Το “e-mesara.gr” πήρε και δημοσιεύει το παρακάτω κείμενο, γραμμένο από μια κυρία από τη Σητεία που το 1974 βρέθηκε στην Καλυβιανή και ήταν μόλις 13 χρόνων. Το κείμενο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Κρήτης Μακαριστού Τιμοθέου, καθώς συμπληρώνονται σήμερα 17 χρόνια από την κοίμησή Του.
20 Σεπτεμβρίου 1974 ημέρα Σάββατο
Ήμουν τότε ένα δεκατριάχρονο κορίτσι με ρόδινο πρόσωπο, φωτεινά μάτια, μακριά ίσια μαλλιά με χρυσές ανταύγειες από τον ήλιο. Εδώ τελειώνει η ξενοιασιά και οι χαρές του μικρού χωριού μου. Αποχαιρετώ τους μεσόκοπους γονείς μου και ανοίγω φτερά για άλλους κόσμους, άγνωστους για εμένα, μια και είναι η πρώτη φορά που φεύγω από το χωριό.
Οι γονείς μου αποφάσισαν να με πάνε κάπου να μάθω μια τέχνη, να μην μείνω μαζί τους στην επαρχεία γιατί δεν α είχα μέλλον, όπως μου έλεγαν. Τότε ήταν που πληροφορήθηκαν, από τον πατήρ Στυλιανό Μαγκουφάκη ο οποίος έφτασε στα μέρη μας γράφοντας συνδρομητές στο περιοδικό Αναγέννηση του τότε Μητροπολίτη Τιμιθεου, για ιδρύματα και σχολές που υπήρχαν στην Παναγία της Καλυβιανής. Η ιδέα ότι θα βρεθώ σε μια κοινότητα με πολλά κορίτσια μου άρεσε. Ήμουν άλλωστε κοινωνικό άτομο.
Με συνοδό τον πατέρα μου, φτάσαμε γύρω στις 5 το απόγευμα, αφού ταξιδεύαμε από τις 6 το πρωί αλλάζοντας αρκετές συγκοινωνίες. Επιτέλους κατεβήκαμε από το λεωφορείο μπροστά σε μια πύλη με ζωγραφισμένη μια μεγάλη Παναγιά πάνω από αυτή. Η Παναγία απεικονίζονταν να ανοίγει τα χέρια της έτοιμη να με αγκαλιάσει. Τέτοια εικόνα ούτε στα παραμύθια μου δεν είχα ακούσει, ούτε η φαντασία μου μπορούσε να φτιάξει. Με μιας ένιωσα την ψυχή μου να γίνεται πιο ελαφριά, πιο γαλήνια και η λύπη που είχα από τον αποχαιρετισμό της μητέρας μου έφυγε και αισθάνθηκα σιγουριά.
Μέσα από την πύλη, ένας φαρδύς ανηφορικός δρόμος απλωνόταν μπροστά μας, ενώ δεξιά και αριστερά υπήρχαν πολύ όμορφα κτήρια γεμάτα δέντρα και λουλούδια. Προχωρήσαμε αργά ενώ παράλληλα εξετάζαμε το χώρο για να δούμε που έπρεπε να κατευθυνθούμε. Λίγο πιο πάνω στην αριστερή πλευρά του του δρόμου είδαμε ένα μοναχό να σκάβει και γύρω του δυο τρία κορίτσια να κρατάνε δεντράκια στα χέρια τους. Μου λέει ο πατέρας μου:
-Που θα πάμε τώρα;
-Έλα να ρωτήσουμε εκείνο τον καλόγερο.
Λίγα βήματα πριν φτάσουμε κοντά στον καλόγερο με το γκρι αντερί, εκείνος ανασηκώθηκε από το σκάψιμο και μας κοίταξε με ένα πλατύ καλοσυνάτο χαμόγελο. Εμείς πήραμε το θάρρος και πλησιάσαμε αλλά πριν προλάβουμε να αρθρώσουμε λέξη μας καλωσόρισε.
-Καλώς τους! Από πού μας έρχεστε;
-Χαίρετε, είπαμε εμείς. Από τη Σητεία ερχόμαστε!
-Ω! Από την Σητεία! Πολύ μακριά! Θα είστε κουρασμένοι.
-Όχι πάτερ, λέει ο πατέρας μου. Είμαστε καλά. Θα ήθελα σας παρακαλώ να μου πείτε που θα μπορούσα να βρω τον Δεσπότη.
– Και τι τον θέλετε τον Δεσπότη; Απάντησε ο καλόγερος..
– Να, ήρθε ένας πάπας στο χωριό μας και μας είπε πως ανοίγει τώρα μια σχολή κοπτικής-ραπτικής και έφερα την κόρη μου να μάθει την τέχνη.
-Ναι, αλλά στην σχολή θα φοιτούν παιδιά πολυτέκνων και ορφανά, λέει ο καλόγερος.
– Ναι, το ξέρω, λέει ο πατέρας μου. Εγώ έχω δέκα παιδιά!
-Α! Πολύ ωραία! Μπράβο, μπράβο! Απάντησε ο καλόγερος. Άξιος!
Έπειτα απευθύνθηκε στα κορίτσια και του ζήτησε να πάνε να ειδοποιήσουν την αδερφή Ονουφρία, να φιλοξενήσει για λίγες μέρες το κορίτσι, μέχρι να ανοίξει η σχολή, γιατί είχε έρθει από μακριά.Kαι σε εμάς είπε:
-Καλοδεχούμενοι! Περάστε να προσκυνήσετε μέχρι να σας ετοιμάσουν κάτι να φάτε!
Ευχαριστήσαμε και κατευθυνθήκαμε προς την εκκλησία.
