον πατέρα του. Και νεαρός ακόμη ο Κόρακας απέδειξε ότι ήταν γενναίος και ατρόμητος, όταν ενώ ήταν στη δούλεψη ενός Τούρκου αγά της περιοχής με το όνομα Αλήκος, όπως ανέφερε ο Γ. Κουταντάκης, σκότωσε μια μέρα τον αγά όταν τον άκουσε να υβρίζει τη χριστιανική θρησκεία και τον ίδιο, χωρίς λόγο. Αυτή ήταν η πρώτη σελίδα από έναν ένδοξο και ηρωικό βίο. Τα όπλα που πήρε από τον Τούρκο αξιωματούχο ήταν αυτά με τα οποία μπήκε στον αγώνα της μεγάλης επανάσταση του 1821. Υπηρέτησε στην ομάδα του Χουλογιάννη και στη συνέχεια του περίφημου Μαλικούτη, στην οποία ήταν πολλές μορφές του αγώνα του 1821. Ανάμεσά του και ο Ξωπατέρας. Επί σχεδόν τρία χρόνια υπήρξε αρματωλός. Το 1822 με δύο μόνο συντρόφους του απελευθέρωσε στις Γκαγκάλες 39 κορίτσια από το χωριό του τα οποία είχαν αρπάξει οι Τούρκοι, ενώ λίγο αργότερα, μαζί με τον αδελφικό του φίλο Τσακίρη και τον Πετρογιάννη σκότωσε 13 Τούρκους. Η φήμη του είχε αρχίσει πλέον να ξεπερνά τα όρια της περιοχής του, όταν σκοτώνει μαζί με άλλα παλικάρια τον αιμοβόρο Αγριολίδη πασά, τον δυνάστη της Μεσαράς.
Ζώντας στα βουνά, συνέχισε τη δράση του που τον έκανε γνωστό σ’ όλη την Κρήτη. Από το 1825, κι ενώ φαινόταν ότι η επανάσταση στο νησί είχε καταπνιγεί, διέφυγε αρχικά στην Πελοπόννησο και στη συνέχεια στη Στερεά Ελλάδα και συνέχισε τον αγώνα, ενώ υπό τον Καραϊσκάκη συμμετείχε στη μάχη της Ακρόπολης. Όλη η ζωή του είχε αυτή την πορεία. Επέστρεψε στην Κρήτη, συνέχισε να μάχεται τους Τούρκους με δικό του στρατιωτικό σώμα. Προς το τέλος της επανάστασης του 1821 έγινε πειρατής και χτυπούσε τους Τούρκους στο Αιγαίο. Όταν οι μεγάλες δυνάμεις συγκρότησαν το πρώτο μικρό ελληνικό κράτος και εξαίρεσαν απ’ αυτό την Κρήτη, παραδίδοντας το νησί και πάλι στους Τούρκους για να το πουλήσουν οι τελευταίοι στον αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή, έφυγε για το Ναύπλιο. Το διάστημα εκείνο η κυβέρνηση του ελληνικού κράτους, και σε αναγνώριση των υπηρεσιών του στην πατρίδα, του προσέφερε το βαθμό του λοχαγού, αλλά εκείνος τον αρνήθηκε, θεωρώντας ότι δεν έδωσε μάχες για να πάρει ανταλλάγματα. Κι ούτε, φυσικά, είχε κλείσει τους λογαριασμούς του με τον επαναστατικό αγώνα.
Το 1833 επέστρεψε στην Κρήτη για να συμμετάσχει στην επανάσταση κατά της αιγυπτιοκρατίας. Το 1841, στην επανάσταση των Χαιρέτη και Βασιλεογιώργη, έσωσε 300 μαχητές που είχαν αποκλείσει οι Τούρκοι στον Ξυδά. Στο κίνημα του Μαυρογέννη, το 1858, πήρε και πάλι μέρος, ενώ στη μεγάλη επανάσταση 1866-69 πρωταγωνίστησε ως γενικός αρχηγός των 12 ανατολικών επαρχιών, των τμημάτων Ηρακλείου και Λασιθίου. Αν και τα χρόνια είχαν περάσει, δεν φάνηκαν να τον βαρύνουν. Συμμετείχε σε δεκάδες μάχες σ’ όλη την ανατολική Κρήτη κι έγραψε τη δική του ιστορία. Ως γενικός αρχηγός των 12 ανατολικών επαρχιών πολέμησε και στην επανάσταση του 1878, παρά το γεγονός ότι είχε ήδη υπερβεί το 80ο έτος της ηλικίας του. Μετά απ’ αυτή την επανάσταση, που έστω και προσωρινή βελτίωσε, τουλάχιστο, τις συνθήκες ζωής των χριστιανών, καθώς η Τουρκία υποχρεώθηκε να υπογράψει τη Σύμβαση της Χαλέπας παραχωρώντας στοιχειώδη προνόμια στους Κρήτες, ο Μιχαήλ Κόρακας έφυγε για την Αθήνα, όπου έμεινε με τα παιδιά του μέχρι το καλοκαίρι του 1882.
