Ιερά Μονή Αγίου Αντωνίου και Αγίου Θωμά – Βροντήσι. Από αριστερά: Εμμανουήλ Τσικριτζάκης ή Σκουρομανόλης, Καπετάν Πετρακογιώργης, (;), Μανιδάκης Νικόλαος (Ζαρός), Βεϊσάκης Κωνσταντίνος και ο Γεώργιος Καργάκης ή Ψαρογιώργης. Φωτογραφία Κωνσταντίνος Κουτουλάκης, 1945
Γράφει ο Γιώργος Α. Καλογεράκης*
Την Κυριακή 15 Αυγούστου 1943, στην τοποθεσία “Τραχήλι” του Ψηλορείτη πάνω από το χωριό Βορρίζα, ο Καπετάν Πετρακογιώργης και οι άντρες του έδωσαν ολοήμερη σκληρή μάχη με επίλεκτες δυνάμεις του γερμανικού τακτικού στρατού.
Η θέση των ανταρτών προδόθηκε στους Γερμανούς και η μάχη που ακολούθησε ήταν φονική. Εφτά παλικάρια του Καπεταν Πετρακογιώργη σκοτώθηκαν ενώ υπήρχαν και τέσσερις τραυματίες. Σκοτώθηκαν οι: Διονύσιος Φραγκιαδάκης – Τσελεκοδιονύσης – Βορρίζα, Χαράλαμπος Κατσούγκρης – Λοχριά, Νικόλαος Σαρτζετάκης – Κρύα Βρύση, Κωνσταντίνος Αποστολάκης – Μιαμού, Αλέξης Ανυφαντάκης – Πλάτανος Αμαρίου, Πολύδωρος Λιανουδάκης – Σκούρβουλα και Γεώργιος Κρυοβρυσανάκης – Λοχριά.
Τραυματίστηκαν ο αρχηγός Πετρακογιώργης, ο υπαρχηγός Καργάκης Γιώργης – Ψαρογιώργης, ο Μανόλης Βεϊσάκης – Μανουσομανόλης και ο Γεώργιος Τζίτζικας – Μπαχρής. Το σύνολο των ανδρών της ομάδος του Καπετάν Πετρακογιώργη, είχε τραυματιστεί ελαφρά στη μάχη. Ο αριθμός των θυμάτων των Γερμανών παραμένει απροσδιόριστος, εκτιμάται όμως από τις μαρτυρίες των συμμετεχόντων ότι ανήλθε στον αριθμό των τριάντα στρατιωτών.
Τον Ιούλιο του 1976, ο Γεώργιος Καργάκης – Ψαρογιώργης, στην τοποθεσία «Μετόχι της Ρουσθιάς» στο Βώλακα Βορριζίων, αφηγήθηκε την μάχη στο Τραχήλι της 15ης Αυγούστου 1943 στο δάσκαλο Μηνά Γ. Παπαδάκη. Μεταφέρουμε αποσπάσματα της αφήγησης του Ψαρογιώργη από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Καργάκη, Τραχήλι (σελ. 410 – 424).
Ψαρογιώργης: “Είναι το χωριό κυκλωμένο, απόσταση μιας πετριάς, από κάτω μας. Εθωρούσαμε τσοι Γερμαναράδες κι ελαλούσανε τον κόσμο στο Καύκαλο. Λες, μια μπαλωθιά να παίξεις, θα σκοτώσουνε στσοι χωριανούς, θα σκοτώσουνε τα κοπέλια σου. Είχε ο καθένας μας εκειά έξε-εφτά κοπέλια.
Αυτοί είχανε αμπούνια με το χωριό, το ‘χανε γραμμένο στη μαύρη λίστα, είχανε επικηρυγμένους εμάς. Ύστερα εμείς κυκλωμένοι σαν το μποντικό στη φάκα. Τσοι θωρούσαμε επαέ στσι κορφάδες με τα όπλα στα χέρια κι εσέρνουνταν. Στο λημέρι μασε τυλίξανε οι φωτοβολίδες.
