Συμπληρώνονται σήμερα 14 χρόνια από την ημέρα που έφυγε από τη ζωή ο Λεωνίδας Κλάδος.
Ο μεγάλος λυράρης, που άφησε εποχή στην κρητική μουσική!
Το “e-mesara.gr” δημοσιεύει, ένα μικρό αφιέρωμα στη μνήμη του:
Ο Λεωνίδας Κλάδος γεννήθηκε στα Πλατάνια Αμαρίου το 1925. και πέθανε στις 12 Νοεμβρίου 2010, σε ηλικία 86 ετών Ήταν γιός του Δημήτρη Κλάδου κτηνοτρόφου από τα Λειβάδια Μυλοποτάμου γνωστός ως Χωρίστρης. Μητέρα του ήταν η Χρυσή Ανδρέα Λίτινα. ΄Έμειναν και έζησαν στα Πλατάνια αποκτώντας 8 παιδιά εκ των οποίων το δεύτερο είναι ο Λεωνίδας. Φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο Πλατανίων, αλλά λόγω έλλειψης δασκάλου παρακολούθησε μαθήματα και σε άλλα δημοτικά της γύρω περιοχής μεταξύ αυτών και αυτό του Μοναστηρακίου. Ήταν εξαίρετος μαθητής, λόγω όμως οικονομικών δυσχερειών δεν προχώρησε στα γράμματα.
.. Όταν μπήκαν οι Γερμανοί στην Κρήτη το 1941 ο πατέρας μου για να μας προστατεύσει έκανε κάτι που έκαναν και πολλοί άλλοι οικογενειάρχες τότε, μας ανέβασε και μας εγκατέστησε σε μια σπηλιά στο Ψηλορείτη. Εκεί, το 1942, ένας θείος μου που πελεκούσε φελλό κι έφτιαχνε διάφορα αντικείμενα έφτιαξε και μια λύρα για να την δώσει στα παιδιά να παίζουν. Όλα τα παιδιά από περιέργεια την έπιασαν για λίγη ώρα, εγώ ήμουν ο μόνος που δεν την ξανάφησα από τα χέρια μου. Για να μην ενοχλώ τους υπόλοιπους απομακρυνόμουν από την σπηλιά και δεν ασχολιόμουν με τίποτα άλλο εκτός από τη λύρα. Μέσα σε δεκαεπτά μέρες έμαθα να την κουρδίζω και σε εικοσιπέντε μέρες έβγαλα τον πρώτο μου σκοπό. …
… Το 1951 κατέβηκα σε ένα γλέντι στο χωριό Σκούρβουλα της Μεσσαράς στην γιορτή της Παναγίας της Υπαπαντής. Το γλέντι αυτό ήταν αιτία και δεν ξαναγύρισα ποτέ στο χωριό μου. Στις πέντε (!!) μέρες που κράτησε γνώρισα πολλούς Μεσσαρίτες, καλλιτέχνες και μη, από το γλέντι στα Σκούρβουλα με πήγαν σε ένα άλλο γλέντι στον Πλάτανο και ούτω καθεξής με αποτέλεσμα να γίνω γνωστός στην περιοχή της Μεσσαράς, να γνωρίσω και την γυναίκα μου εκεί και να μείνω πλέον μόνιμα στις Μοίρες…
Οι γονείς του τον προέτρεψαν και πήγε να μάθει την τέχνη του τσαγκάρη στο Βυζάρι στου Κούνουπα του Στεφανή, όπου πηγαινοερχόταν για τρία χρόνια. Σαν παιδί βοηθούσε στην εκκλησία και ήταν δίπλα στον παππού μου από τις Λαμπιώτες παπα-Γιάννη Σιγανό, ο οποίος διέκρινε από πολύ νωρίς τις μουσικές και φωνητικές ικανότητες του Λεωνίδα και τον προώθησε στο ψαλτήρι.
