Του Γιώργου Παναγιωτάκη*
Η Κωνσταντινούπολη η “Νέα Ρώμη” η “Νέα Ιερουσαλήμ” κατά τους βυζαντινούς, και η “Δερ αλιέ” δηλαδή η υψηλή κατά τους Οθωμανούς πύλη, χτισμένη στο κέντρο των τεσσάρων του κόσμου μερών κατά τον Μ. Δούκα, δεν συνδέει μόνο δύο θάλασσες και δύο ηπείρους. Σκαλίζοντας κανείς το πλούσιο ιστορικό της υπέδαφος, βρίσκει τα αλλεπάλληλα στρώματα του παρελθόντος, στα οποία είναι “γεγλυμμένη” η μακρόχρονη και περιπετειώδης διαδρομή της.
Η άκρη της χάνεται σε βάθος χρόνου. Τον 7ο π.Χ. αι. δέχεται τους πρώτους άποικους, που προέρχονται από τα Μέγαρα.
Από τότε, άλλοτε βρίσκεται στεφανωμένη με δόξες, μεγαλεία, και τιμές, και άλλοτε είναι ντυμένη το πένθος της συμφοράς και της θλίψης.
Η ξακουστή Πόλη αναδεικνύεται όχι μόνο σε χωνευτήρι πολιτισμών και ιδεών, αλλά αποτελεί και το επίκεντρο θρησκευτικών, πολιτιστικών και πολιτικών συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων. Δημιουργεί πάντα ακμή και ασκεί μια ξεχωριστή γοητεία, που κάνει πολλούς λαούς να την εμπλέξουν στα όνειρά τους και να την συνεισαγάγουν στις κατακτητικές τους επιδιώξεις.
Για το λόγο αυτό, δεν ζει αδιατάρακτο ύπνο, και την ηρεμία και γαλήνη, γνωρίζει μόνο ως διαλείμματα.
Γότθοι, Βησιγότθοι, Οστρογότθοι, Ούννοι, Άβαροι, Άραβες Πέρσες, Σλάβοι, Βούλγαροι, Ρώσοι, Σαρακηνοί, Λατίνοι, Λογγοβάρδοι, ανήκουν στην κατηγορία των επίδοξων κατακτητών της. Γύρω από τα ιστορικά της τείχη, φυλές διαφόρων λαών και τόπων προέλευσης συγκεντρώνονται και δοκιμάζουν τα κάθε μορφής όπλα τους. Αδυνατούν όμως να την κατακτήσουν. Τα ισχυρά τείχη της και η γενναιότητα των υπερασπιστών της πολλές φορές την κάνουν απόρθητη.
Αν όμως γι’ αυτούς αποτελεί ευσεβή πόθο και ανεκπλήρωτο όνειρο, για τον τελευταίο κατακτητή τον Μωάμεθ Β’ γίνεται πραγματικότητα, στις 29 Μαΐου 1453.
Η πληγή που ανοίγουν οι σταυροφορίες το 1204 παραμένει πάντα ανοικτή. Με πρόσχημα την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους Σελτζούκους-Τούρκους οι σταυροφόροι φιλοδοξούν να κυριαρχήσουν και να επιβάλουν την πρωτοκαθεδρία τους στο χριστιανικό κόσμο της Ανατολής. Παράλληλα εξυπηρετούνται και άλλοι εμπορικοί σκοποί, αφού ανοίγονται οι κλειστοί εμπορικοί δρόμοι των χωρών της.
Το Βατικανό θεωρεί τους Βυζαντινούς ως τον πιο άσπονδο εχθρό της χριστιανοσύνης, και την Κωνσταντινούπολη από την ίδρυσή της μάλιστα, ως την πόλη των αιρετικών και της αμαρτίας. Αρχίζουν λοιπόν οι σταυροφορίες που ερεθίζουν τους λάτρεις της περιπέτειας και του πλιάτσικου.
Ένα από τα θύματά του είναι και η Κωνσταντινούπολη. Σκηνές από την κατάληψη της πόλης διασώζει ο Γ. Βιλλαρδουϊνος στο έργο του “Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους 1204” όπου γράφει μεταξύ των άλλων:
“…. Οι κραυγές της μάχης ήταν τόσο μεγάλες και νόμιζες πως γκρεμίζεται η γη… Οι ιππότες… βγήκαν στη στεριά και στήσανε σκάλες πάνω στα τείχη και ανέβηκαν πάνω στα τείχη με ορμή, και κατέλαβαν κάπου τέσσερις πύργους. Και άρχισαν να αποβιβάζονται… Και σπάσανε κάπου τρεις πύλες και μπήκαν μέσα… και η Κωνσταντινούπολη κατακτήθηκε τη Δευτέρα 12 Απριλίου 1204.
Μπαίνοντας στην πόλη οι σταυροφόροι αρχίζουν “εν ονόματι του σταυρού” τις ανελέητες σφαγές τους.
Σφάζουν χωρίς διάκριση, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, λεηλατούν με ληστρική μανία τα σπίτια και τις εκκλησίες, αφαιρώντας ή θρυμματίζοντας τα αριστουργήματα της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Λείψανα της αρπαγής που ξεπερνά κάθε όριο, βρίσκονται σήμερα στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας και σε πολλές εκκλησίες της Γαλλίας. Τα λιοντάρια του Πειραιά, της Δήλου με άλλα έργα της κλασικής Αθήνας, συμπληρώνουν, αλλά και αναδεικνύουν το μέγεθος της αρπαγής. Κατά τις απόψεις των Βυζαντινών και των Δυτικών τα 2/3 του παγκόσμιου πλούτου κατέχει η Κων/λη. Αντιλαμβάνεται ο καθένας το μέγεθος της καταστροφής και της λεηλασίας.