Να καθίζαμε εκειά, δάσκαλε; Και σιγά-σιγά να μασε σφίγγανε από γύρω-γύρω; Εμείς είμαστε 22 νομάτοι, κι αυτοί, μιλιούνια. Σα τζοι μελιτακιές εσέρνουνταν. Να δώσομε εκειά μάχη, δάσκαλε, να βαστάξομε πόση ώρα; Μια-δυο, τέσσερις, πέντε ώρες; Κι ύστερα; Με ίντα φισέκια; Ένα μας δε θαλ’ αφήσουνε. Άσε τον ένα και τον άλλο να λέει ό,τι θέλει. Πόσην ώρα θα βαστούσανε τα φισέκια μας, εκειά κυκλωμένοι;
Ύστερα να μασε πιάνανε αζωντανούς όσοι θελα πομείνομε, να μασε λαχτοκοπούνε, να μασε καταφρονούνε, να μασε λαλούνε μέσα στον κόσμο, μα ίντα λες εδά! Έπρεπε να βρούμε διέξοδο. Κάμε το δικό σου δάσκαλε. Διέξοδο, έτσε από έστιχτο, δε θες να ξεφύγεις άμα σε κυκλώσουνε, να τσ’ έχεις απέναντι κι όχι γύρω-γύρω;
Κι ύστερα, μη θαρρείς πως εχιαχιρντίσαμε, εκάτσαμε κι είδαμε το πράμα. Οι κορφάδες, πιασμένες, οι πάντες απ’ τη Νίδα, από κάτω απ’ τη Μαδαρή, από κάτω μας οι Πλακούρες γεμάτες. Λέει ο Πέτρακας, αφού δεν μπορούμε να πορευτούμε δυτικά, να πιάσομε τ’ Ακόλλητα, να μετακινηθούμε ετσέ ντελόγο από πάνω μας, είναι ένα μασκάλι που το λένε Σταλίστρα.
Ξανοίγομε κι ήτονε από γύρω-γύρω, στσι κορφάδες Γερμανοί, κι εκειά που ‘λεγε ο Πετρακογιώργης, ντελόγο από πάνω να ‘ναι μαζωμένοι μια διμοιρία. Άμα δεν ήτονε Γερμανοί εκειά στη Σταλίστρα να πάρει το πλάι, στου Στιλιγκά που λένε, να πιάσομε εμείς τσι κορφάδες, ναι, να κάτσομε εκειά, αλλά ήτονε πιασμένα όλα.
Η δουλειά ήτονε, κουμπάρε μου, καλά δεμένη. Ύστερα μασε λέει εμάς, ο αδερφός μου ο Ψαρόκωστας για ένα πέρασμα που το κατέχανε ελάχιστοι, το Σκαλάκι τση Νοτικής, να περάσομε από κειά στο Ζαριανό αόρι. Του λέει ο Πέτρακας «πάρε τα κιάλια και ξάνοιξε.
Πιάνει αυτός τα κιάλια και βγορίζει από ένα σκουρί. Εκάθουνταν κι εκειά Γερμανοί. Θωρείς, δάσκαλε, ποιοι κερατάδες γκετσαμπίτες επιάσανε τσοι Γερμανούς από το χεράκι και τσοι βγάλανε αξημέρωτα απάνω, νύχτα.
Εν τω μεταξύ φτάνει κι ο Διονύσης και μασε λέει, ο κόσμος είναι γεμάτος Γερμανούς, το χωριό κυκλωμένο. Κι αυτός ήτανε της ίδιας γνώμης, να περάσομε οθεν του Ρούβα.
Δάσκαλε, δεν ήταν η πρώτη φορά που βρεθήκαμε με τσοι Γερμανούς κι εδώκαμε μάχη, μα ετούτονε το πράμα, να μασε τυλίξουνε ετόσοινα δεν το περιμέναμε. Να πιάσουνε όλα τα περάσματα, δεν το περιμέναμε. Ετόσηνα προδοσά ετόσοι οδηγοί να τσοι βγάλουνε απάνω.
Πού κατέχανε αυτοί να πηδοκαβαλικεύουνε τα χάλαυρα νυχτιάτικα. Αυτοί που τσοι σέρνανε, κατέχανε.