Έτσι λοιπόν η εκκλησία υπήρξε ένα από τα πρώτα του βιώματα, όσον αφορά το χώρο της μουσικής… Τα πρώτα ακουστικά ερεθίσματα ήταν οι μαντιναδολόγοι και οι βοσκοί της περιοχής. Στα πρώτα του βήματα σημαντικό ρόλο έπαιζαν οι λυράρηδες της περιοχής ιδιαιτέρως ο Κουρούπης από το Μέρωνα και ο Καπαρός ο Λευτέρης από το Άνω Μέρος οι οποίοι κατά τον Κλάδο έπαιζαν σωστά και μελετημένα.
Παράλληλα στο χώρο της Κρητικής μουσικής έκανε τα πρώτα του βήματα και ένας άλλος μεγάλος Αμαριώτης καλλιτέχνης ο Ροδάμανθος Ανδρουλάκης. Συχνά βρισκόντουσαν στον Οψυγιά οπού μαζί τελειοποιούσαν το παίξιμο τους γι’ αυτό και παρατηρεί κανείς κοινά στοιχεία. Την περίοδο αυτή συνθέτει στον Κισσόσπηλιο του Ψηλορείτη τον πρώτο του σκοπό τον οποίο για ειδικούς λόγους δεν έχει ακόμα ηχογραφήσει.
Παρά την αντίδραση των γονιών του να γίνει επαγγελματίας λυράρης εκείνος είχε ήδη πάρει το βάπτισμα, τίποτα δεν μπορούσε να τον σταματήσει από τη λύρα του. Όπου γλέντι, γάμος βαπτίσεις νάσου και ο Λεωνίδας να μαγεύει τους πάντες με τις κοντηλιές του. Το 1945 έως 1947 παίζει στο Ρέθυμνο κάθε βράδυ στο ζαχαροπλαστείο του Κλαψινού, όπου προωθείται από το πασίγνωστο λαγουτιέρη Γιάννη Μπερνιδάκη (Μπαξεβάνη) και πλέον γίνεται γνωστός σε όλο το Νομό.
Το 1947 κατατάσσεται στο στρατό, όπου υπηρετεί για 29 μήνες. Επιστρέφοντας συνεχίζει και συνεργάζεται πάντα με κορυφαίους λαγουτιέρηδες Μαρκογιαννάκη, Κοτσιφό, Παχουντάκη, τον μπουλγαρίστα Στέλιο Φουσταλιέρη κ.α. Ταυτόχρονα γνωρίζεται με τους κορυφαίους λυράρηδες Λαγό, Καρεκλά, Σκορδαλό, Καλογρίδη. Η φήμη του γρήγορα ξεπερνά τα όρια του νομού.
Το Φεβρουάριο του 1951 βρίσκεται στη Μεσσαρά, όπου γίνεται δεκτός με ενθουσιασμό και αγάπη στις διάφορες εκδηλώσεις της περιοχής. Συχνά έπαιζε στο καφενείο του Μιχάλη Τζωρτζάκη στη πλατεία των Μοιρών, όπου γνωρίστηκε με την κόρη του την Κλειώ. Παντρεύονται το 1953 και αποκτούν 2 γιούς και 2 κόρες. Από τη χρονική περίοδο αυτή γίνεται μόνιμος κάτοικος Μοιρών, όπου ο κόσμος τον αγκαλιάζει ως γνήσιο Μεσσαρίτη και ο ίδιος ανταποκρίνεται. Το 1957 δημιούργησε το πρώτο του έργο στίχοι, μουσική, εκτέλεση δική του “¨Όταν κοιμάται ο δυστυχής”.