Οι πράξεις αυτές των σταυροφόρων δείχνουν φανερά τις πραγματικές τους προθέσεις. Αποτελούν απλά το πρόσχημα για λεηλασία, αρπαγή και κατάκτηση νέων τόπων.
Μετά τη λεηλασία, λαφυραγωγία και καταστροφή της πόλης, οι Λατίνοι ανακηρύσσουν Αυτοκράτορα τον Κόμη της Φλάνδρας Βαλδουΐνο και πατριάρχη και Αρχηγό της Καθολικής Εκκλησίας της Νέας Αυτοκρατορίας τον Θωμά Μοροζίνη. Καταλύεται έτσι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία και η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία υποτάσσεται στην παπική εξουσία. Τα εδάφη της μοιράζονται στους Φράγκους και Λατίνους, οι οποίοι δημιουργούν τα διάφορα κρατίδια (Βασίλεια-Πριγκιπάτα).
Η Κρήτη προσφέρεται ως δώρο στον Βονιφάτιο τον Μομφερατικό. Εκείνος όμως άπειρος και απρόθυμος για περιπέτειες, περιορίζεται στη Θεσσαλονίκη και την πουλεί στους Βενετούς στην ευτελή τιμή των 1000 μάρκων αργύρου (5000 περίπου χρυσά δουκάτα).
Στο μεταξύ οι κάτοικοι των επαρχιών που οι σχέσεις τους με την πόλη δεν είναι καλές λόγω της εξαντλητικής φορολογίας και της οικονομικής τους καταπίεσης, δεν μένουν αδρανείς. Αφυπνίζονται μπροστά στα δραματικά γεγονότα της πόλης. Καλλιεργείται αμέσως το πνεύμα της αντίστασης και της επανακατάληψης της, γεγονός που πετυχαίνουν το 1261, οπότε στέφεται Αυτοκράτορας ο Μιχαήλ Η’. Παλαιολόγος.
Άλλο προγενέστερο γεγονός που διασαλεύει την ενότητα και επιδρά στην επιδείνωση της όλης κατάστασης στην Κωνσταντινούπολη είναι η Εικονομαχία των ετών 726-843.
Ο θρησκευτικός φανατισμός που καλλιεργείται μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων παρατάξεων, δημιουργεί ασυμβίβαστες ακρότητες, που κινούνται μακριά από το πνεύμα του Χριστιανισμού.
Οι Εικονομάχοι υποστηρίζουν ότι η εικονολατρία είναι προϊόν αμάθειας και αγνωσίας. Επικαλούνται ακόμα την άποψη ότι οι εικόνες αποσπούν το σεβασμό του χριστιανού και όχι τη λατρεία του. Πρώτος υποκινητής της Εικονομαχίας είναι ο Αυτοκράτορας Λέων ο Ίσαυρος που με το διάταγμά του το 726 “ήρξαντο της κατά των αγίων και σεπτών εικόνων καθαιρέσεως λόγον ποιείσθαι”.
Η Εικονομαχία που υποστηρίζεται ότι έχει και πολιτικά κίνητρα, ταλαιπωρεί την Πολιτεία, την Εκκλησία και τη βυζαντινή γενικότερα κοινωνία, λήγει τελικά με την αναστήλωση των εικόνων. Η Εκκλησία επουλώνει τις πληγές της, μπαίνει η σφραγίδα της πνευματικής αναγέννησης, και συντελείται ο εκχριστιανισμός των Χαζάρων, Μοραβών, Βουλγάρων και Ρώσων. Με το τέλος ακόμα της Εικονομαχίας, αποκαθίσταται η εκκλησιαστική ειρήνη και επανέρχεται η λατρευτική παράδοση.
Φαίνεται ότι οι Εικονομαχίες και οι δύο αντιτιθέμενες ιδεολογικές τάσεις, δεν αφήνουν αδιάφορη την Κρήτη. Στους εικονολατρικούς κύκλους ανήκει και ο Κρητικός μοναχός Ανδρόνικος ο οποίος κατατάσσεται στους μάρτυρες της Εικονομαχίας αφού θανατώνεται στην Κωνσταντινούπολη το 767. Στο Κάστρο τιμάται με εκκλησία αφιερωμένη στο όνομά του. Κατά τον καθηγητή Θεοχάρη Δετοράκη, η εκκλησία αυτή μετατρέπεται από τους Τούρκους σε βαλανείο. Πρόκειται για το Ντιζντάρ Χαμάμ.
