Θαυμάζουν µε ευλάβεια το ηλιοβασίλεμα. Kάνουν μπάνιο στη θάλασσα τον Νοέμβριο. Mαθαίνουν ελληνικά και κάνουν… οικονομία.
Ηδη από το καλοκαίρι, ο υπουργός Τουρισμού Βασίλης Κικίλιας είχε απευθύνει κάλεσμα προς τους Γερμανούς, ειδικά τους συνταξιούχους, να «ξεχειμωνιάσουν» στην Κρήτη, μια δελεαστική πρόταση που είχε ιδιαίτερα αναδείξει η εφημερίδα Bild.
Εκτοτε η ιδέα της «φυγής» προς τον Νότο (Πορτογαλία, Ισπανία, Ελλάδα) απασχολεί εκτενώς τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης και βρίσκει ευήκοα ώτα μεταξύ των Γερμανών πολιτών. Τα αιτήματα προς τους μεσίτες πέφτουν βροχή από ενδιαφερομένους που αναζητούν μια στέγη σε προσιτή τιμή για τους χειμερινούς μήνες.
«Συνεχίζουμε να νοικιάζουμε δύο με τρία σπίτια την εβδομάδα σε ξένους», επιβεβαιώνει στην «Κ» ο κ. Γιάννης Κριαράς, όσο ετοιμάζεται για μια ακόμη βιντεοκλήση, ώστε να δείξει στον υποψήφιο ενοικιαστή το διαμέρισμα μέσω κάμερας.
Ο κ. Κριαράς, χρόνια μεσίτης στα Χανιά, έχει γίνει πλέον αναγνωρίσιμο πρόσωπο σε πολλούς Γερμανούς, καθώς έχει φιλοξενηθεί σε πολλά ρεπορτάζ σε γερμανικά μέσα ενημέρωσης. Η πελατεία του είναι κυρίως συνταξιούχοι.
«Εχουμε ταυτόχρονα ακόμη και σαράντα εργαζομένους να δουλεύουν από τον χώρο μας», αναφέρει στην «Κ» η Εφη Πούλη, ιδιοκτήτρια co-working space στα Χανιά. «Υπερτερούν οι Γερμανοί, ακολουθούν οι Αμερικανοί».
Οπως τονίζει η ίδια, «έρχονται αρχικά για δύο-τρεις μήνες, επιστρέφουν στις έδρες τους και μετά επανέρχονται, γιατί τους αρέσει εδώ». Η Κρήτη εξελίσσεται σε τουριστικό Ελ Ντοράντο των Γερμανών όχι μόνο χάρη στις 300 μέρες ηλιοφάνειας τον χρόνο, αλλά και για την ήδη ακμαία γερμανική κοινότητα,
Όσοι θα μετακομίσουν ακόμη και για λίγο στο νησί, γρήγορα θα βρουν συμπατριώτες τους που δραστηριοποιούνται σε όλους τους τομείς: από Γερμανό γιατρό έως Γερμανό δάσκαλο της γιόγκα, καλλιτέχνες, εκπαιδευτικούς, επιχειρηματίες, μηχανικούς ηλεκτρονικών υπολογιστών κ.ά.
Βέβαια, από τη θεωρία στην πράξη, πολλοί είναι οι Γερμανοί που μετανιώνουν. Στο YouTube έχουν αναρτηθεί πολλές προσωπικές μαρτυρίες ανθρώπων που θέλησαν να μετακομίσουν στη χώρα μας, αποκόμισαν όμως αρνητικές εμπειρίες: τα σπίτια που τους προτείνονταν δεν ήταν σε καλή κατάσταση ούτως ώστε να ζήσουν σε αυτά χειμώνα, το αντίτιμο που απαιτούσαν οι μεσίτες ήταν υπέρογκο, ενώ συνολικά το κόστος ζωής στην Ελλάδα αποδεικνυόταν πολύ υψηλότερο από το αναμενόμενο.
