Του Ζαχαρία Καψαλάκη
Το κείμενο που ακολουθεί είναι η αφήγηση της αείμνηστης Βασιλικής Ράλλη από τη Θερμή Λέσβου, στα κτήματα της οποίας βρέθηκαν το 1959 τα ιερά λείψανα των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και της μικρής Ρηνούλας. Η ίδια ήταν ένα από τα πολλά άτομα που ονείρεψε ο Άγιος και αυτόπτης μάρτυρας, αλλά και πρωταγωνιστής των γεγονότων, που διαδραματίστηκαν κατά την εύρεση των ιερών λειψάνων.
Η αφήγηση που δημοσιεύομε έγινε στην Ιερά Μονή Παναγίας Καλυβιανής, κατά την επίσκεψή της στις 11 Νοεμβρίου 2005:
Αφορούσε τη συγχωριανή της Χαρίκλεια Καραγεωργίου, η οποία ήταν από τις πρώτες που έτρεξαν να προσκυνήσουν να λείψανα του Αγίου όταν βρέθηκαν.
Είπε λοιπόν η κ. Βασιλική Ράλλη: «Η Χαρίκλεια ήταν μια ηλικιωμένη γυναίκα, φτωχούλα και ήρθε στο μέρος που είχαμε τα άγια λείψανα μαζί με τον παπά του χωριού της και ζήτησαν να τα προσκυνήσουν και οι δυο.
– Πού είναι τα κοκαλάκια του Αγίου Ραφαήλ, μας ρώτησε!
Τα είχαμε σε ένα μικρό κασελάκι. Το ξεσκέπασε και άρχισε να κλαίει: «Γιόκα μου, γιόκα μου, που στα γεράματά μου σε κατάλαβα ποιος είσαι…»
Έρευνα για το «φάντασμα»
Δεν ξέραμε τι συνέβαινε. Τότε ο παπάς που συνόδευε ανέλαβε να μας εξηγήσει τι συνέβαινε: «Το 1917 – υπήρχαν ακόμη Τούρκοι στη Λέσβο – ήμουν Αστυνόμος της Αυλής. Ο Χασάν Εφένδης και ο Αρίφ Εφένδης με διέταξαν να κάνω έρευνα και να ανακαλύψω ποιος είναι αυτός ο καλόγερος που παρουσιάζεται μέσα στο κτήμα του Χασάν Εφένδη και φαίνεται στο σπίτι του Αρίφ. Αυτός είχε κτίσει το σπίτι του με τις πέτρες του μοναστηριού. Εγώ σκέφτηκα μήπως κάποιος Θερμιώτης πονηρός βάζει ράσα και τρομοκρατεί τους Τούρκους. Έκανα μια εκτεταμένη έρευνα, ρώτησα πάρα πολλούς και όλοι οι άνθρωποι ήταν αθώοι. Όλοι μου έλεγαν: «Κυρ Αστυνόμε! Φάντασμα είναι! Μα είναι καλό φάντασμα! Όσοι το είδαν δεν έπαθε κανείς ποτέ τίποτε!»
«Σταμάτησε την έρευνα!»
Κάποια στιγμή ήρθαν οι δυο Τούρκοι που είχαν διατάξει την έρευνα και μου είπαν: «Σταμάτησε την έρευνα! Δεν πρόκειται για ζωντανό άνθρωπο. Πήγαμε και οι δυο μαζί και φυλάξαμε με το πιστόλι στο χέρι. Και την τρίτη νύχτα τον είδαμε. Και μόλις ορμήσαμε να τον πιάσουμε μια λάμψη – σαν αστραπή – μας τύφλωσε τα μάτια και τον χάσαμε!»
Η γριούλα
Την ίδια εποχή αυτή η γριούλα ήταν υπηρέτρια στη Μυτιλήνη. Καταγόταν από τη Μήθυμνα. Η μάνα της , φτωχιά χήρα, είχε πέντε παιδιά και την έστειλε υπηρέτρια. Η Κυρά της και ο Κύριος της είχαν στενές σχέσεις με τον Χασάν Εφένδη. Και μια χρονιά που είχε πολλές ελιές το κτήμα του Χασάν Εφένδη, την έστειλαν να βοηθήσει μαζί με τις λιομαζώχτρες. Έπιασε μια βροχή μεγάλη. Διαλύθηκαν οι γυναίκες. Ο Επιστάτης είχε ένα άλογο και ένα γαϊδουράκι και τα ανάθεσε στην Χαρίκλεια – που ήταν δε θα ‘ταν 15 χρόνων – λέγοντας της: «Εσύ που είσαι γεροδεμένο κοριτσάκι, πάρε το γάιδαρο που είχε δυο σακιά να το πας στο λιοτρίβι».
«Γλίστρησε και έπεσε κάτω ο γάιδαρος»
Πήρε το γάιδαρο και προχώρησε. Πέρασε και από το ερημοκλήσι της Παναγίας, που ήταν μερικές πέτρες και ένα γέρικο δέντρο. Γλίστρησε και έπεσε κάτω ο γάιδαρος. Και έπιασε και μια βροχή καταρρακτώδης. Αστραπές, κεραυνοί, χαλάζι. Προσπάθησε η Χαρίκλεια να σηκώσει το γάιδαρο, αλλά που να σηκωθεί. Φώναζε: «Παναγία μου σώσε με! Ταξιάρχη μου σώσε με!» Δεν έφυγε να αφήσει το γάιδαρο, γιατί η Κυρά της ήταν σκληρή και την έδερνε όταν έκανε σφάλμα.