Άλλος εικονόφιλος μάρτυρας γεννημένος “εν τω επιλεγομένω της Κρήτης Κάστρω” είναι ο επίσης μοναχός Ανδρέας “ο εν τη Κρίσει”. Επειδή ασκεί “ευθαρσώς” κριτική κατά του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Ε’ για την πολεμική του κατά των εικόνων συλλαμβάνεται “και δια σχοινίου δεθείς περιήγετο εις τας οδούς”. Υποβάλλεται ακόμα και σε άλλα φρικτά βασανιστήρια, στα οποία υποκύπτει τελικά, τον Οκτώβριο του 767. Ο τάφος του στο γυναικείο μοναστήρι της Κρίσης αποτελεί ένα από τα μεγάλα προσκυνήματα της Πόλης. Η μονή έχει μετατραπεί σε τζαμί με το όνομα (Κοτζά Μουσταφά πασά). Η μνήμη του τιμάται στις 17 Οκτωβρίου.
Αφησε μεταξύ των άλλων εικοσιτρείς ομιλίες, που φανερώνουν την πνευματικότητα και τη ρητορική του δεινότητα.
Β’ Άλωση της πόλης
Οταν ανακηρύσσεται αυτοκράτορας ο Κωνσταντίνος Α’ Παλαιολόγος το 1448 η Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρίσκεται σε αποκαρδιωτική κατάσταση. (Οικονομική παρακμή, διαφθορά της δικαιοσύνης, θρησκευτικές έριδες, άνθηση της μοναχικής ζωής, μείωση του στόλου, αντιπαλότητες διάφορες, προβλήματα επισιτισμού, μετανάστευση στη Δύση κ.α.). Ολες αυτές οι αρνητικές συγκυρίες, διαμορφώνουν ένα πτοημένο ψυχολογικά κλίμα που μπορεί να συγκροτήσει μόνο μια υποτυπώδη άμυνα. Υπάρχει ακόμα μια παράταξη απρόθυμη να εναντιωθεί στους Τούρκους.
Ο Λουκάς Νοταράς που κατέχει το υψηλότερο μετά τον Αυτοκράτορα αξίωμα, διαπορεί και τελικά αποφαίνεται με τη χαρακτηριστική φράση: “Κρειτότερον εστιν ειδέναι εν μέση τη πόλει φακιόλιον βασιλεύον Τούρκων ή καλύπτραν λατινικήν”. Γνώστης των αδυναμιών αυτών ο Μωάμεθ Β’ ο πορθητής, πολιορκεί την Πόλη με μεγάλη στρατιωκή δύναμη που υπολογίζεται σε 200.000 καλά εκπαιδευμένους άνδρες. Διαθέτει ακόμα αξιόμαχο στόλο και 400 πλοία. Οι υπερασπιστές αντίθετα της Πόλης ανέρχονται σε 7-8000 από τους οποίους οι 300 είναι μισθοφόροι που δεν αγωνίζονται “υπέρ βωμών και εστιών”. Η πολιορκία της Πόλης αρχίζει επίσημα από τις 7 Απριλίου 1453. Η γεωγραφική θέση της ως γέφυρας μεταξύ της Ανατολής και της Ευρώπης, ενισχύει το κράτος των Οσμανιδών ανοίγοντας την πύλη για την κατάκτηση και άλλων ευρωπαϊκών εδαφών. Η προοπτική της λεηλασίας τονώνει την πολεμική ορμή και τα λόγια του Σουλτάνου εμψυχώνουν τους Τούρκους μαχητές. Ο Βενετός ιστορικός Ν. Barbaro διασώζει μεταξύ των άλλων και τις τουρκικές απειλές και γράφει: “Θα έχομεν τόσον πλούτον ώστε θα είμεθα όλοι χρυσός και εκ των γεννείων των Ελλήνων θα κατασκευάσωμεν σχοινία δια να προσδέσωμεν τους κύνας μας”. Από την πλευρά του Αυτοκράτορα υπάρχουν υποσχέσεις ενίσχυσης από την Δύση που όμως ποτέ δεν υλοποιούνται.
Στην αντιπροσωπεία που στέλνει ο Σουλτάνος στον Κωνσταντίνο, του υπόσχεται ότι μπορεί να φύγει ο ίδιος και όσοι άλλοι το επιθυμούν συναποκομίζοντες και τα υπάρχοντά τους. Η απάντηση που αποκομίζει, γεμάτη φιλοπατρία, υψηλό φρόνημα και αίσθημα ευθύνης λέει: “Το δε την πόλιν σοι δούναι ουκ εμόν εστίν ουτ’ άλλου των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα, της ζωής ημών”.
Έτσι μέχρι τις μεσημεριανές ώρες της 29ης Μαΐου σε μια από τις πιο μεγάλες στρατιωτικές επιχειρήσεις στον κόσμο, η Πόλη πέφτει στα χέρια των Τούρκων. Ο ιστορικός Γ. Σφραντζής αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας μας λέει: “Οι πάντες επί τα τείχη ανεβαίνουν και ω φρίξον ήλιε! Ω στέναξον γη εάλω η πόλις”.
Ο Κωνσταντίνος πολεμώντας ως απλός στρατιώτης πέφτει στην πύλη του Ρωμανού. Το “παραπόρτιον”, η κερκόπορτα έχει κάνει το θαύμα του. Πριν από το τέλος του ζητά τον αποκεφαλισμό του, προκειμένου να γλιτώσει από τα χέρια των Τούρκων λέγοντας:
“Ουκ εστί τις των χριστιανών του λαβείν την κεφαλήν μου απ’εμού;”. Μια άλλη άξια προσοχής περίπτωση, αναφέρεται στην τελευταία αυτή επιθυμία η οποία απευθύνεται στους Κρητικούς υπερασπιστές της Πόλης. Στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών διαβάζουμε:
“Κόψετε το κεφάλι μου χριστιανοί Ρωμαίοι.