-Μπαμπά, αυτός ήταν ο Δεσπότης;
-Σιώπα παιδί μου, μη λες τρέλες.
– Μα τότε πως με κράτησε στη σχολή;
-Ε! Ξέρω και εγώ; Κανένας υπεύθυνος θα ήταν.
Αφού προσκυνήσαμε την εικόνα της Παναγίας, ανάψαμε το κεράκι μας και την ευχαριστήσαμε για αυτή την υποδοχή. Ανεβήκαμε στο γραφείο και εκεί συναντήσαμε την αδελφή Θεοδούλη. Μας πρότεινε, όπως είχε εντολή, να μας βάλει φαγητό, όμως ο πατέρας μου της εξήγησε ότι περιμέναμε πολύ ώρα μέχρι να αλλάξουμε λεωφορείο και φάγαμε σε ένα εστιατόριο. Λίγο αργότερα, ήρθε ένας καλοντυμένος παπάς με μαύρο ράσο και καλυμμαύκι και ο πατέρας σκέφτηκε πως ίσως αυτός ήταν ο Δεσπότης. Έτσι με παρότρυνε να σηκωθούμε να τον χαιρετήσουμε. Μας χαιρέτησε και εκείνος εγκάρδια.
-Συγνώμη πάτερ, μήπως είστε ο Δεσπότης;
– Όχι, χαμογέλασε εκείνος. Είμαι ο πατήρ Χρυσόστομος! Ο Δεσπότης κάπου εδώ ήταν και φύτευε. Τώρα μάλλον πάει να ετοιμαστεί για τον εσπερινό.
-Είδες μπαμπά; Καλά το κατάλαβα εγώ!
Και πως να μην το καταλάβω. Μερικά πράγματα τα καταλαβαίνουμε με την καθαρότητα του νου. Εγώ αγνό παιδί τότε χωρίς να ξέρω πολλά για το πως είναι οι Δεσποτάδες και πως οι παπάδες, ένιωσα μέσα από την καλοσύνη του και την αγάπη που έρεε σαν ποτάμι ,ποιος ήταν αυτός ο χαρισματικός άνθρωπος.
Εδώ, στον αγνό κόσμο της Παναγίας της Καλυβιανής, ευτύχισα να ζω οχτώ ολόκληρα χρόνια. Χρόνια αγνά, χαρούμενα, δημιουργικά, ποτισμένα με την αγνή αγάπη του Χριστού, που έρεε από όλη την αδελφότητα του μοναστηριού, από την γερόντισσα Νεκταρία μέχρι τον πνευματικό μας πατέρα Νεκτάριο. Όλοι στην ίδια γραμμή που χάραξε εκείνος ο Δεσπότης, «ο Πατέρας» όπως τον αποκαλούσαμε. Εκείνος ο απλός άνθρωπος που κλάδευε, έσκαβε, πότιζε τις καρδιές μας με την αγάπη του Χριστού!
Αφήσαμε πίσω μας τις συνήθειες του χωριού. Δεν ήταν δύσκολο να προσαρμοστούμε στα ιδρύματα της Παναγίας της Καλυβιανής. Οι κανόνες που υπήρχαν είχαν ένα σκοπό, να μας βοηθήσουν να γίνουμε πολιτισμένα άτομα. Να μάθουμε να μιλάμε, να περπατάμε, να τρώμε και να συμπεριφερόμεθα σωστά.
Τα δάχτυλά μας εξασκούνταν στα εργόχειρα και στο ράψιμο. Φτιάχναμε υπέροχες δημιουργίες καλαίσθητα σχεδιασμένες και χαιρόμασταν τόσο όταν καταφέρναμε να κάνουμε σωστά, ψιμυθευτά , τη δουλειά μας. Ο χρόνος μας ήταν προγραμματισμένος και έτσι είχαμε την ευκαιρία να κάνουμε πολλά πράγματα. Εκτός τις ώρες εργασίας είχαμε ελεύθερο χρόνο να τον αξιοποιήσουμε όπως θέλαμε. Συζητούσαμε μεταξύ μας, διαβάζαμε, παίζαμε, τραγουδούσαμε και φυσικά τις Κυριακές οι βόλτες στην φύση ήταν απαραίτητες.
Είχαμε υπέροχα ακούσματα. Μας άρεσε πολύ να παρακολουθούμε τις ιερές ακολουθίες της εκκλησίας. Οι μοναχές έψαλαν αγγελικά. Πολλές από εμάς πλησιάζαμε τις αδελφές του μοναστηριού και συζητούσαμε μαζί τους ότι μας απασχολούσε. Εκείνες πάντα μας συμβούλευαν και έδειχναν κατανόηση στους προβληματισμούς μας. Κοντά τους γνωρίσαμε την χριστιανική ζωή. Μάθαμε να εκκλησιαζόμαστε, να προσευχόμαστε και να ζούμε με την χάρη του Θεού και με την δύναμη του να ξεπερνούμε τις δυσκολίες της ζωής.
Τα χρόνια που ζήσαμε στην Παναγία την Καλυβιανή σηματοδότησαν ολόκληρη τη ζωή μας. Στις όποιες δυσκολίες που περνούσαμε νοιώθαμε τη δύναμη της Παναγίας μας και τις ευχές του Πατέρα μας να μας συνοδεύουν.
Η Παναγία η Καλυβιανη είναι ένα περιβόλι με άφθονη πνευματική ευωδία. Τα λόγια μου είναι φτωχά για να αποδώσουν ευγνωμοσύνη σε εκείνο το φωτισμένο ιεράρχη που ίδρυσε την πολιτεία του Θεού όπως την αποκάλεσαν. Ας είναι αιώνια η μνήμη του!