Με σοβαρά καρδιακά προβλήματα, και προαισθανόμενος, προφανώς, το τέλος, αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρική γη και να πεθάνει. Στο ταξίδι του τον συνόδευε ο γιός του Αριστοτέλης, ανθυπολοχαγός ακόμη του ελληνικού στρατού, που τον διαδέχτηκε στη γενική αρχηγία των ανατολικών επαρχιών στην επανάσταση του 1897 – 98. Από την εφημερίδα «Μίνως» της 17ης Ιουλίου 1882 πληροφορούμαστε ότι πατέρας και γιός έφτασαν στο λιμάνι του Ηρακλείου την Τρίτη 13 Ιουλίου.
Το Σάββατο 7 Αυγούστου, ο «Αιών» της Αθήνας δημοσίευσε μια εκτενή επιστολή από το Ηράκλειο, με ημερομηνία 26 Ιουλίου, με την περιγραφή της επιστροφή του Κόρακα. Η υποδοχή χιλιάδων λαού, ακόμη και Τούρκων, ήταν «ενθουσιωδεστάτη και ηγεμονική», όπως ανέφερε το κείμενο το οποίο έφερε ως υπογραφή τα αρχικά Ν.Β. Την παραμονή της άφιξης, στην πόλη του Ηρακλείου υπήρχε κλίμα σα να ήταν επόμενη ημέρα Πάσχα, έγραφε χαρακτηριστικά. «Ουδέν άλλο ήκουέ τις πανταχόθεν, ή ανεχώρησεν ο Γέρος, έρχεται ο Γέρος», σημείωνε, ενώ την ώρα της άφιξης του αυστριακού ατμόπλοιου “Tibisto”, στις 2.30 το μεσημέρι «έστησεν χιλιάδες γλώσσαι και καρδίαι και ηγέρθησαν μανδύλια, κινούμενα εις τον αέρα και χαιρετίζοντα το ατμόπλοιον εξ ου αντεχαιρετίσθησαν υπό δύο μανδηλίων».
«Αίφνης – πρόσθετε η επιστολή- ως εξ ενός στόματος μία ηκούσθη ενθουσιώδης βροντή εκ χιλιάδων στομάτων λαού, πληρούντος την προκυμαίαν και τα πλοία του μικρού μας λιμένος:
-Καλώς ήλθες γενναίες αρχηγέ μας, καλώς ήλθετε! Ο δε γέρων εις δάκρυα συγκεκινημένος απεκρίνετο:
-Καλώς σας ηύρα, παιδιά μου, σας ευχαριστώ παιδιά μου!»
Ο Κόρακας αποβιβάστηκε σε μια αποβάθρα που είχε κατασκευαστεί για την άφιξη στο Ηράκλειο το σουλτάνου Μετζίτ. Απ’ αυτήν αποβιβάζονταν συνήθως οι πασάδες. Όχι όμως και άλλοι επισκέπτες. Μόνο ο Κόρακας αποβιβάστηκε εκεί, γιατί εκεί είχε συγκεντρωθεί ο κόσμος. Ήταν μια κίνηση συμβολική, έγραφε η εφημερίδα, καθώς ο λαός του Ηρακλείου ήθελε μ’ αυτό τον τρόπο να αποδείξει ότι «αποσπά τα ηγεμονικά δικαιώματα από του κατακτητού Σουλτάνου και αποδίδει ταύτα εις τους αρχηγούς της πατρίδος, οίτινες θα παραδώσωσιν αυτήν ελευθέραν εις τον αρχηγόν του έθνους».
Η περιγραφή της υποδοχής στους δρόμους της πόλης ήταν εντυπωσιακή. Ο Κόρακας προχωρούσε με τιμητική συνοδεία τους οπλαρχηγούς των επαρχιών και το πλήθος τον αγκάλιαζε, τον επευφημούσε και του φιλούσε τα χέρια. Επί τρεις ημέρες παρέμεινε στην πόλη και τον επισκέπτονταν για να τον χαιρετήσουν όχι μόνο οι χριστιανοί, αλλά και οι Τούρκοι του Ηρακλείου, ενώ την τρίτη και τελευταία ημέρα της παραμονής του στο Μεγάλο Κάστρο τον δεξιώθηκε ο Τούρκος διοικητής Εσαάτ βέης στο διοικητήριο!