Επάρετέ το Κρητικοί βαστάτε το στην Κρήτη” και συνεχίζει ο συντάκτης του λήμματος. Το περιεχόμενο αυτό έχει κάποια συμβολική σημασία.
Είναι σαν να παίρνει η Κρήτη την κληρονομιά του Βυζαντίου, για να την διατηρήσει και να την αναπτύξει περισσότερο.
Ετσι, όπως γράφτηκε, τον βασιλιά εστεφάνωσε η δόξα και μαρμάρωσε ο θρύλος.
Σκηνές αλλοφροσύνης διαδραματίζονται σ’ ολόκληρη την πόλη. Στα επινίκια της διαρπαγής και λεηλασίας, παίρνουν μέρος όλοι οι Τούρκοι. Η Πόλη για μια ακόμα φορά δέχεται το τυφλό και ασυγκράτητο μίσος των κατακτητών. Ο,τι έχει απομείνει από τη λεηλασία των σταυροφόρων, εξαφανίζεται ή δέχεται μεταμορφωτικές επεμβάσεις και αλλοιώσεις. Τα σμήνη των επιδρομέων δρουν κατά “συμμορίες” και οργανωμένες ομάδες όπως διασώζει ο Ν. Βarbaro. Ο μεγαλοπρεπής ναός της Αγίας Σοφίας, που εννοιολογικά ταυτίζεται με την ίδια την Πόλη, μετατρέπεται αμέσως και με κάθε επισημότητα σε μουσουλμανικό τέμενος, σφραγίζοντας έτσι τη νέα τάξη πραγμάτων και τη συντέλεια της “πρεσβυτέρας” πόλης. Ο Δούκας περιγράφοντας την κατάσταση της Πόλης λέει: “Ποια τοίνυν γλώσσα εξισχύσει του ειπείν και λαλήσαι την γενομένην εν τη πόλει συμφοράν και την δεινήν αιχμαλωσίαν και την πικράν μετοικεσίαν ην υπέστη;… Ην γαρ η πόλις άοικος ούτε κτήνος ούτ’ όρνεον κραυγάζων ή λαλών εντός”.
Η άλωση της Πόλης έχει τεράστια απήχηση στη Δυτική Ευρώπη, αφού ραγίζει το προπύργιο του ευρωπαϊκού πολιτισμού και της Ορθοδοξίας. Ο Στέφαν Τσβάιχ εκτιμώντας με το δικό του τρόπο το μέγεθος της συμφοράς, γράφει: “Η ανθρωπότητα δεν θα μπορέσει να εκτιμήσει ποτέ σε όλη του την ένταση το κακό που μπήκε από την κερκόπορτα εκείνη τη μοιραία ώρα…”. Ετσι, το τραύμα που άνοιξαν οι χριστιανοί σταυροφόροι το 1204, έγινε πληγή θανάσιμη και αθεράπευτη από τους Μουσουλμάνους το 1453.
Ο Κώστας Καργάκης στην τελευταία ποιητική του συλλογή “Η μνήμη των Βουνών με τον τίτλο “Απελάτες” πλέκει το θρηνητικό ύμνο για την Κωνσταντινούπολη και τελειώνοντας τονίζει:
… Νύκτα αιώνων της μεγάλης πατρίδας τον ήλιο εσκέπαζε, και πληγές ανοιχτές κράτησαν τη μνήμη βαθιά λαβωμένη, δυνατά να πονεί, σε όποιο πλευρό κι αν την αγγίξεις.
Με την κατάκτηση της Κνωσταντινούπολης σχηματίζονται τα όρια της νέας αυτοκρατορίας, που εκτείνονται από τη Μεσοποταμία ως την Αδριατική με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη μέχρι το 1926. Από τα ερείπια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αναδύεται η Αυτοκρατορία των Οθωμανών με τα νέα της όρια.
Λίγο αργότερα καταλαμβάνεται η Αθήνα, το Δεσποτάτο του Μορέως, η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και στο τέλος του αι. προσαρτάται στο τουρκικό κράτος ολόκληρη η Βαλκανική Χερσόνησος.