Άμα είδα γω κι απόειδα, δεν εχρειάζουνταν πολλές κουβέντες. Ο τόπος από τον Πευκιά να γείρει κάτω, οσόν το Αγκουτσάκι ήταν ελεύθερος. Λες, από κει θα πάμε. Πού κατέχεις πως μας την είχανε στεμένη στο Τραχήλι. Πώς το κατέχανε αυτοί πως θελά περάσομε από κει; Εμείς δεν το κατέχαμε.
Το αποφασίσαμε την τελευταία στιγμή. Ήταν ένα πέρασμα, και λένε αυτοί, ίσως να περάσουνε από παε. Οι οδηγοί που τσοι βγάλανε, μπορεί να κάνανε τα σχέδιά ντος.
Επήρα εγώ κάτω με μερικούς κατεβαίνω τον Πευκιά και προβέρνω στσι Πλακούρες. Είχα ‘ποβγάλει το γιο μου το Γιάννη, αμούστακο ντελικανιδάκι, κοπέλι ακόμη, το ‘χα ποβγάλει το πρωί από το λημέρι άμα είδαμε την κύκλωση. Λέω κοπέλι, άμα γείρει κάτω, βοσκάκι, δε θα το πειράξει κιανείς. Εφύγανε μαζί με τον Καραμανιτόκωστα, να το προσέχει. Κατεβαίνω, προβέρνω στσι Πλακούρες και φωνιάζω του Γεναρόκωστα που ετυροκόμα, αν είδε το Γιαννιό, και μου ‘πε πως πάει κάτω.
Ύστερα επεράσαμε από ‘να δέτη κι εκατεβήκαμε στ’ Αγκουτσάκι. Εκείνη την ώρα επέσανε οι πάλι φωτοβολίδες, γιατί μας ερίξανε και ψηλά στο λημέρι. Από πάνω Γερμανοί, από κάτω Γερμανοί, που να πας. Επήραμε το μονοπάτι, κι αρχινίσαμε ν’ ανεβαίνομε στη σκάλα του Τραχηλιού.
Εκειά σε θέλω εγώ. Τσοι ‘δαμε δάσκαλε, τσοι ‘δαμε, δεν εκωλώσαμε όμως. Ιδέ, δεν ανεβαίναμε όλοι μαζί, είμαστε δυο-τρεις κατατομές. Οι πρώτοι εκάτσαμε στο ποράλι, ήτανε κι ανεβόλεμα. Αυτοί οι κερατάδες μας εθωρούσανε π’ ανεβαίναμε και άχνα, δεν εβγάνανε άχνα. Μου λέει ο Πέτρακας, πριν να ξεπροβάλομε από πάνω, να βγω να ιδώ ίντα γίνεται. Βγαίνω εγώ κι ίντα να δω.
Τοσε λέω «Γερμανοί!». Ίντα να κάμεις, να κωλώσεις; Ρουβάσσομε η πρώτη φουρνιά, θέτει κι ο Μπαλάσκας ένα μπαλίδι του Αξιωματικού. Εφώνιαζε αυτός, μα ίντα ‘λεγε δεν εξεκαθάρισα. Τρώει μια στο κούτελο, να ‘τονε κάτω.
Εμπήκαμε εμείς μέσα, και θαρρώ πως εφοβηθήκανε εκείνοι πλια παρά μας. Ήμαστε στην ομπρός πάντα 5-6 νομάτοι, οι άλλοι ακόμη στην κορφή στο μονοπάτι, εκλουθούσανε οπίσω. Οι Γερμανοί μας εβάλανε. Αυτοί, (οι Γερμανοί), αν εκατέχανε θελά μασε σκοτώσουνε όλους. Να μας αφήνανε να μπούμε ξέγνοιαστοι όλοι στο λακκί, να μασε σφίξουνε. Ήτανε γύρω-γύρω. Εβιαστήκανε. Εβγήκαμε οι πρώτοι 5-6 και μας είπανε αλτ. Το τι εγίνηκε δε λέγεται. Αυτοί είναι μεγάλη ιστορία.