Από το 1961 διακόπτει την καλλιτεχνική του ενασχόληση για λόγους υγείας.. Ύστερα από επίμονη παρότρυνση φίλων ξαναρχίζει να παίζει και ταυτόχρονα επιστρέφει στις ζωντανές εμφανίσεις και δισκογραφία. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ήταν από τους πρώτους που ανέβασαν τα καλαματιανά και τα Ευρωπαϊκά ταγκό και βάλς. Επίσης πρέπει να αναφέρουμε ότι έχει εκλεχτεί αντιδήμαρχος Μοιρών και δύο φορές Δημοτικός Σύμβουλος. Παράλληλα δημιούργησε Βιομηχανία παγωτών τη “Λύρα” και εργοστάσιο ζαχαροπλαστικής στις Μοίρες όπου εξακολουθεί να λειτουργεί.
Στα Σκούρβουλα γνωρίστηκε με τον Καστελλολευτέρη , μια γνωριμία σταθμός γι’ αυτόν και απαρχή για τη μουσική του σταδιοδρομία. Εκτός από σπουδάιος καλλιτέχνης θεωρείται κι επιτυχημένος επαγγελματίας. Αφού συνεργάστηκε αρκετό διάστημα με τον Καστελλολευτέρη, γνώρισε και συνεργάστηκε επίσης μέ άλλους σπουδάιους μουσικούς όπως ο Νίκος Μανιάς, ο Μανώλης Κακλής, ο Παντελής Κρασαδάκης, ο Δημήτρης Σκουλάς κ.α.
Εργάστηκε σε πολλά κέντρα των Αθηνών και της Κρήτης, έχει πάιξει σε πάρα πολλά γλέντια και γιορτές και έχει κάνει αρκετές περιοδείες στο εξωτερικό. Δισκογραφικά έχει να επιδείξει ένα χρυσό δίσκο “Όταν κοιμάται ο δυστυχής” και συνολικά 35 μεγάλους δίσκους 33 στροφών, 15 μικρούς (45 στροφών) και δεκάδες κασσέτες. “¨Ευχαριστώ το Θεό που μου’δωσε αυτό το χάρισμα, ότι πιο πολύτιμο για μένα. Η λύρα με δίδαξε και με γνώρισε μ’ όλα τα στρώματα των ανθρώπων”. Παλιότερα έμπαινε στο στούντιο χωρίς να έχει ετοιμάσει τη δισκογραφική του δουλειά και την ολοκλήρωνε εκεί.
Ο ίδιος χαρακτηριστικά τονίζει: “Έμπαινα στο στούντιο και αντί για δύο τραγούδια έγραφα δώδεκα. ¨Έρχεται αυθόρμητα ο οραματισμός της στιγμής”. Τι σιγουριά, τι ταλέντο, τι αστείρευτη έμπνευση και δημιουργικότητα! ¨Όσο όμως τα χρόνια περνούν δεν δικαιολογεί τους αυτοσχεδιασμούς και τη νεανική ορμητικότητα, πολυδουλεύει τις συνθέσεις και τις επεξεργάζεται τέλεια.
Η τεχνική του χαρακτηρίζεται από ποικίλες και γρήγορες εναλλαγές ενώ η ποιότητα του ήχου έχει μια έντονη γλυκύτητα που σε συναρπάζει. Πολλοί λένε σήμερα, ότι με τη λύρα του Κλάδου μερακλώνουν, ενθουσιάζονται, είναι η λύρα που τους αρέσει και τους ταξιδεύει σε κόσμους παραμυθένιους και παραδεισένιους.
Κάτι πολύ ενδιαφέρον είναι πως ο Κλάδος πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα του καιρού του που ήθελε οπωσδήποτε τους λυράρηδες και τραγουδιστές, δεν τραγούδησε ποτέ του. Σε μια εποχή που όλοι έκαναν καριέρα τραγουδώντας, εκείνος έμεινε στην ιστορία χωρίς να πει ούτε μια μαντινάδα.