Με την πτώση της Πόλης και τις μετακινήσεις πληθυσμών, διαμορφώνεται μια άλλη κατάσταση στη Δυτική Ευρώπη. Η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ γράφει σχετικά “… Οι Βυζαντινοί που κατέφυγαν στις βενετοκρατικές κτήσεις και πολιτείες μετά την τουρκική επέκταση και την πτώση της Μικρασίας και βέβαια μετά την πτώση της αυτοκρατορίας το 1453, έγιναν αν όχι οι εμπνευστές, σίγουρα άξιοι μέτοχοι του αναγεννησιακού πνεύματος που γνωρίζει η Δύση, με την εφεύρεση της τυπογραφίας, την ανακάλυψη της Αμερικής και τη λουθηριανή μεταρρύθμιση…”
Γ’ Κρήτες, οι τελευταίοι υπερασπιστές του Βυζαντίου
Οι αιματηροί και σκληροί αγώνες των Κρητικών τόσο στο νησί όσο και εκτός, δεν απασχολούν σχεδόν καθόλου τους επίσημους ιστορικούς του έθνους μας. Οι αγώνες τους έτσι κινούνται στις σκιερές παρυφές της ιστορίας και όχι στις φωτιζόμενες κορυφογραμμές της. Στην αφανή αυτή ατμόσφαιρα κινείται και η πρόθυμη συμμετοχή των Κρητικών στην πολιορκία και άλωση της Πόλης. Οι ορδές των Οθωμανών ετοιμάζουν την πολιορκία της Πόλης, ο Κωνσταντίνος απελπισμένος ζητά βοήθεια από τη Δύση, τον αδελφό του Δεσπότη του Μυστρά και την Κρήτη που ανταποκρίνεται πρόθυμα. Η βοήθεια του αδελφού του δεν φτάνει ποτέ, γιατί την προλαβαίνουν οι Τούρκοι στην Κόρινθο και πέφτει στα χέρια τους. Ο Μωάμεθ ο Πολιορκητής θέλει με κάθε τρόπο και μ’ οποιαδήποτε θυσία να καταλάβει την πόλη. Τη ζοφερή ατμόσφαιρα που επικρατεί τότε, μας την μεταφέρει ο Σφραντζής και γράφει: “… Στενάζων εκ καρδίας, καπνός εκ του στόματος αυτού εξέβαινε. Και ελογίζετο τι έδει ποιήσας, ίνα την πόλιν πλείον θλίψη και στενοχωρήση και δια θαλάσσης και ξηράς την πολιορκίαν δώση…”
Αλλά και ο ποιητής Ι. Κόντος με ποιητικό τρόπο μας μεταφέρει το κλίμα της εποχής όταν γράφει: “Οι Τούρκοι μοιάζουν μυρμηγκιά! Ολο και νέα φουσάτα στέλνει ο Σουλτάνος να σφαγούν φτάνει να πέσ’ η πόλη”. Το θλιβερό μαντάτο της επικείμενης πολιορκίας της πόλης, φτάνει στην Κρήτη. Αποδέκτης ο Σφακιανός Μανούσος Καλλικράτης. Χίλια παλικάρια απ’ όλη την Κρήτη με 5 πλοία αναχωρούν από τη Σούδα στις 15 Μαρτίου 1453, αποφασισμένα να πολεμήσουν και να σκοτωθούν. Θάνατος ή νίκη είναι γι’ αυτά ζήτημα τιμής. Τα καράβια ξεκινούν χωρίς να συναντήσουν σοβαρά εμπόδια μέχρι τον Μαρμαρά (αρχαία Προποντίδα) όπου συναντούν τουρκικά καράβια. Σε μια ναυμαχία βυθίζουν μεγάλο αριθμό απ’ αυτά αλλά χάνουν και οι Κρητικοί δυο πλοία.
Η άφιξή τους στην Κωνσταντινούπολη γίνεται δεκτή με ασυγκράτητο ενθουσιασμό και ξεχωριστή ικανοποίηση. Υπολογίζεται ότι εκείνοι που δεν έχουν λαβωθεί και μπορούν να πολεμήσουν υπολογίζονται σε 600. Οι Κρητικοί αυτοί υπερασπιστές τοποθετούνται στους πύργους Αλεξίου, Λέοντος και Βασιλείου. Κι ενώ την αποφράδα εκείνη μέρα της 29ης Μαΐου 1453 η Πόλη πέφτει στα χέρια των Τούρκων, οι τρεις πύργοι εξακολουθούν και αντιστέκονται. Το πείσμα των Κρητικών στέκεται ανυποχώρητο μπροστά στην τουρκική μανία. Τη σκηνή αυτή περιγράφει ο ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος και λέει σχετικά: “… Οι άνδρες ούτοι ηδύναντο να φύγουν… αλλ’ όμως και περιβλέποντες ότι πάσα η πόλις εδουλώθη, ούτε να φύγωσιν ηθέλησαν, ούτε να παραδοθώσιν επείθοντο, αλλ’ επέμειναν εκθύμως, ανταγωνιζόμενοι δια την αετοφόρον σημαίαν, ήτις εξηκολούθει εκεί μόνον πτερυγίζουσα. Το πράγμα ανηγγέλθη εις τον Σουλτάνον, ο δε, θαυμάσας την γενναιότητα των ανδρών, διέταξε να παύση η προσβολή και να είπωσιν αυτοίς ότι δύνανται να εξέλθωσιν μετά των τιμών του πολέμου ως λέγεται σήμερον, ελεύθεροι αυτοί τε και η ναυς αυτών και πάσα η αποσκευή, ην είχον ως λέγει ο Φραντζής προσεπιφέρων ότι και ούτω γενομένων, πάλι μόλις εκ του πύργου τούτου έπεισαν απελθείν…”
Στους πύργους τελικά βρίσκονται 170 όρθιοι ή λαβωμένοι, οι οποίοι επιβιβάζονται στα καράβια που τους περιμένουν για την επιστροφή τους στην Κρήτη. Είναι οι πρώτοι που μεταδίδουν την είδηση στα νησιά που περνούν, ότι “εάλω” η Πόλη. Ο καπετάν όμως Πέτρος Κάρχας ή “Γραμματικός” από την Κυδωνία είναι λαβωμένος βαριά και παρακαλεί τον καπετάν Χαρκούτση να τον αφήση στο Άγιο Όρος, γιατί κινδυνεύει να πεθάνει στο τόσο μακρινό για την Κρήτη ταξίδι. Ο ίδιος από ενδιαφέρον φροντίζει και καταγράφει σε χειρόγραφο την ιστορική αυτή συμβολή που ανακαλύπτεται το 1919 στη Μονή Βατοπεδίου, όπου και φυλάσσεται σήμερα. Το σύντομο αλλά πολύτιμο αυτό χειρόγραφο διασώζεται με τον ακόλουθο τρόπο, όπως ο ίδιος γράφει: “… Οταν εμείς εβγήκαμεν από τα Δαρδενέλλια και εγώ είδα, πως δεν ήταν δυνατόν ν’ ανθέξω ως που να φθάσωμεν εις Κρήτην, διότι ίσως θα εκάναμεν και οχτώ και δέκα μέρες ακόμη, δια να φθάσωμεν, επειδή ο Βορριάς είχεν αρχίσει ως τόσο να γυρίζη στο Λεβάντε, εζήτησα από τον καπετάν Χαλκούτση να βάλη πλώρη στο Αγιον Ορος και να με αφήσει εμένα εκεί στο Μοναστήρι του Βατοπεδίου, όπου ήξερα ότι υπήρχε πάντα γιατρός δια να περιποιηθή τση πληγές μου. Και αυτό έγινε.
