Κείμενο: Γεώργιος Χουστουλάκης
Μετά το θάνατο του Λευτέρη Μανασάκη ή Γαλιανού, τρεις λυράρηδες συνέχισαν το έργο του στο χωριό, με ότι διδαχές και επιρροές κουβάλαγε ο κάθε ένας τους.
Ο Νικολής Ζαχαριουδάκης (Τσαχονικολής), ο Ανδρέας Νικολούδης, και ο Μιχάλης Μαραγκάκης, ήταν οι τρεις βασικοί πυλώνες που λειτούργησαν σαν συνεχιστές του Γαλιανού σκοπού, και γενικά της μουσικής του Λευτέρη για τις επόμενες γενιές .
Οι τρεις αυτοί συνεχιστές ήταν πρώτα ξαδέρφια, και με τους λαουτιέρηδες Αλέκο Φανουράκη, Στυλιανό Σταθοράκη, Πετρονικολή κλπ, έπαιζαν στα γλέντια του χωριού, αλλά και σε άλλα χωριά.
Είχαν άριστη σχέση μεταξύ τους, και μοίραζαν τους γάμους, χωρίς να έχουν καμία έχθρα, παράπονο ή καμία διχόνοια μεταξύ τους.
Η Γαλιά από την εποχή του Λευτέρη, ήταν από τα σπουδαιότερα μουσικά κέντρα κρητικής παράδοσης, και όχι μόνο, καθώς ήταν χωριό πλούσιο σε πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα.
Και οι τρεις αυτοί Γαλιανοί λυράρηδες, και συνεχιστές της Γαλιανής μουσικής σχολής, ήταν στενά συνδεδεμένοι και αγαπημένοι μεταξύ τους, αφού ήταν οι μανάδες τους ήταν αδέρφια, και σαν ξαδέρφια εκείνοι τιμούσαν πολύ το συγγένειο.
Με τον Ανδρέα δε, είχαν τόσο καλή σχέση, τόσο, που μια και ήταν γείτονες, είχαν την ίδια αυλή, χωρίς ποτέ να υποπέσουν σε αντιδικίες!
Ο Μιχάλης Μαραγκάκης, ξεκίνησε με πρώτο πασαδώρο το γείτονά του Δρουγκάκη Ιωάννη (Δρουγκογιάννη), αλλά τις περισσότερες φορές έπαιζε με τον Πετρονικολή.
Ο Μαραγκάκης Μιχάλης σαν κύριο επάγγελμα είχε την πέτρα, ήταν δηλαδή χτίστης, για να μπορέσει να επιβιώσει και σαν δεύτερο επάγγελμα είχε τη λύρα.
Έπαιξε επαγγελματικά στη Γαλιά και αργότερα και στην Αθήνα, μαζί με το Μανώλη Μανασάκη, και άλλοτε με πασαδώρο τον Αποκωρονιοτάκη Ανδρέα από το Γεράνι.
Και ο ίδιος συνέβαλε στη διάσωση και διατήρηση του Γαλιανού σκοπού, καθώς και οι δύο γιοί του, Μανώλης και Δημήτρης, όπως επίσης και τα εγγόνια τους, συνέχισαν τη κρητική μουσική παράδοση.
Ο Μαραγκομιχάλης γεννήθηκε το 1920, και ήταν γιός του Δράκου Μαραγκάκη και της Πελαγίας, και πέθανε στην Αθήνα σε ηλικία 93 ετών.
Δυστυχώς θύμα και αυτός της μεγάλης γρίπης του ’18, που θέρισε πολύ κόσμο όπως και τις τέσσερις αδερφές του, και μετά γεννήθηκε εκείνος. Εκείνος δε τη γλύτωσε εν τέλει από την επιδημία γρίπης με μικρά συμπτώματα.
Πέθανε και η μητέρα του όταν εκείνος ήταν μόλις δέκα χρόνων, και έτσι αναγκάστηκε να φύγει από το σπίτι τους και ο πατέρας τους ξαναπαντρεύτηκε.
