Του Γιώργου Παναγιωτάκη ιστορικού ερευνητή
Το Ηράκλειο στην πορεία της ιστορικής του διαδρομής, καθώς και ολόκληρη η Κρήτη, αντιμετώπισε εχθρικές επιβουλές και μακροχρόνιες κατακτήσεις.
Τα ίχνη των κατακτητών που είναι εμφανή και στις μέρες μας, μας αποκαλύπτουν την ταυτότητά τους και μας ξυπνούν μνήμες γεμάτες αίμα και δάκρυ. Μετά από μια εξαντλητική πολιορκία της πόλης που κράτησε 21 ολόκληρη χρόνια (1648-1669) ολόκληρα η Κρήτη, αλλά και όλος σχεδόν ο χερσαίος και νησιωτικός χώρος της Ελλάδας εντάχθηκαν στον κορμό της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Είναι εξακριβωμένο ιστορικά, ότι οι πιο άγριοι Τούρκοι της Κρήτης κατοικούσαν στην πόλη του Ηρακλείου και αποτελούσαν πάντα μια αιμοσταγή και απειλητική μάζα. Τα γεγονότα του Ηρακλείου που εκτυλίχτηκαν τον Αύγουστο του 1898 και βύθισαν στο πένθος την πόλη, συντέλεσαν καθοριστικά στην αποδίωξη του τουρκικού στοιχείου από το νησί και στην κατ’επέκταση απελευθέρωση της Κρήτης.
Τα αιματηρά αυτά γεγονότα τα οποία επαναφέρουμε στη μνήμη μας με μορφή μνημοσύνου για τα μαρτυρικά θύματα της 25ης Αυγούστου εξελίχθηκαν κατά τον ακόλουθο συνοπτικό τρόπο:
Από τους ναυάρχους των Μ. Δυνάμεων είχε αποφασιστεί να παραδώσουν οι Τούρκοι τα φορολογικά Γραφεία στους υπαλλήλους του Εκτελεστικού. Στα Χανιά και το Ρέθυμνο με μικρή και ανάξια λόγου αντίδραση παραχώρησαν τα Γραφεία τους. Στο Ηράκλειο αντίθετα οι Τούρκοι πρόβαλαν άρνηση και σκληρή αντίσταση. Ενα τμήμα του αγγλικού στρατού δηλαδή με επικεφαλής τον Αγγλο συνταγματάρχη Reud, που αντικαθιστούσε τον Αγγλο διοικητή Chermside γιατί απουσίαζε με άδεια εκτός Κρήτης, είχε αναλάβει την αντικατάσταση αλλά οι Τούρκοι τους εμπόδισαν. Πέταξαν μάλιστα στη θάλασσα όλα τα καινούρια έντυπα, που θα εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των νέων Γραφείων.
Οι σκηνές που ακολούθησαν δεν περιγράφονται. Ο αφηνιασμένος τακτικός στρατός και ο άτακτος τουρκικός όχλος ξεχύθηκαν στους δρόμους, αρχίζοντας μια απάνθρωπη και ανελέητη σφαγή.
Παιδιά, βρέφη, άνδρες και έγκυες γυναίκες θανατώνονται με τον πιο φρικτό τρόπο. Καίνε ακόμα και λεηλατούν ό,τι βρίσκεται στο πέρασμά τους. Μεταξύ των άλλων σκοτώνουν και 17 Άγγλους στρατιώτες κι ένα Άγγλο αξιωματικό. Καίνε το αγγλικό, το γερμανικό, το ισπανικό και το αμερικανικό προξενείο και σκοτώνουν τον υποπρόξενο της Αγγλίας Λυσίμαχο Καλοκαιρινό. Οσα εμπορεύματα και τιμαλφή είχαν συγκεντρωθεί στα προξενείά για μεγαλύτερη ασφάλεια, κάηκαν ή αποτέλεσαν αντικείμενο διαρπαγής από το μαινόμενο τουρκικό όχλο. Το παλιό Βεζίρ Τσαρσί, δηλαδή η σημερινή οδός 25ης Αυγούστου, η ονομασία της οποίας υποδηλώνει την ημέρα που διαπράχθηκαν οι σφαγές, έγινε μεταξύ των άλλων παρανάλωμα του πυρός. Το απόγευμα ένα αγγλικό πολεμικό πλοίο άρχισε να κανονιοβολεί τουρκικές συνοικίες στο Ηράκλειο, αναχαιτίζοντας κάπως τη μανία του τουρκικού όχλου. Μόνο με την κάθοδο του Τούρκου στρατιωτικού διοικητή της πόλης του Ηρακλείου Εντέμ Πασά στο λιμάνι, περιορίστηκαν οι πυροβολισμοί και οι βιαιοπραγίες. Την επόμενη μέρα άλλα εφτά αγγλικά πολεμικά πλοία αγκυροβόλησαν έξω από το λιμάνι του Ηρακλείου. Αγγλικά αγήματα αποβιβάστηκαν και συνέλαβαν τους πρωταίτιους των γεγονότων. Στρατοδικείο με Αγγλους αξιωματικούς και με συνοπτική διαδικασία καταδίκασε σε θάνατο 18 Tουρκοκρητικούς. Οι υπόλοιποι από τους 83 που είχαν συλληφθεί καταδικάστηκαν σε φυλακίσεις ή απελάθηκαν. Τρεις απ’αυτούς καταδικάστηκαν λίγο αργότερα σε θάνατο με απαγχονισμό, για αντιστάθμισμα προφανώς του ολοκαυτώματος των Χριστιανών.Τα πτώματα των Τούρκων παρέμεναν στις αγχόνες και σε κοινή θέα για τρία μερόνυχτα. Τα πάντα μαρτυρούσαν ότι η αποτρόπαιη αυτή εξέγερση ήταν προσχεδιασμένη.
Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων δεν έγινε γνωστός. Οι Τούρκοι προσπάθησαν να μειώσουν τον αριθμό τους, αφού φρόντισαν να περισυλλέξουν και να τοποθετήσουν αυτά σε ομαδικούς τάφους, που άνοιγαν σε απόμερα και αφανή μέρη. Η Εκτελεστική Επιτροπή με ανακοίνωσή της προς το χριστιανικό λαό της Κρήτης, στις 30 Αυγούστου 1898, γράφει: “Εγνωστοποιήσαμεν δια δυο προηγουμένων εγκυκλίων εις τον λαόν ό,τι ήτο τότε γνωστόν δια τα συμβάντα του Ηρακλείου. Δυστυχώς αι έκτοτε ειδήσεις παριστώσιν ακόμη μεγαλυτέραν την καταστροφήν. Από τας 1000-1200 χριστιανικάς ψυχάς, όπου ευρίσκοντο εντός της πόλεως, μόνον 358 ως φαίνεται εσώθησαν. Οι λοιποί εύρον θάνατον μαρτυρικόν. Ολη η κινητή περιουσία των χριστιανών διηρπάγη και μέγας αριθμός οικιών και καταστημάτων παρεδόθησαν εις τας φλόγας. Την στιγμήν αυτήν ουδέ εις χριστιανός ευρίσκεται εις το Ηράκλειον. Μόνο 300 περίπου Ευρωπαίοι στρατιώται κρατούν μιαν γωνίαν του φρουρίου. Η πόλις είναι παραδεδομένη εις την διάθεσιν του όχλου και των Τούρκων στρατιωτών, από τους οποίους πολλοί καθώς εβεβαιώθην επυροβόλουν και κατά των Αγγλων, απεγύμνωναν τα θύματα και ελάμβανον μέρος εις την διαρπαγήν…”.
Περιγράφοντας μια από τις συνηθισμένες σφαγές του Ηρακλείου ο Ν. Καζαντζάκης μας λέει:
“…Το Μεγάλο Κάστρο είχε τέσσερις καστρόπορτες. Kάθε ηλιοβασίλεμα οι Τούρκοι τις κλείδωναν και κανένας δεν μπορούσε πια, όλη τη νύχτα, μήτε να μπει μήτε να βγει οι λιγοστοί χριστιανοί που ήταν μέσα, έπεφταν έτσι στη φάκα· σαν έβγαινε πάλι ο ήλιος, άνοιγαν. Μπορούσαν λοιπόν οι Τούρκοι τη νύχτα, όσο ήταν διπλοκλειδωμένες οι καστρόπορτες, να κάμουν σφαγή γιατί μέσα στην πολιτεία οι Τούρκοι ήταν πιο πολλοί, κι είχαν και το τούρκικο ασκέρι.
Τότε, ύστερα από λίγες μέρες, ήταν που έζησα την πρώτη σφαγή…
Καθόμασταν διπλομανταλωμένοι μέσα στο σπίτι, ο ένας κολλημένος με τον άλλο, η μάνα μου, η αδερφή μου κι εγώ. Γροικούσαμε να περνούν απόξω από την πόρτα μας ξεφρενιασμένοι οι Τούρκοι, να βλαστημούν, να φοβερίζουν, να σπάζουν τις πόρτες και να σφάζουν τους χριστιανούς. Ακούγαμε τις φωνές και το ρόχο των λαβωμένων, τα σκυλιά που γαύγιζαν και μια βουή στον αέρα, σα να γίνουνταν σεισμός. Ο κύρης, πίσω από την πόρτα, με γεμάτο το ντουφέκι, περίμενε, κρατούσε, θυμούμαι, μια μακρουλή πέτρα, “ακόνι” το’λεγε κι ακόνιζε ένα μακρύ μαυρομάνικο μαχαίρι. Περιμέναμε. Μας είχε πει: “Αν σπάσουν την πόρτα οι Τούρκοι και μπούνε μέσα, θα σας σφάξω πρώτα, να μην πέσετε στα χέρια τους”. Κι ήμασταν σύμφωνοι όλοι, η μάνα μου, η αδερφή μου κι εγώ, και περιμέναμε…
Έτσι πέρασε η νύχτα, ξημέρωσε, έπεσε η βουή, ο θάνατος αλάργαρε. Ανοίξαμε με προσοχή την πόρτα, προβάλαμε έξω το κεφάλι, μερικές γειτόνισσες είχαν κρυφανοίξει δειλά το παράθυρο, κι ερευνούσαν το δρόμο…
– Μάνα, ρώτησα, έφυγε η σφαγή;
Η μάνα τρόμαξε.