Κι εδώ εις την Μονήν όταν ο Γραμματικός επήρε και πάλι το μοναχικό σχήμα με το όνομα Ιερώνυμος, έγινε καλά χάρις εις την βοήθειαν του Θεού και του καλού γιατρού και έζησεν ακόμα οκτώ έτη, χωλός μεν από το ένα πόδι, αλλά χωρίς αυτό να τον εμποδίζει εις τα καθήκοντά του ως ιερέως. Επειδή όμως είχεν εξασθενήσει η όρασίς του και το δεξιόν του χέρι έτρεμεν από ένα τραύμα που είχε πάρει εκεί, ανέθεσεν εις εμέ, τον συμπατριώτην και Μοναχόν εις την ιδίαν Μονήν να γράψω εγώ την παρούσαν ιστορίαν, προς δόξαν και αιώνιον μνημόσυνον όλων των γενναίων ανδρών της Κρήτης, που αγωνίστηκαν και απέθαναν δια την πίστην του Χριστού και την πατρίδα και να την υπογράψω εγώ, αντίς αυτού.
Καλλίνικος, Μοναχός της Μονής
Βατοπεδίου Αγίου Ορους
Εξ Ανωπόλεως Σφακίων.
Ο ποιητής Ι. Κόντος που τυχαία συναντά το μοναδικό αυτό χειρόγραφο το 1919 ενθουσιασμένος από την ανακάλυψη αυτή, εμπνέεται απ’ αυτό και συνθέτει ένα δίτομο “ιστορικό επικό ποίημα”. Στο ποίημα αυτό, που περιέχει χιλιάδες εκφραστικούς στίχους και ζωντανές σκηνές με τη δημώδη κρητική διάλεκτο διαφαίνεται η ικανότητα του ποιητή, η φυσικότητα, η περιγραφικότητα, αλλά και ο ποιητικός εθνικός του οίστρος.
Κακά μαντάτα πήρε ψες ο Καπετάν Μανούσος
Δρουγγάρης χρόνια μυστικός στο πλόϊμα της Κρήτης…
Το μήνυμα το θλιβερό, σαν διάβασε αραγμένος
Στην Κίσαμο, σύναξι αυτός στο Μοναστήρι κράζει…
Τώρα κάθε εις μας το μπορεί ογλήγορα ας το κάμη
μ’ όλη την άγια προθυμιά
που δείχνουν κι οι γονείς μας
κάθε φορά που η ακριβή πατρίδα τους καλούσε.
Παράλληλα με τη σύναξη που πραγματοποιείται στην Κίσσαμο στέλνει τον Παυλή Καματερό να ενημερώσει τους κατοίκους του Κάστρου για το θλιβερό μαντάτο.
Με το λιοφέγγαρο οδηγό και του Πελάου τη λάμψη
στ’ αριστερά του σαν σπαθί,
μαζί και σαν τιμόνι
σκίζει πεδιάδες και βουνά,
λαγκάδια και μαδάρες,
σαν αετός, που μακριά
βλέπει το θήραμά του
κι ανοίγει διάπλατα φτερά
να τρέξη να το φτάση…
Κι’ όταν μετ’ από είκοσι δυο,
στο Χάνδακα ήταν ώρες,
χωρίς φαγί, χωρίς νερό
κι’ άτι και καβαλλάρης
τ’ ωραίο τ’ άτι μονομιάς
νεκρό σωριάστη χάμου…
Το πρωινό όλο με χορούς επέρασε και γλέντι.
Από τους άντρες του βουνού που μεσ’ τη χώρα μπήκαν, για να “δηλώσουν” στον Παυλή πως θεν να πολεμήσουν.
Με το βασίλεμα του Ηλιού δρόμωνας και γολέττα.
Ο Αντρέας στο ένα κι ο Παυλής στο άλλο Καπετάνιος.
Στη Σούδα γίνεται υποδοχή των δύο καραβιών με τους εθελοντές τους με ξεχωριστή ικανοποίηση και ενθουσιασμό.
Ο συγκρητισμός και ο ρόλος της υψηλής εθνικής αποστολής τους ενδυναμώνουν το φρόνημα και τους τονώνουν την αισιοδοξία.