Μάντρα, εσύ πέρασες Ανατολικά του Τραχηλιού. Βρέθηκες στο ξέφωτο κι ένα πολυβόλο σου ‘ριχνε από πάνω. Μια ριπή σου γάζωσε την κοιλιά, μα στάθηκες τυχερός, γιατί τρεις σφαίρες τις πήρε το κοντάκι του όπλου, τις άλλες όμως τις πήρες στο χέρι και σε χτυπήσανε άσχημα. Καμιά φορά, δάσκαλε, γροικάς πως εγίνηκε λέει, ένα θάμα.
Εγώ να ξέρεις, δεν είμαι άθρωπος των καντηλιώ και δεν ξενυχτώ στα ρημομονάστηρα να μ’ ελεήσει κιανείς Άγιος. Δεν κατέχω πώς φρονείς ετουλόγου σου, μα εγώ τσ’ Αγίους τσ’ έχω σαν κι εμάς, αθρώπους, που εσύρανε κι εκείνοι βάσανα, επαλέψανε να στεριώσει ετούτος ο τόπος, και τος έχω ένα σέβας.
Ακόμη θυμούνται οι Τούρκοι τον Αη- Φανούρη, στο Βαρσαμόνερο που θαν έχεις ακουστά, από παε βγορίζει το μοναστήρι, και μας ερωτούσανε στη Μικρά Ασία οντόν επήγαμε στον πόλεμο: «Ζει μωρέ ακόμη ο Αη- Φανούρης σας ο Μουγκρινάρας;» Μουγκρινάρα τον ελέγανε, γιατί εμούγκριζε, λέει, οντόν εσιμώνανε με τσ’ αλόγες στο Μοναστήρι οι Τούρκοι. Να τσοι πήγαινε.
Είδαμε τσοι Γερμανούς. Ως τσ’ είδαμε, εσύραμε δυο φωνές απού τράνταξεν η γης, όπως σου είπα και πρωτύτερα. Εκειά, δάσκαλε, παίζουν τα χέρια και τα πόδια σου. Αυτά σε κυβερνούνε εκείνη την ώρα. Άμα σε κόψει ο φόβος και μαραθούνε, εκάηκες.
Μος εβγήκαμε, όπως σου ‘πα, εμπαλώταρε ο σύντεκνος ο Μπαλάσκας το Λοχαγό που φόριε τα κιάλια κι εφώνιαζε κι ήπαιζε τα χέρια ντου, πρέπως ήδιδε διαταγές. Επήρε ν-τη ο Λοχαγός κι έσυρε μούγκρος ωσάν τον χοίρο οντο τόνε σφάζουνε. οι Γερμανοί τα χάσανε. Ένα μεσόσπανο νεαρούδι, ετσά απόξαθο, σαν να πετάχτηκε ομπρός μου, σαν να κουτελώσαμε. Με ξάνοιγε. Ένα μυστήριο πράμα. Κι εκειά που πήγαινε να παίξει ο γεις τ’ αλλού, το θωρώ κι επηδοκαβαλήκεψε δύο- τρία χαράκια και το ‘χασα.
Ο Διονύσης ήτανε στα δεξά μου πιο πέρα. Τόνε θωρώ και πάλευε σαν το θεριό.
Ετραυματίστηκε βαριά ο δύστυχος. Τον επίδεσε ο Χατζημανώλης μα εξεψύχησε παραΰστερα.
Εγώ ήπιασα το ζερβό πλάι που ‘κανε σαν το δάμακα. Ήμουνε στα πυκνά πυρά τσ’ αριστερής πάντας, ήπιασα τ’ αριστερό πλάι που ‘κανε ετσιδά σαν το δάμακα. Οι σφαίρες- δεν εμπόρου να καλυφτώ ολόκληρος- επερνούσανε τσίμα- τσίμα, ξυστά από το μεντίλι. Μου ρίχνανε από πάνω συνέχεια, τα πολυβόλα. Ίντα θα πει κουκοσάλιο, χειρότερα. Εγώ εσηκωνόμου κι ήριχνα μια-μια, αλλά όπου ‘ πεφτε, ήτανε μια κι όξω.