Με τη δεύτερη γυναίκα του ο πατέρας του, απέχτησε αργότερα και άλλο αδερφό, τον Μαραγκάκη Μανώλη.
Μια μέρα που ήταν μικρός και γυρνούσε από μια κηδεία για να πάει στο σπίτι τους στα Δρακακιανά, στο δρόμο προς τη Κουτσουνάρα, του ήρθε και τραγουδούσε!
Τότε ήταν που και ο ίδιος ανακάλυψε πως είχε ταλέντο και κλήση στη μουσική.
Το μεράκι του αυτό έκτοτε το συνέχισε και το καλλιέργησε.
Γρήγορα ανακάλυψε πως είχε ένα σπάνιο χάρισμα να παίζει λύρα και συγχρόνως να τραγουδάει, χωρίς να σταματάει τη λύρα!
Αυτό είναι πράγματι σπάνιο χάρισμα, και ελάχιστοι καλλιτέχνες μπορούν να το διαθέτουν.
Στο δε τραγούδι ήταν καλλίφωνος, και έτσι ήταν ευχάριστος στη παρέα, χωρίς να πλήττει ο ακροατής.
Ακούσματα εκτός από το Λευτέρη το Γαλιανό, είχε και από τον πατέρα του το Μαραγκοδράκο, ο οποίος όχι μόνο έπαιζε επαγγελματική λύρα, αλλά ήταν και επαγγελματίας κατασκευαστής μουσικών οργάνων από γενιά σε γενιά, εξ ου και το επάγγελμα «μαραγκός», δούλευαν δηλαδή όλοι τους το ξύλο.
Ο δε Μαραγκοδράκος έπαιζε φοβερό μαλεβιζώτη, ένα τοπικό κρητικό χορό.
Τις λύρες εκείνα τα χρόνια οι λυράρηδες τις έφτιαχναν μόνοι τους.
Ο μικρός τότε Μιχάλης που ήταν στο σπίτι του πατέρα του, «εζαχάρωνε» ένα κορμό δένδρου που υπήρχε στο σπίτι, και ήθελε με αυτό να φτιάξει τη πρώτη του λύρα.
Δεν έβρισκε όμως σύμφωνο τον πατέρα του, γιατί και ο ίδιος ήταν επαγγελματίας κατασκευαστής, και αποσκοπούσε σε χρήματα με το ξύλο αυτό.
Όμως κατάφερε μαζί με τα άλλα δύο ξαδέρφια του τελικά να τον πείσουν να τους το δώσει.
Ο Τσαχονικολής ήταν ο πιο πειστικός που ανάλαβε να τον πείσει:
-Έλα ρε μπάρμπα δώσε μας το, να σάσομε και ‘μείς τη δικιά μας λύρα, να μάθομε να παίζομε.
Αμέσως κιόλας μόλις έδωσε τη συγκατάθεσή του ο γέρος, αρπάζουν το σάρακα και έκοβαν ο κάθε ένας από ένα κομμάτι, και έφτιαξαν μόνοι τους τη δικιά του λύρα!
Ήταν όμορφα εκείνα τα χρόνια, και την ομορφιά την έκανε η απλότητα και η αγνή ψυχή.
Η γενιά πάντως εκείνη μετά το ’20 ήταν άνθρωποι αγνοί γλεντζέδες, καθαροί στη ψυχή, προ πάντων μερακλήδες και χωρατατζήδες. Το μεράκι τους σε συνδυασμό με το κέφι το μετέδιδαν φυσικά εύκολα και στο κόσμο.
Εκείνα τα χρόνια υπήρχε αγάπη, και εμπιστοσύνη.
Το γλέντι ήταν γνήσιο πραγματικό και το ζούσαν οι πάντες που παρευρίσκοντο.
Ο κόσμος χαιρόταν να τα έχει καλά με το γείτονά του και συγγενή του. Σαν έφταναν στο κεφάκι οι άνδρες δύο- δύο , τρεις – τρεις, γυρνούσαν αγκαλιασμένοι τις γειτονιές και κάνανε καντάδες.
Φωτογραφίες – πληροφορίες: Δημήτρης Μαραγκάκης