Την ώρα κείνη μια φωνή απ’ τα καράβια βγαίνει τα Σφακιανά που σαν βροντή τη Σούδα όλη ντραντάζει, λέγοντας: “Γεια σας Καστρινοί! Γεια σας παιδιά του Κάστρου”!
Κι αυτή η φωνή ‘ναι των Σφακιών-Κισσάμου και Σελίνου
-Αποκορώνου κι Αμαριού-Ρεθύμνου, Κυδωνίας.
Που τσ’ άλλους Κρήτες χαιρετά και τους καλωσορίζει.
Και τα παιδιά της Μεσαριάς του Χάνδακα της Ίδης
Μαλεβιζιού, Μονοφατσιού, Τεμένους και της Δίχτης.
Στη βροντερή τούτη λαλιά μ’ όμοια λαλιά απαντούνε
που σείεται άλλη μια φορά της Σούδας το λιμάνι.
Κι ό,τι καθένας τους κρατά πανί, το σει μαντήλι
και συναλλήλους τους θερμής αγάπης λόγια λένε.
Είναι στενός ο αδελφωμός που στα παιδιά της Κρήτης
το σμίξιμο των καραβιών γεννά την ώρα τούτη…
Ώρες τρεις βάσταξε η δουλειά, κι ως τόσο όλα τα πάντα είν’ έτοιμα και μοναχά το σήμαντρο απομένει.
Το σήμαντρο που θε να πη: Σαλπάρετε! Ήρθε η ώρα!
Ύστερα απ’ ώρες τρεις σωστές, τα πέντε τα καράβια,
αφήνοντας στ’ αριστερά το φοβερό Ακρωτήρι
που τώρα ήμερο γελά και παίζει με το κύμα
στο πέλαγος σιγά σιγά ξανοίγονται ζητώντας
να βρουν το δρόμο, που γοργά στην πόλη θα τα φέρει…
Στο Μαρμαρά χάνονται οικειοθελώς δύο καράβια, για να σωθούν οι περισσότεροι που βρίσκονται στα άλλα 3 καράβια.
Για τους οκτώ αυτούς εθελοντές του θανάτου, όπως λέει ο θρυλικός αρχηγός Μανούσος Καλλικράτης, ο ποιητής αφιερώνει την ικμάδα της ποιητικής του απόδοσης και γράφει:
Από τους άντρες τους εφτά καθώς μαθεύτη αμέσως
τέσσερις ήταν Σφακιανοί και τρεις από το Κάστρο.
Στ’ άγριο κείνο το νησί, τα δύο τ’ άλλα καράβια,
Γολέττα και Δρομώνι αυτά που κράτησε ο Δρουγγάρης
με τους εφτά πολεμιστές, λύτρα να τους προσφέρει
στον Τούρκο τσ’ άλλους τους πολλούς συντρόφους να γλυτώσει
πάνω στους βράχους της ακτής είναι ριγμένα τώρα,
από τον άγριο το Βορηά π’ έγινε ο πλοίαρχός τους…
Το τέλος τούτων των αντρών μάτι Γραικού δεν είδε.
Προπονησιώτες μοναχά χριστιανοί ψαράδες
που μετά μήνες μερικούς ρωτήθηκαν αν είδαν
τίποτε ανθρώπους στα σκαφιά κοντά τα καυμένα
πνιγμένους είτε ζωντανούς, μ’ αυτές κι αυτές τις όψεις,
είπαν πως είδαν τα σκαφιά τα δυο όπου καήκαν,
στους βράχους τ’ άγριου νησιού και πως σε
τούτα μέσα ηύραν οκτώ μαύρα κορμιά, ανθρώπων καυμένα
που δεν εχώριζε κανείς, αν ήσαν νέοι ή γέροι
Τούρκοι ή Ρωμιοί και μαναχά απ’ ένα σταυρουδάκι
που βρέθη στο λαιμό ενός την πίστι τους εννοιώσαν…
και τους τραβήξανε κρυφά και κάπου ‘κει τους θάψαν
κοντά στους βράχους, στην οχτή που βρήκαν λίγο χώμα.
Αυτό με γράμματα χρυσά θα γράψει ιστορία
μια μέρα. Και σαν ιερό προσκύνημα θα μείνει
ο τάφος των παλικαριών που πέφτουν μ’ έτοιο τρόπο!
Και κάθε χρόνο μια φορά το Γένος των Ρωμαίων
ολόκληρο στον τάφο αυτόν θα ‘ρχεται και θα ραίνει
μ’ άνθη τους άντρες που μ’ αυτή δοθήκανε την Πίστη…
Το Κρητικό Ανακάλημα ή Ανακάλεσμα που είναι ένα θρηνητικό άσμα για την άλωση της Κωνσταντινούπολης και από πολλούς αποδίδεται σε Κρήτες το στιχούργημα αυτό, πιθανόν
να έχει σχέση με την επιστροφή των Κρητών υπερασπιστών της Πόλης.
Στους στίχους μετάδοσης της Άλωσης της Πόλης διαβάζουμε:
“Καράβιν εκατέβαινε’ς μέρη της Τενέδου,
και κάτεργον το απάντησε,
στέκει κι αναρωτά το.