Ο Άγιος Ραφαήλ
Τότε βλέπει μέσα από τις πέτρες να βγαίνει κάποιος μεγαλόσωμος, που φορούσε μια χλαίνη, σαν αξιωματικός. Όπως περπατούσε φαινόταν ότι φορούσε χρυσές γονατίδες στα πόδια του. Ήταν ο Άγιος Ραφαήλ!
Της λέει: «Χαρίκλεια! Μη φοβάσαι. Είμαι χριστιανός!» Μόλις ακούμπησε το γαϊδούρι σηκώθηκε όρθιο.
Λέει και πάλι στην Χαρίκλεια: «Κράτα το σκοινί από δω και πήγαινε απ’ τα Πηγέλια. Γιατί από δω τρέχουν νερά και θα ξαναπέσει κάτω ο γάιδαρος.»
Τότε η Χαρίκλεια ρώτησε: «Ποιος είσαι μπάρμπα; Να το πω στην Κυρά μου να σου κάνει ένα δώρο!»
– Δεν θέλω δώρα, της απαντά. Μόνο όταν περνάς από δω, άναβε το κανδυλάκι της Παναγίας!
– Τουλάχιστον, πες μου το όνομά σου μπάρμπα να το πω στην κυρά μου, ξαναρώτησε η Χαρίκλεια.
– Ε, αφού θες το όνομά μου, ονομάζομαι Ραφαήλ.
Και τον έχασε.
Πήγε τότε η Χαρίκλεια στην Κυρά της και το είπε. Συμφώνησαν όλοι ότι ήταν ο Ταξιάρχης. Και από τότε είχε στην τσέπη της την εικόνα του Ταξιάρχη.
Τα γεράματα της Χαρίκλειας
Στα γεράματά της η Χαρίκλεια έγινε ζητιάνα. Αλλά τι ζητιάνα; Ζητιάνευε και έκανε αγαθοεργές πράξεις. Πάντρευε φτωχά κοριτσάκια, αρρώστους έβλεπε, φάρμακα φτωχών αγόραζε και εικονίσματα στις εκκλησίες έκανε. Ζούσε σε ένα καλυβάκι στην κορυφή του λόφου η Χαρίκλεια.
Όταν βρέθηκε ο Άγιος Ραφαήλ, βλέπει στον ύπνο της ότι βρισκόταν στην εκκλησία του Αγίου Συμεών και είχε το χέρι ανοικτό για να ζητήσει βοήθεια. Και μπαίνει ένας Αρχιμανδρίτης που κρατούσε ένα μπαστούνι μεγάλο. Απλώνει το χέρι της και της βάζει ένα νόμισμα. Γύρισε και τον είδε για να τον ευχαριστήσει.
Κοιτάζοντας τον αναρωτήθηκε: «Αυτά τα μάτια, που τα έχω ξαναδεί; Είναι γνωστός μου! Αλλά ποιος να είναι;»
Ο Αρχιμανδρίτης που κατάλαβε την αγωνία της και της λέει: «Χαρίκλεια δε με γνωρίζεις;»
– Γνωστός είσαι, αλλά δεν ξέρω ποιος, απάντησε.
– Ποιος σε έσωσε από την νεροποντή τότε που ήσουν 15 ετών και μάζευες ελιές στο κτήμα του Χασάν Εφένδη; της είπε. Είμαι ο Ραφαήλ. Βρήκαν τα οστά μου και πήγαινε να τα προσκυνήσεις.
Ο παπα – Στρατής
Ξύπνησε η Χαρίκλεια. Δεν μπορούσε να εξηγήσει το όνειρο. Ξεκίνησε να πάει στον παπα – Στρατή να του το πει.
Το ίδιο βράδυ ο παπά Στρατής είχε δει ένα παρόμοιο όνειρο. Είχε πάει στο ναό του Αγίου Συμεών να κάνει εσπερινό και στην εκκλησία μπήκε ένας Αρχιμανδρίτης. Τον χαιρέτισε με ένα φιλικό χαμόγελο. Σαν αν τον γνώριζε καιρό. Του λέει ο παπα – Στρατής: «Ποιος είσαι πάτερ;»
– Παπά Στρατή, απαντά ο Αρχιμανδρίτης. Ποιον έψαχνες χρόνια να βρεις; Το φάντασμα των Καρυών. Εγώ είμαι! Ο Άγιος Ραφαήλ. Βρήκαν τα οστά μου και έλα να με προσκυνήσεις, γιατί είμαι Άγιος.
Πήγε η Χαρίκλεια να εξομολογηθεί, έκλεγε ο παπάς, έκλεγε και η Χαρίκλεια. Την πήρε και ανέβηκαν στο λόφο των Καρυών και προσκύνησαν τον Άγιο Ραφαήλ. Ήταν ο πρώτος παπάς που ανέβηκε και προσκύνησε τα οστά του Αγίου Ραφαήλ.