– Σώπα, μου αποκρίθηκε, σώπα παιδί μου, μη μελετάς τ’όνομά της! Μπορεί να σε ακούσει και να ξαναγυρίσει.
Έγραψα τη λέξη “σφαγή”, και σηκώθηκε η τρίχα μου, γιατί η λέξη αυτή, τότε που ήμουν παιδί, δεν ήταν πέντε γράμματα της αλφαβήτας, κολλημένα το ένα πλάι στο άλλο, ήταν βουή μεγάλη, και πόδια που κλωτσούσαν τις πόρτες, και πρόσωπα φριχτά, που κρατούσαν ανάμεσα στα δόντια τους ένα μαχαίρι, κι ολούθε στη γειτονιά γυναίκες που σκλήριζαν κι άντρες που πίσω από τις πόρτες, γονατιστοί, γέμιζαν το ντουφέκι. Και μερικές άλλες λέξεις, για μας που ζούσαμε παιδιά την εποχή εκείνη στην Κρήτη, στάζουν αίμα πολύ, και δάκρυο, κι απάνω τους είναι σταυρωμένος αλάκερος λαός, οι λέξες: ελευτερία, Αι Μηνάς, Χριστός, επανάσταση…”.
Η μεγάλη ανθρωποθυσία του Ηρακλείου δεν άφησε ασυγκίνητη την κοινή γνώμη, καθώς και τον Tύπο των Αθηνών. Η εφημερίδα “Εστία” έκανε έκκληση στον αθηναϊκό λαό να βοηθήσει με τον τρόπο του τους πρόσφυγες του Ηρακλείου και να ανακουφίσει στο μέτρο του δυνατού τον ανθρώπινο πόνο.
Στο φύλλο της 31/8/1898 γράφει σχετικά: “Η επίκλησις της “Εστίας” υπέρ του πένθους των ατυχων προσφύγων του Ηρακλείου, ευρίσκει καθ’ημέραν και πλειοτέραν ηχώ εις τας ψυχάς των ευαισθήτων και των φιλανθρώπων.
Σήμερον άλλη διακεκριμένη δέσποινα της πόλεώς μας, η κα Ελμίνα Νάζου, προσελθούσα εις τα γραφεία μας προσέφερε ύφασμα πένθιμον, δια τας χήρας και τα ορφανά, εζήτησε δε και πληροφορίας περί άλλων αναγκών των προσφύγων.
Μετά από τα αποτρόπαια αυτά γεγονότα ήρθε επιτέλους η ώρα των Μ. Δυνάμεων και ειδικότερα της κραταίας Αγγλίας. Χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, οι πρεσβευτές των Μ. Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη επέδωσαν τελεσίγραφο στην Πύλη για την ανάκληση του τουρκικού στρατού από την Κρήτη. Η τελεσιγραφική αυτή διακοίνωση όριζε ότι η εκκένωση έπρεπε να γίνει μέσα σε 15 ημέρες και συγκεκριμένα από τις 8 μέχρι τις 23 Οκτωβρίου.
Η απαίτηση της Τουρκίας να παραμείνει τουρκική φρουρά στην Κρήτη δεν έγινε δεκτή και στις παραπάνω ημερομηνίες τα τουρκικά στρατεύματα είχαν αποσυρθεί. Οι οπλοφόροι παρέδωσαν τα όπλα τους τα οποία μεταφέρθηκαν στην Τουρκία. Εκλεισε έτσι μια μαρτυρική περίοδος 253 ετών, που ο κρητικός λαός την σημειώνει ως μια από τις χειρότερες και σκοτεινότερες περιόδους της Iστορίας του.
Με την αναχώρηση του τουρκικού στρατού εγκατέλειψαν την Κρήτη και εκπατρίστηκαν 48.000 μουσουλμάνοι. Παρέμειναν επίσης και 33.000. Η αποχώρηση και των άλλων έγινε σταδιακά μέχρι το 1923 με την ανταλλαγή των πληθυσμών που έφυγαν οι υπόλοιποι 19.181.