Καράβιν πόθεν έρχεσαι
και πόθεν κατεβαίνεις;
Έρχομαι απ’ τ’ ανάθεμα
κ’ εις το βαρύν το σκότος,
απ’ την αστραποχάλαζην
απ’ την ανεμοζάλην
από την Πόλιν έρχομαι
την αστραποκαμένη
εγώ γομάριν δεν βαστώ
αμέ μαντάτα φέρνω
κακά δια τους Χριστιανούς,
πικρά και θολωμένα.
Οι Τουρκιώται ήρθασιν,
επήρασιν την πόλην,
απώλεσαν τους Χριστιανούς
εκεί και πανταχόθεν”.
Σε άλλο στίχο στο ίδιο Ανακάλημα περιέχεται η ευχή και η παράκληση.
“Ήλιε μου, ανάτειλε παντού, ούλον τον κόσμον φέγγε, κι έκτεινε της ακτίνας σου σ’ όλην την οικουμένην, κ’εις την Κωσταντινούπολιν την πρώτη φουμισμένη και τώρα την Τουρκόπολιν δεν πρέπει πιο να φέγγης.
Το κείμενο περιέχεται στο χειρόγραφο της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισιού (αριθ. 2873).
Πολλοί ακόμα λόγιοι ή δημώδεις θρήνοι καταγράφο-νται και διασώζουν την τραγική πραγματικότητα της Άλωσης.
Ένα άλλο σημαντικό επίσης ιστορικό χειρόγραφο που βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου και προέρχεται από την ιστορική μονή της Αγκαράθου γραμμένο από κάποιο μοναχό προφανώς ως “ενθύμιο” αναφέρει σχετικά με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης τα ακόλουθα:
“Eις αυνγ (1453) Ιουνίου κθ’ (29) καθ’ ημέρα Σαββάτου, ήλθαν από την Κωνσταντινούπολιν καράβια τρια Κρητικά, του Σγούρου Υαληνά (Διαλυνά) και του Φιλομάτου, λέγοντας ότι εις την κθ’ του Μαΐου μηνός της Αγίας Θεοδοσίας ημέρα Τρίτη ώρα Γ’ της ημέρας εισέβησαν οι Αγαρηνοί εις την Κωνσταντινούπολιν το φωσάτον του Τούρκου Τζελεπή Μεεμέτη και είπον ότι απέκτειναν τον κυρ Κωνσταντίνον τον δραγάσιν και Παλαιολόγον. Και εγένετο ουν θλίψις και πολύς κλαυθμός εις την Κρήτην δια το θλιβερόν μήνυμα όπερ ήλθεν. Ό,τι χείρον τούτο ου γέγονεν ού τε γενήσεται. Και Κύριος ο Θεός ελεήσας ημάς και λυτρώσεται ημάς, της φοβεράς αυτού απειλής.
Αξίζει τέλος να σημειώσουμε ότι τα μαύρα πουκάμισα των Κρητικών και τα μαύρα κεφαλομάντηλα, συμβολίζουν το πένθος τους για την άλωση της Πόλης. Τα κρόσια επίσης του κεφαλομάντηλου συμβολίζουν τα δάκρυα των Κρητικών εξαιτίας της εθνικής αυτής συμφοράς.
Ένα “ιστορικό επεισόδιο” μετά από 466 χρόνια φέρνει και πάλι την Κωνσταντινούπολη στην επικαιρότητα.
Οι χιλιόχρονοι θόλοι της Αγ. Σοφίας βυθισμένοι στη σιωπή και την αφωνία, ξαφνιάζονται όταν ακούν το “Ευλογητός ο Θεός” του ιερέα Π’’Λευτέρη Νουφράκη από τις Αλώνες του Ρεθύμνου. Εκμεταλλευόμενος το περάσμά του από την Πόλη, κάνει πράξη το όνειρό του και λειτουργεί το αλειτούργητο μεγάλο μοναστήρι. Ο τότε πολεμικός ανταποκριτής Κώστας Μιχαηλίδης καταγράφει το γεγονός αυτό και αναφέρει σχετικά:
“Όταν τα ελληνικά καράβια στα 1919 (Ιανουάριος) περνούσαν από την Πόλη μεταφέροντας την 2αν και 12ην Μεραρχία μας στη Ρωσία, ο Π’’Νουφράκης με ένα όμιλον αξιωματικών βγήκαν στην Αγία Σοφία. Μόλις βρέθηκαν εκεί μέσα, ο Νουφράκης φορεί ευθύς το πετραχήλι του κι αρχινά τη λειτουργία. Οι Τούρκοι φύλακες της Αγίας Σοφίας ξαφνιάζονται. Σε λίγο η εκκλησία γεμίζει από Τούρκους που κατάπληκτοι παρακολουθούν τα συμβαίνοντα. Ο Νουφράκης δεν ταράζεται και εξακολουθεί τη λειτουργία του… Το επεισόδιο που προκάλεσε αναβρασμό μεταξύ των Τούρκων περιήλθε εις γνώσιν του Ελευθερίου Βενιζέλου, όστις βραδύτερον καλέσας τούτον, τον επετίμησεν, αλλά συγχρόνως τον συνεχάρη δια την πατριωτικήν του πρωτοβουλίαν, είπων εις αυτόν: Αν είχα ακόμη δέκα παπάδες σαν κι εσένα, θα μπορούσα να κατορθώσω πολλά πράγματα”.
* Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΗΣ ΕΙΝΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ-ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