Εμείς είχαμε πάρει των κερατάδω τον αέρα ντος. Κι αμέ θαρρείς; Από φόβο ερρίχνανε. Φισέκια είχανε μπόλικα, ακροβολισμένοι ήσανε και δώστου, ερρίχνανε. Μα κι εμείς από το λακκί που ετύχαμε, κι οι αποδέλοιποι, δεξά από τ’ αρμί τος ερρίχναμε και δεν εκάμανε ούτε ζάλο να μασε σφίξουνε. Γροικώ και τον Πέτρακα κι εφώνιαζε “Απάνω ντος μωρέ των κερατάδω, είναι δειλοί”. Εκειά να δεις, δάσκαλε, αν είχαμε 5-6 πολυβόλα δε θ’ αφήναμ’ ένα ντος. Γροικούν εκείνοι τσι φωνές κι εκορνιάσανε, μα έλα σου που ‘χανε δύναμη πυρός, ήσανε πολλοί κι ήσανε καλά ταμπουρωμένοι.
Ας είναι δα. Μετά που εσκοτώθηκε το Σαρτζετάκι, ένα καλό παλικάρι από την Κρύα Βρύση, εξεπαστρέψαμε δύο θύλακες και τους πολυβολητές τσοι δυο που το σκοτώσανε. Ήτανε δυο μέσα στη Μάντρα και μας επαίζανε. Α δεν ήτονε οι πρίνοι και τα χαράκια θα μας εθερίζανε όλους μέσα στο λακκί. Εγώ ήμουνε ζερβά. Στη μέση ήτονε ο Σκούρος κι ο Μπαχρής και δεξά στ’ αρμάκι άλλοι. Εκάμαμέ ντους αλατσογύριστους και τσοι δύο. Πριχού όμως, θωρώ ένα και στρουφογυρίζει και πάει να βάλει του Μπαχρή.
Του σέρνω φωνή, το νου σου Μπαχρή και σε φάγανε. Απογυρίζει εκείνος το χαράκι, αλλιώς θα τον είχανε σκοτωμένο κι εκείνο. Κι έτσα εκαθάρισε από κειά το πέρασμα, κι επέρασα γω Ανατολικά. Το πράμα βέβαια εβάσταξε ώρες. Κι αυτά που σου λέω είναι λίγα. Εγροίκας ένα θρήνος σαν να ‘σουνα σ’ άλλο κόσμο, κι ίντα κόσμο δα, Κόλαση. Εκείνη-να την ώρα δε λογαριάζεις τίποτα. Παίζεις και σου παίζουνε κι όποιο πάρει ο Χάρος.
Μας εβάνανε συνέχεια. Είχανε οι κερατάδες τα μέσα, πολυβόλα, όλμους, χειροβοβίδες, ντα ίντα δεν είχανε. Εμπορούσανε βέβαια να μασε σφίξουνε να μασε μαχώσουνε, να μην φήσουνε ένα μας. Όμως δεν εσιμώνανε, δεν ήσανε κατεχιάρηδες τ’ αοριού. Ερρίχνανε όμως, ερρίχνανε. Ετόσες χιλιάδες σφαίρες. Επέφτανε τα πρινόφυλλα ωσάν τη στούπα του χιονιού. Εμείς, εκείνο που εφοβούμαστε ήταν οι σφαίρες που εξοστρακίζουνταν στα χαράκια, δεν μπορούσες να προφυλαχτείς.
Αυτό δεν ήτανε μια μάχη. Δε θυμούμαι εγώ τέθοιο πράμα σ’ άλλο πόλεμο, οντον επιαστήκαμε στη Μ. Ασία. Ετονέ ήταν ένας ανεμοστρόβιλος. Ήτονε κάψα, τα χείλια μας ξεραμένα. Οι σκοτωμένοι, εδικοί μας και ξένοι, να κείτουνται στον ήλιο. Κράνη σκορπισμένα πέρα- πόδε, παγούρια πεταμένα, αίματα. Οι τραυματίες να μουγκρίζουν κι οι μπαλωθιές να γροικούνται στσοι δέτες. Ένα θρήνος.