«Ουσιαστικά, μεταξύ των συνταξιούχων, αυτοί που κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα είναι όσοι έχουν ήδη σχέση με την Ελλάδα και τους κατοίκους της ή όσοι έχουν επαρκείς αποταμιεύσεις», σχολιάζει παράγοντας της αγοράς, δεδομένου ότι η μέση σύνταξη στη Γερμανία κυμαίνεται στα 1.300 ευρώ. Αναμφισβήτητα «τα δεδομένα είναι πολύ καλύτερα για τους νεότερους, τους επονομαζόμενους ψηφιακούς νομάδες, οι οποίοι συνήθως έχουν μεγαλύτερο διαθέσιμο εισόδημα και μεγαλύτερη εξοικείωση με τη ζωή στο εξωτερικό». Στις κατ’ ιδίαν συνομιλίες, νέοι και ηλικιωμένοι αναφέρουν ως εξίσου σοβαρές αιτίες μετανάστευσης την εμπειρία του lockdown σε αστικά κέντρα, τον βαρύ χειμωνιάτικο καιρό της Γερμανίας, αλλά και τη νοοτροπία στην πατρίδα τους.
«Δεν είναι και τόσο φθηνά»
Έχουν περάσει δύο εβδομάδες από τότε που έφθασε οδικώς στη Γεωργιούπολη ο 49χρονος Κρίστιαν Χόφμαν, ο οποίος είχε σχεδιάσει επιμελώς τη μετακόμισή του για τους χειμερινούς μήνες από τη Φραγκονία της Βαυαρίας στην Κρήτη.
«Μου έχουν ήδη κάνει το πρώτο προξενιό, το πρώτο κέρασμα, ενώ παίζω τακτικά βόλεϊ με τον κρεοπώλη της περιοχής», αναφέρει γελώντας στην «Κ», «η τοπική κοινωνία με υποδέχθηκε πολύ θερμά, πολύ θερμότερα απ’ ό,τι περίμενα». Ο Κρίστιαν επέλεξε την παραθαλάσσια Γεωργιούπολη επειδή βρίσκεται μεταξύ Ρεθύμνου και Χανίων. Εχει νοικιάσει ένα αναπαλαιωμένο πέτρινο παραδοσιακό σπίτι, όπου σκοπεύει να μείνει έως τον Απρίλιο.
«Μου έχουν ήδη κάνει το πρώτο προξενιό, το πρώτο κέρασμα, ενώ παίζω βόλεϊ με τον κρεοπώλη της περιοχής».
«Νεότερος είχα ζήσει σε μεγάλες πόλεις στη Γερμανία, όμως τα τελευταία χρόνια είχα μετακομίσει σε μια μικρή πόλη 30.000 κατοίκων, μεταξύ του Ερλάνγκεν και του Μπάμπεργκ», εξηγεί.
«Ηδη προτού καθιερωθεί ο όρος “home office”, το δικό μου συμβόλαιο εργασίας τον περιλάμβανε», προσθέτει, «οπότε δούλευα όλο και μεγαλύτερα διαστήματα από το σπίτι μου». Σταδιακά ο Κρίστιαν συνειδητοποιεί ότι δεν χρειάζεται ούτε συναδέλφους ούτε φυσικό γραφείο, ενώ ο εργοδότης του διαπιστώνει ότι η απόδοση του Κρίστιαν έχει διπλασιαστεί και ενθαρρύνει έτι περαιτέρω την τηλεργασία.
Στη διάρκεια των διακοπών του 2020 έρχεται για μία εβδομάδα στην Κρήτη. «Ηταν η πρώτη μου φορά στην Ελλάδα και η πρώτη στην Κρήτη», διηγείται. «Συνήθως χρειάζομαι μία εβδομάδα για να προσαρμοστώ σε ένα νέο μέρος, αλλά στην Κρήτη ένιωσα άνετα μέσα στο πρώτο 24ωρο». Τη ζεστή αυτή αίσθηση την κρατά μέσα του στη διάρκεια όλου του γερμανικού χειμώνα.
«Αγαπώ τη μοναξιά, είμαι καλοκαιρινός τύπος, ο χειμώνας δεν μου αρέσει, έτσι σκέφτηκα ότι τον χειμώνα στην Κρήτη θα είναι ήσυχα αλλά και οικονομικά». Την ιδέα υποστήριξαν ενεργά οι φίλοι του. «Πήγαινε να μείνεις για περισσότερο καιρό, εσύ που, ως εργένης, μπορείς», του έλεγαν συνεχώς. Αρχίζει λοιπόν να συλλέγει πληροφορίες για την Κρήτη και τους Κρητικούς, διαβάζει συστηματικά τον τοπικό Τύπο προκειμένου, πέρα από ειδήσεις, να αντιληφθεί και τη νοοτροπία των Κρητικών.