Για οσους θελουν να ξερουν ο Λεωνιδας Κλαδος σε ολη του την δισκογραφια τραγουδησε ενα μονο κομματι ο ιδιος. Τιτλος του τραγουδιου ”ολος ο κοσμος με μισει” και ηταν τρομερος και στο τραγουδι αλλα επαθε ζημια στις φωνητικες χορδες και δεν ξανατραγουδησε γιατι χαλασε η χρεια της φωνης του και οπως μου εχει πει ο ιδιος δεν ηθελε να μειωσει την αξια της λυρας του.
Ο Λεωνίδας Κλάδος εκτός του ότι έχει αφήσει πολλά μουσικά ακούσματα -άξια μελέτης- στο παρελθόν. Πολλοί ήταν αυτοί που ζήλευαν και τον ζηλεύουν για την γρηγοράδα στα γυρίσματα του πάνω στις χορδές της λύρας.
Αξίζει να αναφέρουμε επίσης ότι Ο ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΟΝΟΣ ΛΥΡΑΡΗΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΤΟΥ ΔΩΘΗΚΕ ΤΟ ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ να πραγματοποιήσει ΡΕΣΙΤΑΛ (η λέξη ΡΕΣΙΤΑΛ δεν ειπώθηκε τυχαία ΓΙΑΤΙ ΣΤΑ ΓΛΕΝΤΙΑ ΠΟΥ έχουμε ΖΗΣΕΙ ΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΤΟ ΚΟΙΝΟ ΤΟΝ ΦΩΝΑΖΕΙ ΜΑΕΣΤΡΟ, ΜΠΕΤΟΒΕΝ κάτι που σίγουρα δεν γίνεται καθόλου ΑΔΙΚΑ). Ο Λεωνίδας Κλάδος έφυγε από κονά μας πλήρης ημερών σε ηλικία 85 ετών την Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010.
Ο Λεωνίδας Κλάδος είχε πει για τον Κ. Μουντάκη το 2001 :
«Τον Μουντάκη τον εγνώρισα το ’47 σαν χωροφύλακα στο Ρέθυμνο. Επαιζε λίγο λύρα, αλλά όχι αξιόλογη. Οταν μετατέθηκε στην Αθήνα, εργάστηκε τόσο σκληρά, που είχε μεγάλα αποτελέσματα. Δεν πίστευα στα αυτιά μου όταν τον ξανάκουσα. Ο Σκορδαλός ήτονε ωραίος στα συρτά, αλλά ο Μουντάκης ήτονε ωραίος σε όλα. Θα περάσουνε πολλά χρόνια, ίσως και αιώνες, για να βγάλει η Κρήτη ξανά Μουντάκη». Είναι φανερός ο θαυμασμός του Κλάδου, ο οποίος μιλά για τα έργα και τις ημέρες του κορυφαίου δημιουργού και φίλου του, Κώστα Μουντάκη με ιδιαίτερα εντυπωσιακό τρόπο.
Ο Λεωνίδας Κλάδος είχε πεί για τον Μανώλη Λαγό:
«Ο Μανώλης ο Λαγός έχει προσφέρει πολλά στην κρητική μουσική. Την εποχή που μεσουρανούσε ο Μανώλης Λαγός εγώ ήμουν στις αρχές μου. Ήμουν μικρό παιδί και είχα πάει στο πανηγύρι του Αϊ Γιαννιού στον Πλατανιά που έπαιζε ο Λαγός. Κάποια στιγμή άφησε τη λύρα του για να κουβεντιάσει με κάτι φίλους από τα Χανιά. Εγώ την άρπαξα και έπαιζα τους σκοπούς του. Ο Λαγός εντυπωσιάστηκε που εγώ δεν είχα κλείσει τα 14 μου και έπαιζα τόσο καλά. «Θα γίνεις μεγάλος καλλιτέχνης» μου είπε, έτσι πρωτογνώρισα τον Λαγό. Ήταν μεγάλος οργανοπαίκτης στην εποχή του. Ήταν ο καλύτερος».
Πηγές: amariotes.com, Περιοδικό “Στιγμές”.
Πηγή: kritikiparadosi.gr