Το παναγύρι εσυνέχισε. Εγώ βρέθηκα ανατολικά ως γυριζ’ η μέρα. Αντηλιά. Ήτανε σπανάδα, δεν είχε δασερό, μόνο μεγάλα χαράκια. Εκειά σε πιάνει η δίψα. Ο λαιμός σού ‘ρχουνταν να κολλήσει στην ξέρα. Τα ρούχα ξεσκισμένα, οι αγκώνες σου φαωμένοι στα τζουγκριά. Να βαστάς το τουφέκι και να γλιστρά στα χέρια σου από τον ίδρο και το αίμα στσ’ απαλάμες σου, ίντα να σου πρωτοπώ!
Δεν είχε ακόμη απομεσημεριάσει καλά. Είμαστε ανατολικά, ως απογυρίζει όσον τη σπανάδα που θωρεί όθεν το Βροντήσι, εγώ, ο Σκουρομανώλης από το Ζαρό, ο Μπαχρής από το Άνω Μέρος, και ο Χατζομανώλης από τη Μιαμού, που είχε επιδέσει παραμπρός τον κακομοίρη το Διονύση μα εξεψύχισε. Ο αρχηγός ήτονε πιο νοτικά που εμονιταρίσαμε παραΰστερα.
Εσυμφωνήσαμε να κάμομε εξόρμηση οι τέσσερίς μας, εγώ κι ο Σκούρος, πρώτοι, κι οι άλλοι δύο να μασε καλύψουν, ο Μπαχρής κι ο Χατζομανώλης. Και για να μη στα πολυλογώ, εκειά στην έφοδο που κάμαμε, πενήντα μέτρα ως είχαμε προχωρήσει, ετραυματίστηκα. Γροικώ μια ριπή κι αντιστηβάσει απάνω στο κοντάκι, και γροικώ κι ένα κάψιμο στη χέρα, σαν να κόπηκ’ η χέρα μου, κι οι σφαίρες να σηκώνουνε τα χαλίκια από χάμαι. Θέτω μια και καλύφτηκα σ’ ένα χάρακα. Θωρώ εγώ το αίμα, λέω πουτάνα γαργαλιά, εθέκανέ σε Ψαρόγιωργα.
Δε χάνω τσ’ αισθήσεις μου, κρατώ γερά το μπράτσο και σιμώνω στο χάρακα να πάρω ανάφαξη και να δω την πληγή, και θωρώ πίσω από το χαράκι ένα Γερμανό στρατιώτη μπρούμυτα θεσμένο με το δάχτυλο στη σκαντάλη. Δεν εσάλευε. Παράξενο πράμα. Δεν μπορώ να καταλάβω αζωντανός είναι, για σκοτωμένος. Έπιασα μια πέτρα και του την πέταξα. Δεν ετάραξε. Θωρώ και καθάρισε ο τόπος και ξανοίγω απάνω μου. Είχα πάρει έξε σφαίρες αλλά ήμουνε τυχερός που τση κοιλιάς τσι σφαίρες τσι πήρε το κοντάκι. Οι άλλες μου σκίσανε βαθιά τη χέρα. Ήμουνε βέβαια ζεστός ακόμη. Σφίγγω γω καλά το μπράτσο και φωνιάζω του Σκουρομανώλη.
Έρχεται, ας είναι καλά, ήτανε στημονερό και ψύχραιμο παλικάρι, ντα εγώ, έχω να το λέω, στρουφογυριζάμενος, τα μάθια ντου εσπιθίζανε. Εφωνιαζέ μου εκείνος, σκύφτε Ψαρογιώργη γιατί θα σε σκοτώσουνε, μα εγώ, άστα, περίσσα κουζούλακας ήμουνε, δάσκαλε. Εσηκώνουμε κι ήπαιζα ορθός, μα ήτονε μια κι όξω. Εκειά που θα λα ντη μπαίξω, δεν εγλίτωνε μουδέ πουλί πεταμένο. Στη Μ. Ασία ήμουνε σκοπευτής- πολυβολητής.