Η διαδρομή μέχρι την Πόμπια κράτησε μία ολόκληρη ημέρα, καθώς σε κάθε χωριό τον σταματούσε ο κόσμος και οργάνωνε πανηγυρική υποδοχή. Σ’ όλο το δρόμο τον συνόδευαν ιππείς, ενώ και ο ίδιος πήγε έφιππος. Όταν ήθελε ακόμη μία ώρα να φτάσει στην Πόμπια, ήχησε πυροβόλο για να ειδοποιήσει τους κατοίκους, και σώμα 200 ιππέων εμφανίστηκε στην πεδιάδα για να τον προϋπαντήσει. Στην είσοδο του χωριού έφτασε απόγευμα και εκεί ήταν μαζεμένοι όχι μόνο οι χωριανοί αλλά και οι κάτοικοι των γύρω χωριών. Ήθελαν να δουν και να υποδεχτούν ένα θρύλο. Η υποδοχή έγινε με τη συνοδεία των ήχων του πυροβόλου, ενώ στο κωδωνοστάσιο κυμάτιζε μεσίστια η σημαία του Γενικού Αρχηγείου, διάτρητη από τις τούρκικες σφαίρες που είχε δεχτεί στις μάχες που έδινε επί δεκαετίες ο μεγάλος ήρωας. Υπολογίζεται ότι στη ζωή του συμμετείχε σε 100 μάχες! Τα πανηγύρια για την υποδοχή κράτησαν 3 ημέρες και νύκτες.
«Τι εσήμανεν άρα γε η πανηγυρική αύτη υποδοχή του χριστιανικού λαού προς τον μέγα αρχηγόν των επαναστάσεων κατά της τουρκικής δεσποτείας;», κατέληγε η επιστολή που δημοσίευσε ο «Αιών». «Τι άλλο ή την τρανωτάτην διαμαρτύρησιν κατά της κυριαρχίας του Σουλτάνου και το ισχυρότερον ράπισμα κατά πρόσωπον της Πύλης δια την περιφρόνησιν, μεθ’ ης προσηνέχθη αύτη προς την τελευταίαν Συνέλευσιν των αντιπροσώπων του χριστιανικού λαού, ου τα πνεύματα έκτοτε εισί κατάφορτα εθνικού ηλεκτρισμού;»
Από τον επικήδειο του Κουταντάκη μαθαίνομε ότι λίγες ημέρες μετά, στις 2 Αυγούστου, ο Κόρακας ασθένησε και πάλι με την καρδιά του. Ενώ ήταν κλινήρης, συνέταξε τη διαθήκη του και τον Δεκαπενταύγουστο, που για λίγο βρήκε τις δυνάμεις του, επισκέφτηκε τα μοναστήρια της Θεοτόκου, στα Καλύβια, και της Οδηγητρίας.
Με την επιστροφή του κατέπεσε και δεν σηκώθηκε ποτέ πλέον. Άφησε την τελευταία του πνοή τα ξημερώματα της Τρίτης 7 Σεπτεμβρίου, ενώ η κηδεία του έγινε την επομένη.
Τιμητική φρουρά τα παλικάρια του. Ο Γεώργιος Γερωνυμάκης, ο Απόστολος Κατεχάκης, ο Δημήτριος Τσικριτσάκης (Τσικριτσής), ο Ευθύμιος Χαιρετάκης, ο Γιαννίκος και ο Γ. Φραγκάκης. Ακόμη, 100 παλικάρια είχαν παραταχθεί με τα πυροβόλα σεσαπώ αντεστραμμένα, σε ένδειξη πένθους.
Στο μνημόσυνο, που έγινε τη Δευτέρα 18 Οκτωβρίου στον Άγιο Μηνά, εκφώνησε λόγο ο Αντώνιος Μιχελιδάκης, σύντροφος του Κόρακα στους αγώνες από το 1866, γυμνασιάρχης τότε στο Ηράκλειο. «Επί ολόκληρον βίον ανθρώπου ο Κόρακας ηγωνίζετο και επολέμει, επολέμει και ηγωνίζετο», τόνιζε εκείνη την ημέρα ο Α. Μιχελιδάκης. «Παν έθνος, και πας λαός, όπως και το ανθρώπινον σώμα, έχει εγκέφαλον, χείρας και καρδίαν. Ο Κόρακας ήκμασεν εις εποχήν καθ’ ην δυστυχώς ουδαμώς ήτο ανάγκη σκέψεως, αλλά μόνον καρδίας ευγενούς συγκινουμένης εκ των παθημάτων της πατρίδος και στιβαράς χειρός ικανής προς ενέργειαν. Ο Κόρακας ήτο η καρδία και η δεξιά χειρ της πατρίδος».
Πηγή: Αλέκος Α. Ανδρικάκης – Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