«Στο μεταξύ, ξεσπάει ο πόλεμος και ανακύπτει το μεγάλο ενεργειακό πρόβλημα», υπενθυμίζει. Ο ίδιος διαβάζει το άνοιγμα των τοπικών αρχών προς τους Γερμανούς.
«Παρακολουθούσα σε πραγματικό χρόνο τις τιμές και την άνοδό τους», διευκρινίζει, «αντιλήφθηκα ότι ο χειμώνας μπορεί να είναι πιο σύντομος και τα σπίτια να χρειάζονται θέρμανση μικρότερο χρονικό διάστημα, όμως διαπίστωσα ότι πολλά αγαθά είναι ακριβότερα απ’ ό,τι στη Γερμανία».
Συνειδητοποιεί ότι «η εξοικονόμηση δεν θα είναι σημαντική». Πρόκειται όμως για ένα «στοίχημα» που θέλει να πάρει. Η διαφαινόμενη ακρίβεια δεν πτοεί τον Κρίστιαν, αλλά η ρητορική μίσους εις βάρος συμπατριωτών του τον κλονίζει. «Διάβαζα στο Ιντερνετ σχόλια ορισμένων Κρητικών εναντίον Γερμανών τουριστών και δεν μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου».
Η 15νθήμερη εμπειρία του, ωστόσο, όπως μεταφέρει στην «Κ», κρίνεται παραπάνω από θετική, με εξαίρεση το σοκ από τις συνεχώς αυξανόμενες τιμές. «Ήρθα με σκοπό να βελτιώσω τα αγγλικά μου», λέει, «αλλά τελικά αυτό είναι ανούσιο, κάθε βράδυ διαβάζω ελληνικά». Οι μαγαζάτορες τον ενθαρρύνουν να παραγγέλνει στα ελληνικά για εξάσκηση. «Θέλω να μπορώ να συνεννοούμαι στα ελληνικά από σεβασμό στη χώρα που με φιλοξενεί».
«Έχει πολύ καλή ενέργεια»
Με τον Πάτρικ Σάντορ δυσκολευτήκαμε να ορίσουμε ραντεβού για την τηλεφωνική μας συνέντευξη. Κάθε απόγευμα, με το που σχολάει, αγναντεύει το ηλιοβασίλεμα από το μπαλκόνι του ή από κάποιο άλλο σημείο με θέα.
«Kατά το μεσημεριανό διάλειμμα, που δικαιούμαι στην εταιρεία, κάνω μια γρήγορη βουτιά στη θάλασσα», περιγράφει περιχαρής ο 39χρονος Πάτρικ, που μπορεί δικαίως να χαρακτηριστεί πολίτης του κόσμου. Εως σήμερα έχει ζήσει, εκτός από τη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Ισπανία, στις ΗΠΑ (Καλιφόρνια), στην Κίνα, στην Ινδία και στην Αίγυπτο.
«Οταν ξέσπασε η πανδημία βρισκόμουν για ένα training στη γιόγκα, με την οποία ασχολούμαι συστηματικά, στην Ινδία», διηγείται. «Το lockdown εκεί ήταν πολύ αυστηρό, δεν μπορούσα να επιστρέψω στην Κίνα, όπου ήταν τότε η βάση μου, οπότε γύρισα με επιχείρηση εκκένωσης που οργάνωσε η εκεί γερμανική πρεσβεία στην πατρίδα μου». Για ενάμιση χρόνο ο Πάτρικ φιλοξενήθηκε σε μια θεία του στη Στουτγκάρδη, «ήταν όμορφα, αλλά επιζητούσα περισσότερη ελευθερία και δράση».
Στην Κρήτη έφθασε τον περασμένο Ιούνιο με αφορμή και πάλι τη γιόγκα. «Ήταν η τρίτη φορά που βρέθηκα στη χώρα σας», διευκρινίζει, «εξαρχής είχα προσέξει ότι, πέρα από το απαράμιλλο φυσικό της κάλλος, είχε και χαμηλό κόστος ζωής». Ο ίδιος είχε πικρές μνήμες ως μετανάστης στις ΗΠΑ, «όπου για να πάω στον οδοντίατρο χρειαζόμουν 2.500 δολάρια», αλλά και στην Αίγυπτο, «όπου όλα τα χρεώνουν πολλαπλάσια άπαξ και διαπιστώσουν ότι είσαι αλλοδαπός».
