Η μητέρα μου δε μου έδινε σημασία
και για να με προσέξει τραγουδούσα.
Ήξερα ότι είχα ωραία φωνή.
Έτσι το τραγούδι έγινε το φάρμακο
κατά των συμπλεγμάτων μειονεξίας
που ένιωθα.
Η μητέρα μου επιχείρησε αρχικά
να με γράψει στο Ωδείο Αθηνών,
το σπουδαιότερο σε όλη τη χώρα,
όμως την ειρωνεύτηκαν.
Τι θα έκαναν, είπαν,
μ’ ένα κορίτσι δεκατριών ετών;
Τότε,
παριστάνοντας τη δεκαεξάχρονη,
μπήκα σε άλλο Ωδείο, στο Εθνικό.
Την επόμενη χρονιά
πέτυχα το στόχο μου και πέρασα,
έπειτα από εξετάσεις στις οποίες
διέπρεψα, στο Ωδείο Αθηνών.
Στο Ωδείο
αφιέρωσα περισσότερες ώρες
απ’ όσες επιβαλλόταν.
Στερήθηκα τις χαρές της εφηβείας
και τις αθώες απολαύσεις της,
αυτές που είναι
αφελείς και αναντικατάστατες.
Αφού τραγουδήσεις,
μετά πρέπει να ερμηνεύσεις.
Στο Ωδείο μαθαίνεις να τραγουδάς
αλλά από το σημείο εκείνο,
πρέπει να κάνεις ένα άλμα
και να γίνεις καλλιτέχνης.
Εκεί είναι όμως που αρχίζουν
οι δυσκολίες.
Το 1945 πληροφορούμαι
ότι ο Ράλλης, ο τότε πρωθυπουργός,
είχε δεχτεί επίσκεψη από το σύνολο
των συναδέλφων μου.
Είχαν πάει να διαμαρτυρηθούν
και απείλησαν
να προχωρήσουν σε γενική απεργία
αν πρωταγωνιστούσα ξανά στη Λυρική.
Τους έθιγε το γεγονός
πως ένα κορίτσι είκοσι ενός ετών
ερχόταν να αναμετρηθεί με καλλιτέχνες
του δικού τους διαμετρήματος
και της δικής τους ηλικίας.
Εντελώς αναπάντεχα το αμερικανικό
προξενείο μού πρόσφερε το εισιτήριο
να επιστρέψω στην Αμερική.
Θα το εξοφλούσα, μου είπαν,
όποτε μπορούσα.
Ο διευθυντής της Λυρικής σκηνής
ήταν ιδιαίτερα αμήχανος
όταν με κάλεσε να μου εξηγήσει
πως δε μπορούσα πια να αναλάβω
πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Αφού τον άφησα να ψελλίσει
ένα σωρό δικαιολογίες,
έπειτα του ανακοίνωσα
πως έφευγα για την Αμερική,
προσθέτοντας:
”Ας ελπίσουμε
να μην το μετανιώσετε μια μέρα…”
Μαρία Κάλλας
Σαν σήμερα,
το 1977, έφυγε από τη ζωή.
Πηγή: Πρόσωπα