Του Μιχάλη Στρατάκη*
21 χρονώ παλικάρι ήτανε, κι εύκολα επίστευε όσα του λέγανε οι πλιό μεγάλοι.
Του ‘χανε πωμένο πως οι εκκλησές στην Ελλάδα είναι σπίθια του Θεού και των Αγίων Του, μα δεν του ‘πανε πως αυτά τα σπίθια αθρώποι τα διαφεντεύουνε κι αυτοί βαστούνε τα κλειδιά.
Και με τα τελευταία θρουλιά τση δύναμης του, εκατάφερε να συρθεί ίσαμε την πόρτα του σπιθιού του Θεού και των Αγίων Του, περιμένοντας πως ορθάνοιχτη θα την εύρισκε.
Μα σφαλισμένη τηνε βρήκε.
Του ‘χανε πωμένο πως ετούτηνε η βδομάδα, είναι η Μεγάλη Βδομάδα των Παθών του Χριστού και πως όλοι οι Χριστιανοί, απού δεν ξελείπει από τα χείλια τους τ’ όνομα Του, αγαπούνε ωσάν π’ αγαπούνε το Χριστό κι όλους τους άμοιρους απού σέρνουνε τα ίδια πάθητα με το Χριστό.
Κι αναμάζωξε τις ύστερες αναπνιές στα πλεμόνια του, για να φτάξει τους χριστιανούς και να πέσει στα γόνατα διακονεύοντας έλεος.
Μα κιανένα δεν ευρήκε.
Του ‘χανε πωμένο πως σε λίγες μέρες θ’ αναστηθεί στην Ελλάδα η Αγάπη κι ο Θεός της, κι αυτό τονε γέμισε ελπίδα, πως ένα ψιχάλι Αγάπη θα περίσσευε και γι’ αυτόν, κι αυτό το ψιχάλι θα ‘τανε αρκετό για να τονε βαστήξει στη ζωή.
Και έκαμε το στερνό του καερέτι, ξαναφορτώθηκε στους ώμους του τον τεράστιο σταυρό του μαρτυρικού ξεριζωμού του και μπήκε στο αυλιδάκι τσ’ εκκλησάς, ανιμένοντας τη χέρα της Αγάπης να του αναβαστάξει μια ολιά το σταυρό, για να μπορέσει να ξανασταθεί ορθός.
Μα καμιά χέρα δεν απλώθηκε κατά πάνω του, κιανένα ψιχάλι Αγάπης δεν είδε.
21 χρονώ παλικάρι ήτανε.
Ακούμπησε το σταυρό του στο κατώφλι του σπιθιού του Θεού και των Αγίων του, κι ύστερα ακούμπησε και το σώμα του απάνω στο σταυρό και ξεψύχησε.
Παρέδωσε το πνεύμα, όπως του ‘χανε πωμένο οι πλιό μεγάλοι.
Ψυχή δεν παρέδωσε, γιατί δεν του ‘χε απομείνει.
Εγώ φταίω.
Απάνω μου το ανάθεμα.
* Ο Μιχάλης Στρατάκης είναι Δημοσιογράφος με καταγωγή από τις Γκαγκάλες της Μεσαράς