Στον Αποκόρωνα νιώθει εξαρχής «μια πολύ καλή ενέργεια». Γρήγορα βρήκε δουλειά στην Αθήνα, την οποία μπορεί να κάνει εξ αποστάσεως από τις Καλύβες Χανίων. Βρήκε σπίτι, «με δύο μπαλκόνια, από τα οποία βλέπω δύο βουνά».
Οι συμπατριώτες του έχουν ήδη ανάψει καλοριφέρ, ο ίδιος αμφιβάλλει κατά πόσον θα το χρειαστεί. «Θέλω να περάσω αυτόν τον χειμώνα εδώ», απαντά στο εύλογο ερώτημα. Μελλοντικά ονειρεύεται να μοιράζεται τη χρονιά μεταξύ Κρήτης και Νοτιοανατολικής Ασίας.
Πολλοί Γερμανοί φίλοι τον ρωτούν για την ποιότητα ζωής και τις τιμές, κάποιοι έχουν ήδη έρθει να τον επισκεφθούν και να διαπιστώσουν ιδίοις όμμασι αν τελικά συμφέρει να ζει κανείς στο νοτιότερο άκρο της Ευρώπης ή όχι αυτόν τον χειμώνα.
«Τέτοια κεράσματα δεν θα είχαμε ποτέ στη Γερμανία»
Δέκα χιλιόμετρα έξω από τα Μάταλα, ο 66χρονος Χάραλντ Βάινμπεργκ και η σύζυγός του καταβάλλουν μεγάλες προσπάθειες να μάθουν ελληνικά. «Μιλώ πολλές άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες αλλά με τα ελληνικά έχω δυσκολευτεί πολύ, δεν θα το βάλω όμως κάτω», λέει χαριτολογώντας στην «Κ» ο κ. Βάινμπεργκ, που έχει διατελέσει επί 12 χρόνια βουλευτής με το κόμμα της Aριστεράς (Die Linke) στη Γερμανία.
«Μας άρεσε ανέκαθεν η Κρήτη», ομολογεί, «τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχουμε βρει αυτό το σπίτι, όπου εδώ και ένα χρόνο μένουμε σχεδόν μόνιμα». Σχετικά με το μείζον ζήτημα του καιρού και της θέρμανσης, νιώθει ότι δεν έχει επαρκή εμπειρία.
«Πέρυσι ήταν ένας κατ’ εξαίρεση και κατά γενική ομολογία των Κρητικών βαρύς χειμώνας», απαντά, «γεμίσαμε δύο φορές τη δεξαμενή με πετρέλαιο, ενώ χρησιμοποιούσαμε και το τζάκι του σπιτιού». Για τον 66χρονο πολιτικό, πρόβλημα είναι και ο καύσωνας, τον οποίο ως ιδιοσυγκρασία δεν αντέχει. «Εως τώρα δεν τον έχω βιώσει εδώ, όταν είχε φτάσει ο υδράργυρος 40 βαθμούς, βρισκόμουν στη Γερμανία».
Σχετικά με το συνολικό κόστος ζωής, πιο αισθητή θεωρεί την αύξηση της τιμής στον ηλεκτρισμό αλλά και στη βενζίνη, «που είναι ακριβότερη απ’ ό,τι στην ηπειρωτική Ελλάδα». Συμφέρουσες κρίνει τις υπηρεσίες, όπως την αμοιβή ενός τεχνίτη ή ενός μηχανικού αυτοκινήτων.
«Πραγματικό δέλεαρ θεωρώ τη χαμηλή φορολογία για τους Γερμανούς συνταξιούχους, που έχει ανακοινώσει η κυβέρνηση», καταλήγει, «αυτό είναι ένα δεδομένο που μπορεί να κάνει τη διαφορά στο πορτοφόλι του Γερμανού συνομηλίκου μου».
Υπάρχουν δε και κάποιοι δείκτες… μη συγκρίσιμοι. «Πριν από λίγους μήνες πήγαμε στην ταβέρνα όπου συχνάζουμε, να φάμε», διηγείται, «στο τέλος μας είπε ο εστιάτορας: “Εχω τη γιορτή μου και κερνάω αυτές τις τρεις μέρες”». Κάτι τέτοιο «δεν θα συνέβαινε ποτέ στη Γερμανία».
kathimerini.gr