Φωνιάζω γιατί που λες του Σκουρομανώλη και πετάται ωσάν το πουλί. Έρχεται, μου συντρέμει και γυρίζομε δυτικά να πάμε να βρούμε τσ ‘ άλλους, να βρούμε και τόπο να με δέσει καλά. Εκειά ήσυρα τσοι πόνους, που όσο πήγαινε, αρχίνισε να αποκρυγιαίνει η πληγή. Εντωμεταξύ, εγώ δεν εμπόρου να δω ίντα απογίνηκε δεξά πάνω στ’ αρμί που ήτανε άλλοι, ποιοι ήτανε σκοτωμένοι για ζωντανοί, γιατί το πράμα δεν εσταμάτησε.
Βαστάξαμε ακόμη ώρα. Θωρώ γω και τσοι Γερμανούς και λιγολαΐσανε και λέω, εσκοτωθήκανε κι εκείνοι κάμποσοι και πρέπως είναι και πολλοί τραυματίες, γιατί τσοι θώρου και τσοι σηκώνανε και τσοι βάνανε σε μια σκίστρα, ετσά σαν το σπηλιαράκι, σε μια χαμπαθούρα και τσ’ επιδένανε πρέπως.
Τα δε ύστερα μου το ‘πε και το Ζαχαράκι ο ανηψός μου, ο Μιχιοζαχάρης που λένε, πως επέρνα μια μέρα, μετά από καιρό, να μαζώξει τσ’ αίγες του, κι είδε μέσα στη χαμπαθούρα ρούχα σκισμένα και ματωμένα, μπουκαλάκια μπαμπάκια κι επίδεσμους.
Εντωμεταξύ έσπασε ο κλοιός από την μπάντα του Βροντήσου και μερικοί εδικοί μας επήρανε κάτω. Ήτανε ένας θύλακας από Γερμανούς μα τον εξουδετερώσανε. Εγώ κι ο Σκουρομανώλης επήραμε απάνω το Σκουρί από τη νοτική ντου μπάντα και εσμίξαμε και με τον Πετρακογιώργη.
Είχαμε απομείνει οι τρεις μας κι εσυρθήκαμε και ταμπουρωθήκαμε, στον Κόκκινο Δέτη, εκειά που με επίδεσε ο Σκουρομανώλης. Εκράθιε τη βούργια στα χέρια ντου, γιατί μια ριπή του ‘κοψε τση βούργιας τα βαστάγια. Μιαν αντηλιά, μια ξέρα, είπα το πως θε λα κολλήσει ο λαιμός μου.
Έπιασα ένα κομμάτι αροδαμό να τονε μασήσω, εβρήκα κι ένα- δυό ριζοπούλια του πρίνου κι επήρα την ογρασά ντος. Για μια στιγμή, σταματά το παναγύρι. Δεν εγροίκας αναπνιά. Λέμε, εδώ θα κάτσομε κι ό,τι κι αν συμβεί, εσύμβηκε. Είχαμε απομεινάρικα μερικά φισέκια. Εβγάλανε οι Γερμανοί ένα στρατιώτη, ετσά σα περίπολο να κάνει, φαίνεται, αναγνώριση.
Δεν έβλεπε τίποτα, μόνο σκοτωμένους. Άρχισε να φωνάζει στα Ελληνικά, Μανώλο, Μπαλάκο. Τον αφήκαμε κι εσίμωσε στο δέτη που ήμαστε. Είπαμε, δε θα δει κιανένα και θα φύγει. Αλλά ως είδα κι εκοντοσίμωνε, αναγκάστηκα και του ‘ παιξα. Ύστερα, νέκρα. Εφύγαμε, καλά γερμένος ο ήλιος κι επήγαμε στη βρύση στ’ Αγκουτσάκι. Ύστερα επήραμ’ απάνω οσον τα’ Ακόλλητα, στσοι Φρογαδάμηδες, μα δεν εκάτσαμε πολύ.
Από κειά έπεψα το γέρο-Φρογαδάμη κι ένα βοσκό να ‘δοποιήσει το χωριό τη γυναίκα και τσ’ άλλους. Την επαύριο επογυρίσαμε από πίσω όσον τα Λειβάδια, στου συντέκνου του Δράκου το μιτάτο, του Κινέζου του Δράκου, κι αφού εκάτσαμε δυο- τρεις μέρες και μας επερποιήθηκε ο άθρωπος, ύστερα πήγαμε στ’ Αρκάδι που ξανάσμιξε και πάλι η ομάδα, όσοι επομείναμε.
Αυτά είναι πολλά δάσκαλε ίντα να πεις κι ίντα ν’ αφήσεις. Πολλά! Εγώ σ’ όλη την Κατοχή επήρα πολλά τραύματα, στο μπράτσο, στην απαλάμη, στο κωλοράδι, στο ριζαύτι. Δε λέω, ήμουνε τυχερός, δεν επήρα καμιά μπάλα που να μ’ αφήσει στον τόπο.
Εγώ, δάσκαλε, είχα το σειρά μου στα Βορρίζα πριχού να ‘ρθουν οι κερατάδες να μασε ρημάξουν. Ήμουνε πρόεδρος, μα σαν ήρθαν εκείνοι τα παραίτησα και βγήκα στο βουνό, εκράθιου όμως τη σφραγίδα απάνω μου κι ας μην ήμουνε πρόεδρος και έκδιδα πλαστές ταυτότητες στους κυνηγημένους.
Εβγήκα στο βουνό, γιατί που λες με τον Πέτρακα. Εσκόρπισα τα μεγάλα κοπέλια στ’ Αμάρι και τα μικρά ήταν με τη γιαγιά ντος και τη μάνα ντος πιο λίγο, απ’ το ‘να αχύρι στ’ άλλο, επαέ στα γύρω χωριά, επικηρυγμένη κι εκείνη. Έσυρε η κακομοίτσα βάσανα, να πηγαινοέρχεται στο βουνό και να ‘ ναι βαρεμένη.
Με επικηρύξανε αυτός ο γκεσταμπίτης ο Πωλιουδάκης. Εκάψανε το χωριό, μου βομβάρδισαν το μαγαζί που ήταν όλη η περιουσία μου, κι εβγήκαμε από τον πόλεμο μ’ ένα ξεροπαντέλονο, κι αυτό σκισμένο.
Για να μη σου τα πολυλέω, δάσκαλε, εδώκαμε ένα αγώνα καθαρό, και θωρείς, οι μαυραγορίτες και οι γκεσταμπίτες που πομείνανε, επιάσανε πάλι από δώ, κι από κει, αλλά ιδέ, μου πόμεινε μωρέ δάσκαλε η περηφάνια κι ένα καλό όνομα π’ άφηκα στα κοπέλια μου και στον τόπο μου.
Λόγω γερώ, δάσκαλε είμαι περήφανος, γιατί ό,τι έκαμα, το ‘καμα για την πατρίδα, κι ας μη μου ‘δωκε ούτε ένα μπακέτο τσιγάρα”.
* Ο Γεώργιος Α. Καλογεράκης είναι δρ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, διευθυντής Δημοτικού Σχολείου Καστελίου Πεδιάδος
Η ταφή των νεκρών της μάχης του Τραχηλιού στην Ιερά Μονή Αγίου Αντωνίου και Αγίου Θωμά (Βροντήσι). Στο μέσον ο αρχηγός Πετρακογιώργης
Το εξαιρετικό βιβλίο του Κωνσταντίνου Γεωργίου Καργάκη με τίτλο: «Βορρίζα, Κατοχή και Αντίσταση, ΤΡΑΧΗΛΙ – το Ολοκαύτωμα», 1999, Δήμος Φαιστού. Στο βιβλίο περιγράφεται με όλες τις λεπτομέρειες, η μάχη στο Τραχήλι που έδωσε ο Καπετάν Πετρακογιώργης με τους άντρες του, στις 15 Αυγούστου 1943
Επιστολή Πάτρικ Λη Φέρμορ (Μιχάλη ή Μιχαλάκη) στον Γεώργιο Καργάκη ή Ψαρογιώργη, 20 Ιουνίου 1977° (αρχείο Κωνσταντίνου Καργάκη)